Χωρίς φυτοπλαγκτόν, που αποτελεί τη βάση της τροφικής αλυσίδας, δεν υπάρχει η ζωή στη θάλασσα. Το παραπάνω επισημαίνει η επιστήμονας του ΕΛΚΕΘΕ Πόπη Πάγκου.
«Σε σχέση με την κλιματική αλλαγή, την αύξηση της θερμοκρασίας και τις επιπτώσεις που επιφέρει θα πρέπει να έχουμε ένα βάθος χρόνου των μελετών σε συγκεκριμένες παραμέτρους όπως και μοντέλα που προβλέπουν. Έχουμε βέβαια αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας συνολικά αλλά αυτό δεν είναι κάτι που άνθρωπος το καταλαβαίνει τόσο άμεσα γιατί η θερμοκρασία αυτή είναι περίπου 0.2 βαθμοί Κελσίου ανά δεκαετία σύμφωνα με τις μέχρι τώρα μελέτες.
Αυτό, έχει κάποιες επιπτώσεις στα οικοσυστήματα και έχει και μακροχρόνιες επιπτώσεις στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Έτσι οργανισμοί οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν πολύ “ευχάριστα” στο Αιγαίο επειδή προέρχονται από νοτιότερες θάλασσες -κάποια από αυτά είναι τα λεγόμενα ξενικά είδη- τώρα μπορούν», εξηγεί η ίδια.
Από το Σουέζ στο Αιγαίο
«Ο λαγοκέφαλος για παράδειγμα βλέπουμε να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά στο Αιγαίο και έτσι να βρίσκουν οι ψαράδες το είδος σε διάφορες περιοχές. Είναι ένα ψάρι που βρίσκαμε κάτω από τον Λίβανο, όπως και άλλα είδη που περνούν από την διώρυγα του Σουέζ, είδη που πια βρίσκουν την βέλτιστη για αυτά θερμοκρασία και μπορούν να εγκατασταθούν στο Αιγαίο», σχολίασε η ερευνήτρια που περιέγραψε και το πώς βιώνει στις… παραλίες κανείς τις αλλαγές.
«Αυτό που νιώθει ο άνθρωπος όταν μπαίνει στη θάλασσα είναι η αύξηση της θερμοκρασίας στο πάνω- πάνω τμήμα του νερού που είναι ένα με δύο μέτρα. Αυτό το διάστημα με τις πολλές ημέρες καύσωνα έχει ζεσταθεί περισσότερο το επιφανειακό στρώμα.
Στο αν θα συνεχίσει με τέτοια ταχύτητα η θέρμανση των θαλασσών συνολικά, παίζει ρόλο η βραχυχρόνια ανθρωπογενής ρύπανση στις θάλασσες. Τα αστικά λύματα και όσα πετάμε, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή αλλάζουν την σύνθεση σε θρεπτικά άλατα, την οξύνιση της θάλασσας», εξηγεί η κ. Πάγκου και τονίζει πως τα λύματα αυτά έχουν σαν επίπτωση σε όλο το τροφικό πλέγμα από τους μικρότερους οργανισμούς μέχρι τους μεγαλύτερους. Έτσι οι οργανισμοί, όπως είναι τα ψάρια, τα θηλαστικά κ.τ.λ, που μπορούν να μετακινηθούν, θα μετακινηθούν σε πιο βόρειες περιοχές όπου οι θερμοκρασίες δεν θα είναι τόσο υψηλές.
Η κ. Πάγκου προσέφερε ταυτόχρονα την δική της επιστημονική ανάγνωση και για την πρόσφατη εμφάνιση νεκρών ψαριών σε παραλίες της Χαλκιδικής αλλά και για νεκρά μύδια που εμφανίστηκαν σε παραλίες της Καβάλας. «Σε ό,τι αφορά τα νεκρά ψάρια το αίτιο είναι οι υψηλές θερμοκρασίες και διαφυγή οξυγόνου που επηρεάζει τα ψάρια. Όσο δε για τα νεκρά μύδια, η αρχική εκτίμηση είναι πως βρέθηκαν στις παραλίες από κάποια ανθρώπινη ενέργεια.
Τα μύδια δεν πεθαίνουν παρά από την εμφάνιση κάποιου ιχθυτοξικού φυτοπλαγκτού που μπορεί να κάνει bloom (σ.σ άνθιση) στο νερό. Αυτό θα είχε ανακοινωθεί από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Γίνονται ανά 15 ημέρες έλεγχοι και υπάρχει απόλυτη επιτήρηση για κάτι τέτοιο. Τα μύδια μάλιστα είναι συνήθως προσκολλημένα. Δεν έχω ακούσει να ξεβράζονται εκτός εάν υπάρχουν ρεύματα και ισχυροί άνεμοι. Κάτι τέτοιο δεν γνωρίζω για το τελευταίο διάστημα στην περιοχή», εξήγησε η ερευνήτρια του ΕΛΚΕΘΕ.
