Ο κ. Δερμιτζάκης - Ο κ. Ταβερναράκης - Ο κ. Αντωναράκης - Ο κ. Παυλάκης

Ένα μεγάλο βήμα για την ελληνική κοινωνία σημειώθηκε χθες  με την άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Ο φόβος, όμως, δεν λείπει από τον κόσμο αφού γνωρίζει ότι ο κοροναϊός εξακολουθεί να είναι κάπου εκεί έξω.

Η χώρα μας αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης έχουν ένα σημαντικό σύμμαχο σε αυτή την προσπάθεια, την επιστήμη, αφού από την πρώτη στιγμή όλα τα ερευνητικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα τάχθηκαν στη μάχη κατά του κοροναϊού.

Η επόμενη μέρα, λοιπόν, αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα και αν το κερδίσουμε, θα φανεί κάπου… στο ηλιοβασίλεμα.

Ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας Τεχνολογίας και Καινοτομίας, καθηγητής Γενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γενεύης και διευθυντής στο Κέντρο Γονιδιωματικής «Health 2030», κ. Εμμανουήλ  Δερμιτζάκης, σε ανάρτησή του τονίζει πως “για να μη λέμε  απλώς θεωρίες γύρω από τα σχολεία και ανοίγματος γενικά, με προτιμήσεις και ευχολόγια, ορίστε μια μικρή ανάλυση. Αν υποθέσουμε ότι ως εκ θαύματος ο ιός εξαφανιζόταν για ένα μήνα και ήμασταν σίγουροι θα ξαναέρθει μετά το τέλος του μήνα, τι θα κάναμε;

Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να ανοίγαμε τα πάντα και να αρχίσουμε να δοκιμάζουμε τα διαφορά μέτρα που θέλουμε να πάρουμε και την πρακτική τους εφαρμογή ώστε να βρούμε τους αυτοματισμούς μας, τι δε δουλεύει και θέλει αλλαγές, τι υποδομές και υλικά μας λείπουν.”

Θεωρεί  πως αυτή τη στιγμή η ίδια συγκυρία επικρατεί στη χώρα μας. “Στην Ελλάδα έχει μηδενιστεί πρακτικά ο ιός με πολύ λίγα κρούσματα να κυκλοφορούν και μας δίνει αυτή τη μεγάλη ευκαιρία να κάνουμε «προπόνηση» ώστε να είμαστε πιο έτοιμοι πριν ξαναέρθει. Αυτό πρέπει να συμβεί στις πιο σημαντικές δομές μας, αυτές που θέλουμε να δουλέψουν με όσο καλύτερο τρόπο γίνεται, αυτές για τις οποίες έχουμε ευαισθησία, δηλαδή στα σχολεία, στις ευπαθείς ομάδες, στις εργασίες μας, στα ΜΜΜ.

Θα μου πει κάποιος ότι δεν ξέρουμε πόσα είναι πραγματικά τα κρούσματα γιατί δεν κάνουμε πολλά τεστ και δεν έχουμε τεστ για όλους στην επιστροφή από τα μέτρα”, αναφέρει και παραθέτει τα εξής στοιχεία:

“Οι νοσηλευμένοι και οι θάνατοι δίνουν μια απίστευτα ακριβή εικόνα πού βρισκόμαστε σήμερα, γιατί είναι ακριβές ποσοστό των συνολικών κρουσμάτων. Άρα η τρέχουσα εικόνα δε σηκώνει αμφιβολία.

Στην ερώτηση για το αν έχουμε αρκετά τεστ η απάντηση είναι πάντα όχι. Αυτό δε θα γίνει ποτέ, σε καμία χώρα. Και κάποιες που έχουν το capacity (τη δυνατότητα), δε τα κάνουν γιατί η συλλογή δειγμάτων και μόνο θέλει χιλιάδες ανθρώπους στο χρόνο. Ακόμα και αν λέγαμε να κάνουμε πχ τεστ χοληστερίνης (κάτι που το κάνουμε δεκαετίες τώρα και το ξέρουμε καλά) στην κλίμακα και ταχύτητα που ζητάμε, είναι αδύνατον να γίνουν. Κι εγώ θα προτιμούσα να μπορούσαμε να το κάνουμε αλλά κανένα πλάνο δεν γίνεται με τη θεωρία αλλά με την πράξη. Το ζήτημα όμως είναι ότι έχουμε πια πολύ πιο πολλά τεστ από παλιά για να ελέγξουμε σε λογικά πλαίσια ευπαθείς ομάδες, κλειστές δομές και δειγματοληπτικά τον πληθυσμό. Αυτό μας καλύπτει στην συντριπτική πλειοψηφία των σεναρίων, ακόμα και τα σχετικά απίθανα κακά σενάρια”.

