SOCIAL MEDIA: Ευχή, κατάρα ή κάτι ανάμεσα;

Με γεωμετρική πρόοδο εξαπλώνεται η χρήση των social media (Facebook, Instagram, Twitter, Messenger, Viber, WhatsApp, Snapchat) που παίζουν καθοριστικό ρόλο -σχεδόν αποκλειστικό- στην ενημέρωση, στην ψυχαγωγία, στην επικοινωνία και γενικότερα σε όλο το φάσμα της ζωής των ανθρώπων χωρίς ηλικιακούς περιορισμούς. Πιο ενεργοί χρήστες είναι άτομα ηλικίας 10-28 ετών, ενώ ισχυρή είναι η διείσδυση των social media και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Άτομα ηλικίας 10-28 ετών είναι ενεργοί χρήστες σε τουλάχιστον τέσσερα κοινωνικά δίκτυα, ενώ πρωταγωνιστούν τα Facebook, Instagram, Messenger και Viber. Στο κλίμα αυτό της εικονικής πραγματικότητας, κυριαρχούν τα συμπλέγματα κατωτερότητας,  η  ανασφάλεια, η επιδειξιομανία, ο υπερκαταναλωτισμός, οι χαμηλής ποιότητας διαπροσωπικές σχέσεις και η αντικατάστασή τους με τις ιντερνετικές!

Άτομα ηλικίας 10-13 ετών παρατηρείται να είναι χρήστες πάνω από τριών κοινωνικών δικτύων, με ημερήσια χρήση τις 4 ώρες, απορρίπτοντας όμως το ενδεχόμενο εθισμού. Η χρήση τους περιστρέφεται γύρω από την ανταλλαγή προσωπικού υλικού (φωτογραφικού, γραπτού, βιντεοσκοπημένου), με προφανές το ενδιαφέρον για τις ζωές των ιντερνετικών τους φίλων και ταυτόχρονη προβολή των δικών τους.

Είναι γεγονός πως στα social media προβάλλεται η καλύτερη εκδοχή του χρήστη, αφού επιλέγει τι είδους υλικό θα δημοσιευθεί για τον εαυτό του. Επομένως, όταν προκαλεί και επιδιώκει την έκθεσή του, θα φροντίσει αυτή να πραγματοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για να αποσπάσει την απαραίτητη εκτίμηση και τον θαυμασμό που αποζητά. Αυτή η τελειότητα όμως, αυτή η ωραιοποίηση των πραγμάτων, αυτή η αψεγάδιαστη μορφή της ζωής και του εαυτού μας είναι αληθινή; Ακόμη και για έναν ενήλικα η συνειδητοποίηση αυτής της παραδοχής είναι ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση, μιας και ο αληθοφανής τρόπος που λειτουργεί το διαδίκτυο δεν δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για μία πλασματική πραγματικότητα. Ακόμη και ένας ενήλικας φαίνεται να μπαίνει σε διαδικασία σύγκρισης του προβαλλόμενου ως «τέλειου» με τη δική του ζωή, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ανασφαλειών και κατάθλιψης.

Συναγωνισμός για τα “like”

Ένα παιδί, όμως, έχει την απαραίτητη κριτική ικανότητα και ψυχική ακεραιότητα, την κατάλληλη αυτοεκτίμηση και τα απαραίτητα «φρένα», για να αντικρούσει αυτή την κατάσταση, ώστε να μην μπει στη διαδικασία απόκτησης συμπλεγμάτων κατωτερότητας, ανασφαλειών και μαζοποίησης;

Η “Π” διερεύνησε τις απόψεις των νεαρών παιδιών γύρω από αυτό το ζήτημα. Νεαρά παιδιά δηλώνουν πως η ψυχοσύνθεσή τους επηρεάζεται άμεσα από τον αριθμό των like που λαμβάνουν στις αναρτήσεις τους και μάλιστα είναι το βασικό τους κριτήριο για τον υπολογισμό της εκτίμησης των άλλων προς το πρόσωπό τους. Ταυτόχρονα, συναισθήματα ζήλιας, ανασφάλειας και πτώση της αυτοεκτίμησής τους διαταράσσουν την ψυχοσύνθεσή τους, σε περίπτωση που η ανταπόκριση και ο αριθμός των like που λαμβάνουν οι άλλοι ξεπενρά αυτόν  που λαμβάνουν οι ίδιοι. Ακόμη, εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενο απόρριψής τους από τον κοινωνικό τους περίγυρο σε περίπτωση πτώσης της δημοφιλίας τους, ενώ αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο στο μέλλον να απορρίψουν οι ίδιοι λιγότερο δημοφιλείς ανθρώπους στον χώρο των social media.

Ανακαλύπτοντας στην τρυφερή τους ηλικία την σεξουαλικότητά τους, φαίνεται να έχουν επηρεαστεί από τα πρότυπα που συνεχώς προβάλλονται, τα οποία αποτυπώνουν τον δήθεν ιδανικό άνδρα ή την δήθεν ιδανική γυναίκα. Φαίνεται ότι βασικότερο κριτήριο ελκυστικότητας είναι η εξωτερική εμφάνιση, η οποία απαιτείται να συμβαδίζει με την εκάστοτε «μόδα» που κυκλοφορεί. Ταυτόχρονα οι νέοι δεν επικεντρώνονται τόσο σε άλλα χαρακτηριστικά τα οποία τους προσέλκυαν πριν τη χρήση κοινωνικών δικτύων, όπως ο χαρακτήρας.