Τα φαινόμενα που “ξενίζουν”
Πέρα από τα ψάρια και τα θηλαστικά όμως μετακινούνται ή αυξάνονται και άλλα… ανεπιθύμητα φαινόμενα. «Σε σχέση με την «γλίτσα» που έχει γίνει γνωστή, το φυτοπλαγκτόν είναι μια ομάδα μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών που πλανώνται μέσα στο νερό. Δεν είναι κάτι που μας ήρθε ούτε από την θάλασσα του Μαρμαρά, ούτε από κάπου αλλού. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει η ζωή στη θάλασσα είναι η βάση της τροφικής αλυσίδας. Τέτοια φαινόμενα παραγωγής βλέννας είναι φυσικά, επακόλουθο της ανάπτυξης των πληθυσμών κάποιων ειδών που την παράγουν», εξηγεί η κ.Πάγκου.
Η επιστήμονας προσθέτει πως αφροί και η βλέννα που υπάρχουν στις ακτές της Βόρειας Ευρώπης όπως π.χ της Ολλανδίας είναι ένα φαινόμενο που παρατηρούμε κάθε χρόνο την άνοιξη «όταν ανθίζουν (σ.σ αυξάνονται έντονα) τα συγκεκριμένα είδη». Είναι φαίνομενα αυτά που υπάρχουν εδώ και δεκαετίες, και λαμβάνουν χώρα ίσως πιο συχνά τα τελευταία χρόνια με μεγαλύτερη διάρκεια και έκταση εξαιτίας και της κλιματικής αλλαγής.
«Φέτος το μεγάλο π.χ διάστημα άπνοιας από τον Απρίλιο και μετά είχαμε αυτή τη βλέννη, την συσσώρευση δηλαδή του φυτοπλαγκτού αυτού. Αυτό έγινε πολύ έντονα στην Θάλασσα του Μαρμαρά -μια κλειστή θάλασσα- όπου πέφτουν ανεπεξέργαστα αστικά, γεωργικά λύματα και σε μικρότερη έκταση στο Βόρειο Αιγαίο και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας», σημειώνει η επιστήμονας.
Ένας θηρευτής που… λείπει από την αλυσίδα
Η πιο έντονη παρουσία της βλέννης που προκαλεί το φυτοπλαγκόν, αυτή δεν είναι τόσο αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής όσο αποτέλεσμα των θρεπτικών αλάτων, των αλάτων φωσφόρου και αζώτου που πέφτουν στην θάλασσα από ανθρωπογενείς δραστηριότητες όπως είναι τα λύματα: αν δεν είχε να “φάει” το φυτοπλαγκτόν δεν θα αυξανόταν.
«Σε ό,τι αφορά τις μέδουσες -που είναι επίσης ζωοπλαγκτόν που πλανάται με τα νερά, απλά σε μεγαλύτερο μέγεθος- εδώ και 30 χρόνια κατά διαστήματα έχουμε μια αύξηση, ένα bloom, όπως το λέμε οι επιστήμονες, των πληθυσμών της τσούχτρας σε διάφορες περιοχές. Όταν αυξάνεται, με τους τρόπους που εξηγήθηκε, το μικρότερο ζωοπλαγκτόν, αυξάνεται και ο πληθυσμός των μεδουσών.
Οι θαλάσσιες χελώνες τρώνε μέδουσες, είναι θηρευτές τους: ας προσέχουμε τις θαλάσσιες χελώνες. Συνήθως έχουμε μεγάλη αύξηση κάποιων πληθυσμών όταν βγάζουμε από την εξίσωση τους θηρευτές τους. Καθώς μελετούμε και την ρύπανση της θάλασσας από πλαστικά, πολύ συχνά συναντούμε θαλάσσιες χελώνες που έχουν καταπιεί σακούλες καθώς μερικές φορές μπερδεύονται από τις σακούλες αφού νομίζουν πως είναι μέδουσες», εξηγεί η κ. Πάγκου και υπογραμμίζει πως το συνολικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε συνεπώς είναι πολυσύνθετο.
«Είναι και βραχυχρόνιο αλλά και μακροχρόνιο αφού συνδέεται με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Έτσι για παράδειγμα με το λόκνταουν είναι, σε περιβαλλοντικό επίπεδο, σημαντικό πως έχουμε αύξηση στα πλαστικά απορρίματα όπως τα πλαστικά γάντια, τις μάσκες όλα τα μιας χρήσεως απορρίματα – τα όποια όλα καταλήγουν στην θάλασσα», αναφέρει.
Τι μπορεί και τι πρέπει να γίνει; Να δράσουμε στην ξηρά, αφού μετά θα είναι αργά. «Ο κόσμος πρέπει να θυμάται, να παρατηρεί την φύση. Σε ό,τι αφορά τα απορρίμματα και την συλλογή, την διαχείριση, την ανακύκλωση τους, αυτή πρέπει να γίνει από όλους μας μας εδώ, στη γη: όταν φτάσουμε πια να έχουμε το πρόβλημα στη θάλασσα είναι πλέον δύσκολο να δώσουμε λύσεις άμεσα. Τότε πια έχουμε να κάνουμε με ένα τεράστιο, πολυπλοκότατο ζήτημα το οποίο δεν μπορούμε άμεσα να ελέγξουμε…» καταλήγει η ειδικευμένη επιστήμονας.