Χαρακτηριστικά λέει πως αν μία ομάδα ποδοσφαίρου έπαιζε στο  Champions League και δεν έκανε προπόνηση το καλοκαίρι αλλά ξεκινούσε την προετοιμασία την πρώτη μέρα διεξαγωγής των αγώνων, όλοι ήξεραν ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα.

“Έτσι και τώρα, ανοίγουμε, κάνουμε την προετοιμασία μας, ελέγχουμε την κατάσταση προσεκτικά και προσαρμόζουμε το πλάνο ανοίγματος ανάλογα.

Είναι η καλύτερη στιγμή να το κάνουμε αυτό, είναι το sweet spot, όπως λένε, και από όλες τις χώρες έχουμε καταφέρει να έχουμε το ενδεδειγμένο sweet spot (πολύ λίγα κρούσματα) για να κάνουμε καλή προετοιμασία χωρίς μεγάλο ρίσκο.

Έχουμε τη δυνατότητα να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε μόνο καλοί στο κατενάτσιο (άμυνα) αλλά και στην επίθεση μετά από καλή προετοιμασία”, αναφέρει ο κ. Δερμιτζάκης.

Ο πρόεδρος του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας καθηγητής Νεκτάριος Ταβερναράκης, τονίζει στην “Π” πως “είναι πολύ αισιόδοξο ότι οι Έλληνες επέδειξαν ιδιαίτερη συνέπεια όσον αφορά την τήρηση των μέτρων.

Είναι επίσης σημαντικό, η πειθαρχία αυτή να διατηρηθεί, ειδικά τώρα, κατά την περίοδο της σταδιακής επανόδου στην κανονικότητα, ώστε να εξασφαλίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, έως ότου μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον ιό πιο αποτελεσματικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, χωρίς εμβόλιο και αποτελεσματικό ειδικό φάρμακο δεν μπορούμε να είμαστε ασφαλείς. Μέχρι τότε, θα πρέπει να λαμβάνουμε όσον το δυνατόν περισσότερα προστατευτικά μέτρα”.

Τονίζει, ακόμα, πως “ωστόσο, υπάρχει αισιοδοξία στην ερευνητική κοινότητα ότι, λόγω της συντονισμένης προσπάθειας που γίνεται σε πολλές χώρες του κόσμου, σύντομα θα έχουμε ένα αποτελεσματικό φάρμακο και ενδεχομένως κάποιο εμβόλιο. Το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας, με μια σειρά ερευνητικών δράσεων, συμμετέχει ενεργά στην προσπάθεια της Πολιτείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας”.

Ο κ. Στυλιανός Αντωναράκης, γενετιστής, ομότιμος καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, πρώην διευθυντής του ελβετικού Ινστιτούτου Γενετικής και Γενωμικής iGE3 και πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Γενετικής της Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας, σημειώνει σε ανάρτησή του: “Σαν γενετιστής που είμαι, δεν μπορώ να έχω υπεύθυνη γνώμη για το άνοιγμα των σχολείων.

Οι ειδήμονες σ’ αυτό είναι οι επιδημιολόγοι και οι ιολόγοι. Η «ανεύθυνη» όμως γνώμη μου είναι πως το άνοιγμα των σχολείων μπορεί να θεωρηθεί σαν πείραμα που θέλει συνεχή επιτήρηση. Καθημερινή και σχολαστική αξιολόγηση των δεδομένων και λήψη μέτρων ανάλογα με την εξέλιξη της επιδημίας. Θα προτιμούσα να υπάρχει η δυνατότητα tests (για τον ιό και τα αντισώματα) για όλους, έτσι ώστε να είχαμε τη δυνατότητα μιας ελεγχόμενης και όχι τυφλής επαναφοράς στην ανοιχτή ζωή”.

Ο κ. Γιώργος Παυλάκης, μέλος του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου των ΗΠΑ, επικεφαλής του τμήματος Ανθρώπινων Ρετροϊών, αναφέρει: «Λάθος να ανοίξεις οτιδήποτε σε αυτή την συγκυρία χωρίς να έχεις ισχυρή ικανότητα τεστ PCR και αντισώματα και ομάδες άμεσης δράσης και ιχνηλάτησης. Τεστ όχι για όλους, όπου χρειάζεται. Δεν μπορείς να το κάνεις κάθε μέρα, αλλά συχνά! Χωρίς αυτά η αναζωπύρωση της επιδημίας είναι περίπου σίγουρη, εκτός αν μας βοηθήσει η άπλα του καλοκαιριού».