Τι σχέση έχουν τα εισβολικά είδη της οικογένειας Myllidae με την κουτσομούρα και το μπαρμπούνι;
Αυτό προσπαθούν να εξερευνήσουν ερευνητές από το Εργαστήριο Θαλάσσιας Βιολογίας και Βιολογίας Ιχθύων στο Τμήμα Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης που αξιοποίησαν το ερευνητικό σκάφος του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών ΦΙΛΙΑ.
Αναλυτικά, στο πλαίσιο της δράσης “LeFish” που χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα RePhil, το ΦΙΛΙΑ αξιοποιήθηκε για τη συλλογή δειγμάτων ψαριών με τη χρήση πειραματικής τράτας βυθού. Στόχος των ερευνητικών πλοών της δράσης ήταν η συλλογή εισβολικών ειδών της οικογένειας Mullidae και η σύγκρισή τους με τα αυτόχθονα είδη της ίδιας οικογένειας, όπως η κουτσομούρα και το μπαρμπούνι.
Οι νέοι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Κρήτης που συμμετείχαν στις δειγματοληψίες του “LeFish” είχαν την ευκαιρία να συνεργαστούν με καταρτισμένο ερευνητικό προσωπικό του ΕΛΚΕΘΕ και να αποκτήσουν εμπειρία στην αναγνώριση και επεξεργασία των διαφορετικών ειδών ψαριών επί του ερευνητικού σκάφους.
Από τις δειγματοληψίες, συλλέχθηκαν, σε ικανοποιητικούς για ανάλυση αριθμούς, δυο είδη της οικογένειας Mullidae, το αυτόχθονο είδος Mullus barbatus (κουτσομούρα) και το ξενικό είδος Upeneus pori.
Στο πλαίσιο του “LeFish” θα διερευνηθεί, για πρώτη φορά, η χρησιμοποίηση (α) του βαθμού ασυμμετρίας των ωτολίθων και (β) της ύπαρξης και συχνότητας σκελετικών δυσπλασιών, ως δεικτών προσαρμογής των ξενικών ειδών (όπως το Upeneus pori) στα νέα (ξένα) περιβάλλοντα.
Στο Εργαστήριο, πραγματοποιήθηκε ατομική φωτογράφιση των ψαριών και εξέταση πιθανών αλλοιώσεων στην εξωτερική τους μορφολογία. Στη συνέχεια, εξετάστηκε ο σκελετός των ψαριών με ακτινογραφική απεικόνιση (X-rays). Ακολούθησε εξαγωγή και φωτογράφιση του ζεύγους των ωτολίθων (μικρών οστέινων δομών στο κεφάλι των ψαριών) και λήφθηκε το περίγραμμα τους, ώστε να υπολογιστούν κατάλληλοι μορφολογικοί χαρακτήρες μεγέθους και σχήματος.
Από το σύνολο των μορφολογικών αυτών χαρακτήρων, θα εκτιμηθεί ο βαθμός ασυμμετρίας των ωτολίθων, που είναι δείκτης αναπτυξιακού στρες.
Οι συγκρίσεις μεταξύ του αυτόχθονου και του εισβολικού είδους θα εμπλουτίσουν τις γνώσεις μας σχετικά με το βαθμό προσαρμογής νέων εισβολικών ειδών και τις πιθανότητες επιτυχούς εγκατάστασής και αύξησης των πληθυσμών τους στα νέα περιβάλλοντα.