Βασικότερο, βέβαια το θέμα επικοινωνίας των νέων. Δηλώνουν πως τους είναι πολύ πιο εύκολο να επικοινωνήσουν μέσω της οθόνης, διότι η διαπροσωπική επαφή τους προκαλεί άγχος και αμηχανία. Η ιντερνετική, απ’ την άλλη, τους παρέχει ασφάλεια, άνεση, τους καθιστά περισσότερο διαχυτικούς και ελεύθερους και όταν έρθει η ώρα να αναζητήσουμε τα αίτια αυτής της αντιστροφής, απαντούν πως: «…μάλλον αυτή την ζωή και αυτόν τον τρόπο έκφρασης έχουμε συνηθίσει, από μηνύματα. Από κοντά είναι λίγο πιο δύσκολο…».

“Λιώνουν” στα social media

Ωστόσο, έφηβοι μεγαλύτερης ηλικίας και ενήλικες έως 28 ετών, δηλώνουν πως η χρήση των social media “ακουμπά” ημερησίως τις 7-8 ώρες, αφού αποτελούν την κύρια πηγή ενημέρωσης και επικοινωνίας. Ωστόσο το 40% δηλώνει πως αντιλαμβάνεται τον εθισμό του και επιδιώκει λύσεις για την κατάσταση αυτή -όπως διαγραφή των εφαρμογών social media από το κινητό και χρήση αποκλειστικά από υπολογιστή-  ενώ το 60% δεν αποδέχεται τον προσδιορισμό του «εθισμένου», ακόμη κι αν χρησιμοποιεί τα κοινωνικά δίκτυα πάνω από 5 ώρες την ημέρα.

Ταυτόχρονα, επηρεάζονται από τα προβαλλόμενα είδωλα και πρότυπα, έχοντας τάσεις μιμητισμού, ενώ παρατηρούν συμπλέγματα κατωτερότητας, εντοπίζοντας βέβαια τα προαναφερθέντα αίτια αυτής της κατάστασης, ωστόσο αδυνατούν να τα αντιμετωπίσουν. Ο κλονισμός των διαπροσωπικών σχέσεων εμφανίζεται και εδώ και τον αποδίδουν στο ότι «στις διαπροσωπικές σχέσεις, τα πλασματικά προσωπεία που φοράμε μπροστά απ’ την οθόνη, πέφτουν, φαινόμαστε όπως είμαστε, και αυτό μας δημιουργεί αμηχανία, ντρεπόμαστε».

Οι ενήλικες κρίνουν πως με ορθολογική χρήση τα κοινωνικά δίκτυα ενδεχομένως να αποτελούν το μεγαλύτερο δώρο επικοινωνίας απ’ την τεχνολογία στον άνθρωπο. Ωστόσο, η διατήρηση του μέτρου και η προστασία της παιδικής ηλικίας και νεότητας αποτελεί βασικό ζητούμενο, κυρίως μέσω του γονικού ελέγχου.

Και οι γονείς… εναρμονισμένοι

Στη διαδικτυακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2018 στο Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου του ΙΤΕ  φαίνεται ότι «η πλειοψηφία των γονιών έχει καθημερινή ενασχόληση με το διαδίκτυο. Στο γενικό δείγμα το ποσοστό καθημερινής χρήσης είναι 59% για τις γυναίκες και 50% για τους άντρες. Παρόμοιες διαδικτυακές συνήθειες παρουσιάζουν και τα παιδιά (…). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι οι γονείς, ανώτερου εκπαιδευτικού επιπέδου, θεωρούν ότι επηρεάζεται/διαμορφώνεται ο χαρακτήρας του παιδιού τους από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ότι σε συνθήκες άγχους αυξάνουν τον χρόνο ενασχόλησής τους με αυτά. Αναδεικνύεται μέσα από τις συγκεκριμένες απαντήσεις ότι τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να οδηγήσουν σε συμπεριφορές εξάρτησης. Οι γυναίκες είναι εκείνες που θεωρούν περισσότερο (58%) ότι η χρήση κοινωνικών δικτύων από τα παιδιά βελτιώνει τις δεξιότητές τους. Ένα ακόμα συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα είναι το γεγονός ότι τα παιδιά δεν στρέφονται στους γονείς τους για βοήθεια αν προκύψει οποιοδήποτε πρόβλημα στο διαδίκτυο, ένα ποσοστό γονιών της τάξης του 16% δηλώνει ότι δεν ξέρει αν το παιδί του προστατεύει τα προσωπικά του δεδομένα στο διαδίκτυο και ένα 7% δηλώνει ότι δεν ξέρει αν το παιδί του έχει πέσει θύμα διαδικτυακού εκφοβισμού».