Ο αποχαιρετισμός του Γ. Γραμματικάκη στον Γιάννη Σειραδάκη
Ο κ. Γραμματικάκης λέει ένα ξεχωριστό “αντίο” στον φίλο και συνάδελφό του Γιάννη Σειραδάκη που είναι πια κοντά στα αστέρια

“Ένας εκφραστής της παράλληλης Ελλάδας”, είναι ο τίτλος που επέλεξε να δώσει στον αστροφυσικό, Γιάννη Σειραδάκη, ο ομότιμος καθηγητής, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Γιώργος Γραμματικάκης.

Το δικό του “αντίο” στο συνάδελφό του είναι ξεχωριστό και έχει ως εξής:

“Ο Γιάννης Σειραδάκης ταξιδεύει ήδη προς τον κόσμο των αστεριών, που τόσο αγάπησε. Οι φίλοι και οι μαθητές του, εδώ  στην Γη, νοσταλγούμε ήδη τα μοναδικά του χαρίσματα. Εκείνα  που  τον έκαναν να ξεχωρίσει στην Επιστήμη, την Διδασκαλία, τον κοινωνικό μας περίγυρο.

Ο Γιάννης υπήρξε πράγματι μια σπάνια περίπτωση. Κάθε φορά, που τύχαινε να συνεργαστούμε, διδασκόμουνα από την σεμνότητα, αλλά και τις απέραντες γνώσεις του. Τα στοιχεία όμως αυτά της προσωπικότητας του, ανέδειξε, στον ύψιστο βαθμό, όταν τον κάλεσα για μια ομιλία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον Ιούνιο του 2016.

Είχα  τότε αρχίσει μια προσπάθεια, ως Ευρωβουλευτής, να δείξω στον κόσμο της Ευρώπης, ότι η Ελλάδα, η πατρίδα μας, δεν ήταν μόνον η χώρα των μνημονίων και των διαρκών αξιολογήσεων. Αλλά ότι εξακολουθούσε να διαθέτει, δυνάμεις  λαμπρές  και πολύτιμες, στην Επιστήμη, την Παιδεία, τον Πολιτισμό.

Η ομιλία του Γιάννη είχε ως θέμα της τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων, τον πρώτο «υπολογιστή»  της ανθρωπότητας. Αποτελούσε την τελευταία ενασχόληση του Γιάννη, και όπως πάντα, την αντιμετώπιζε με ευσυνειδησία και πάθος. Η αίθουσα του Κοινοβουλίου είχε γεμίσει ασφυκτικά, υπήρχαν και πολλοί όρθιοι.

Ο Γιάννης μάγεψε το κοινό, και για πολλές μέρες μετά, ο μηχανισμός  των Αντικυθήρων ήταν κύριο θέμα συζήτησης  στις Βρυξέλλες. Με την ομιλία του τότε, στο δύσκολο περιβάλλον του Κοινοβουλίου, ο Γιάννης απέδειξε, ακόμα μια φορά, ότι ήταν ένας ιδεώδης εκφραστής  της «παράλληλης Ελλάδας» -άρεσε  και στον ίδιο, αυτός ο χαρακτηρισμός. Έτσι συνήθισα  να  αποκαλώ, από παλιά, την Ελλάδα της δημιουργίας και του ήθους.

Πολλές σελίδες θα μπορούσαν να γραφούν για την παρουσία του Γιάννη, την ακούραστη, σε σχολεία και σε Πανεπιστήμια, σε Συλλόγους και σε φίλους της  αστρονομίας. Μόνον όμως οι δικοί του άνθρωποι  γνώριζαν   μια άλλη του ιδιοσυστασία: Την αγάπη του, που αποκτούσε μεταφυσικές διαστάσεις, για κάποιους  τόπους  με ψηλά βουνά και άγρια φαράγγια, εκεί, στην Νοτιοδυτική Κρήτη.

Σε αυτούς τους τόπους, τους μυθικούς, έδρασαν την διάρκεια της Κατοχής  και αγαπήθηκαν η μητέρα του, Αγγλίδα  αρχαιολόγος, και ο πατέρας του, ένας λεβέντης Κρητικός, ριζωμένος στα  χώματα της Νήσου.

Τα τελευταία χρόνια, η τύχη με ευνόησε: Ανάμεσα σε ηλιακές εκλείψεις και μαθήματα αστρονομίας, παρουσιάσεις  του Μηχανισμού των Αντικυθήρων και επιστημονικά Συνέδρια, ο Γιάννης προσπαθούσε να ξεκλέψει λίγες μέρες, για να κατέβουμε μαζί στην Νότια Κρήτη. Μου έστελνε τις βολικές ημερομηνίες, αρχίζαμε τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις, αλλά στο τέλος, κάποιες μέρες του Αυγούστου, τον συναντούσα  στο  αεροδρόμιο των Χανίων και κατευθυνόμαστε προς  Νότο. Εκεί, στην παραλιακή Σούγια και στο μαγικό θαλάσσιο της περιβάλλον, μια   πανεπιστημιακή παρέα, συνήθιζε   από  παληά να  περνά    τις καλοκαιρινές της διακοπές.

Ο Γιάννης έδειχνε σαν να μην είχε ποτέ φύγει από τα  τοπία  των παιδικών του χρόνων. Μιλούσε ασταμάτητα για ανθρώπους  της περιοχής και τα κατορθώματα τους, για την Αγία μητέρα του και τον γενναίο  του πατέρα, για τις πέτρες που  έλαμπαν στον ήλιο και τις ανάσες της θάλασσας. Στην  Σούγια, αλλά και στα κοντινά χωριά της, τον Λιβαδά, το Κουστογέρακο, την Μονή,  που είχαν μαρτυρήσει στην Γερμανική κατοχή, ο «Τζόνυ» -έτσι  τον αποκαλούσαν- γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό

. Όλοι  τον ήξεραν και όλοι ήθελαν να τον κεράσουν. Τώρα, που η μελαγχολία της απώλειας του μας κατέχει, σκέφτομαι ότι ο Γιάννης ήταν ένα αδιανόητο, αλλά αγαθοεργό φαινόμενο του Σύμπαντος. Διότι ένωνε, με άνεση και καλοσύνη, τις εσχατιές  του Σύμπαντος, με τους μικρόκοσμους της ζωής, το μεγαλείο της επιστήμης με τα  ροζιασμένα χέρια και τις ρυτίδες των ανθρώπων.”