Οι έφηβοι που κοιμούνται νωρίς και περισσότερο από τους συνομηλίκους τους είναι πιο οξυδερκείς και έχουν υψηλότερες επιδόσεις σε γνωστικά τεστ, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Μια μελέτη σε περισσότερους από 3.000 εφήβους έδειξε ότι εκείνοι που πήγαιναν νωρίς για ύπνο, κοιμόντουσαν περισσότερο και είχαν τους χαμηλότερους καρδιακούς παλμούς κατά τη διάρκεια του ύπνου, είχαν καλύτερες επιδόσεις από τους άλλους στην ανάγνωση, στο λεξιλόγιο, στην επίλυση προβλημάτων και σε άλλα γνωστικά τεστ.
Οι επιστήμονες ανέμεναν ότι όσοι ακολουθούν υγιεινές συνήθειες ύπνου θα αποδίδουν καλύτερα σε σύγκριση με εκείνους που κοιμούνται ελάχιστα. Ωστόσο, τους εξέπληξε το γεγονός ότι ακόμη και μικρές διαφοροποιήσεις στον ύπνο έκαναν αισθητή διαφορά.
«Πιστεύουμε ότι ο ύπνος είναι o βασικός παράγοντας που ενισχύει τις γνωστικές ικανότητες, εν μέρει επειδή κατά τη διάρκειά του παγιώνουμε τις αναμνήσεις μας», δήλωσε η Μπάρμπαρα Σαχακιάν, καθηγήτρια κλινικής νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στη Βρετανία.
Ο καλός ύπνος συνδέεται εδώ και καιρό με βελτιωμένη πνευματική απόδοση, ωστόσο οι επιστήμονες συνεχίζουν να διερευνούν πώς επηρεάζει την εφηβεία, όταν η κρίσιμη ανάπτυξη του εγκεφάλου συμπίπτει με τη μείωση των ωρών ύπνου.
Τι έδειξε η μελέτη
Η ομάδα της Σαχακιάν, σε συνεργασία με ερευνητές του Πανεπιστημίου Fudan στη Σανγκάη, ανέλυσε δεδομένα από 3.222 νέους στο πλαίσιο της μελέτης “Adolescent Brain Cognitive Development” — της μεγαλύτερης μακροχρόνιας μελέτης για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και την παιδική υγεία στις ΗΠΑ. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εγκεφαλικές απεικονίσεις, γνωστικά τεστ και φορούσαν ειδικά βραχιολάκια ύπνου (Fitbits) για την παρακολούθηση των συνηθειών τους. Η μελέτη έδειξε ότι ακόμα και οι έφηβοι με τις καλύτερες συνήθειες ύπνου κοιμούνται λιγότερο από το συνιστώμενο. Η Αμερικανική Ακαδημία Ιατρικής Ύπνου προτείνει 8 έως 10 ώρες ύπνου για τους εφήβους ηλικίας 13-18 ετών.
Οι έφηβοι χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: η πρώτη (39%) πήγαινε για ύπνο αργά και ξυπνούσε νωρίς και κοιμόταν κατά μέσο όρο 7 ώρες και 10 λεπτά. Η δεύτερη ομάδα (24%) κοιμόταν 7 ώρες και 21 λεπτά. Η τρίτη ομάδα (37%) πήγαινε για ύπνο νωρίς, κοιμόταν περισσότερο και είχε τους χαμηλότερους παλμούς κατά τη διάρκεια του ύπνου, με μέση διάρκεια ύπνου 7 ώρες και 25 λεπτά.
Παρόλο που δεν υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές στις σχολικές επιδόσεις, η τρίτη ομάδα σημείωσε τα υψηλότερα σκορ στα γνωστικά τεστ, ακολουθούμενη από τη δεύτερη, ενώ η πρώτη ομάδα είχε τις χαμηλότερες επιδόσεις. Οι εγκεφαλικές απεικονίσεις έδειξαν ότι τα άτομα της τρίτης ομάδας είχαν τον μεγαλύτερο όγκο εγκεφάλου και τις καλύτερες εγκεφαλικές λειτουργίες.
Η Σαχακιάν χαρακτήρισε «εκπληκτική» την επίδραση τόσο μικρών διαφορών στον ύπνο, προσθέτοντας: «Αυτό δείχνει ότι οι μικρές αποκλίσεις στις ώρες ύπνου συσσωρεύονται με την πάροδο του χρόνου και έχουν μεγάλο αντίκτυπο».
Για τους εφήβους που θέλουν να βελτιώσουν τον ύπνο τους και να ενισχύσουν τις πνευματικές τους ικανότητες, η ερευνήτρια συνιστά τακτική σωματική άσκηση και αποφυγή χρήσης κινητών τηλεφώνων ή υπολογιστών αργά το βράδυ.
Ο Κόλιν Έσπι, καθηγητής ιατρικής του ύπνου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε: «Ένα από τα αποτελέσματα του εξελιγμένου ανθρώπινου εγκεφάλου, που μπορεί να φέρει εις πέρας σύνθετα καθήκοντα, είναι ότι εξαρτάται ιδιαίτερα από τον ύπνο, ειδικά κατά τα χρόνια της ανάπτυξης».
Πρόσθεσε ακόμη πως η κοινωνία θα ωφελούνταν αν δινόταν μεγαλύτερη βαρύτητα στη σημασία του ύπνου. Ένας πρακτικός τρόπος για να επιτευχθεί αυτό θα ήταν η ενίσχυση της εκπαίδευσης για την υγιεινή του ύπνου μέσα από τα προγράμματα προσωπικής και κοινωνικής αγωγής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell Reports.
Πηγή: ertnews.gr