Το φιλικό περιβάλλον, οι όμορφες συνθήκες ζωής αποτελούν τα συν για να έρθει ένας ερευνητής από το εξωτερικό να εργαστεί στην Ελλάδα. Στα αρνητικά συγκαταλέγονται, κυρίως, οι χαμηλές αποδοχές και η γραφειοκρατία.
Τα παραπάνω αναφέρουν στην «Π» ερευνητές από το εξωτερικό που έχουν επιλέξει να ενταχθούν στο δυναμικό του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών και του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας στην Κρήτη.
Από το 1988 και το τότε Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης ( ΙΘΑΒΙΚ) βρίσκεται στην Κρήτη ο Βρετανός ερευνητής, Δρ. Chris Smith, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων.
Ο επιστήμονας που έχει αφιερώσει 30 χρόνια της ζωής του στην Κρήτη είναι και εκείνος που έφερε στην Ελλάδα το πρώτο υποβρύχιο ρομπότ. Όταν βρισκόταν στη Σκωτία, είχε διευθυντή τον Τάσο Ελευθερίου, ο οποίος και τον έφερε στην Κρήτη. Η σύζυγός του είναι Ελληνίδα και έχει εναρμονιστεί με τον εδώ τρόπο ζωής, αν και δυσκολεύτηκε να μάθει τη γλώσσα.
Ήταν από τους πρωτεργάτες του ΕΛΚΕΘΕ, βοήθησε να στηθεί το κέντρο που σήμερα παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη θαλάσσια έρευνα. Το όλο εγχείρημα ήταν μία πρόκληση για εκείνον. Τον βοήθησαν πολύ οι συνεργάτες που είχε στο πλευρό του ενώ δεν κρύβει ότι ταλαιπωρείται από τη γραφειοκρατία. Ομολογεί, ακόμα, ότι είναι δύσκολο για έναν ξένο ερευνητή να έρθει να εργαστεί στην Ελλάδα. Υπάρχουν περιορισμοί, όσο αφορά στα πτυχία Πανεπιστημίων που αναγνωρίζονται αλλά και στη γλώσσα.
Τα τελευταία χρόνια, ο νόμος είναι πιο αυστηρός και υπάρχουν περιορισμοί στην προσέλκυση ξένων επιστημόνων. Ακόμα, οι αποδοχές δεν είναι ικανοποιητικές, ιδιαίτερα αν δεν έχεις θέση ερευνητή. Θετικό βήμα αποτελούν τα προγράμματα Marie Curie που φέρνουν ερευνητές από το εξωτερικό σε ελληνικά Ιδρύματα. Ο ίδιος, όπως τονίζει, μένει στην Κρήτη γιατί αγαπά πολύ αυτό που κάνει. Εξάλλου, όλοι στο ΕΛΚΕΘΕ τον θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι του Κέντρου.
Από το 2000, με μία διακοπή έξι ετών, λόγω της κρίσης, ο ερευνητής του Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ, Δρ. Andrew Clive Banks, από τη Μεγάλη Βρετανία, ειδικός στην τηλεπισκόπηση (δορυφορική ωκεανογραφία), επέλεξε να πραγματοποιήσει την έρευνά του στην Κρήτη, αν και στη χώρα μας ο τομέας του δεν είναι τόσο εξελιγμένος. Καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του έπαιξε η τότε σύντροφός του, τώρα γυναίκα του, η οποία είναι από το Ηράκλειο. Πρώτα ήρθαν στην Κρήτη για λίγους μήνες απόλαυσαν τη θάλασσα, μετά εντάχτηκε στο δυναμικό του ΙΘΑΒΒΥΚ. Απέρριψε, μάλιστα, πρόταση από τη NASA για να βρίσκεται στην Κρήτη!
Το 2012, όμως, όταν η κρίση χτύπησε για τα καλά την πόρτα της Ελλάδας, επέλεξαν οικογενειακώς, με τα τρία τους παιδιά, να φύγουν πρώτα στην Ιταλία και μετά στο Λονδίνο. Αφού υπηρέτησε από διάφορες θέσεις την επιστήμη του, μεταξύ άλλων και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προτίμησε να επιστρέψει στο Ηράκλειο και να προσφέρει, όπως λέει στην “Π”, στην Ελλάδα όσα έμαθε εκτός συνόρων αλλά και για να έχει έναν καλύτερο επίπεδο ζωής. “Η επιστημονική περιοχή μου δεν είναι πολύ αναπτυγμένη στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό επέκτεινα τις γνώσεις μου και μετά από έξι χρόνια εκτός, επέστρεψα για το καλό της Ελλάδας”, αναφέρει.
Πριν από τέσσερα χρόνια ήρθε στο ΕΛΚΕΘΕ η Δρ. Maria Chiara Cascarano, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών, από τη Νότια Ιταλία. Συμμετείχε σε ένα πρόγραμμα, γνώριζε ότι το ΕΛΚΕΘΕ είναι ένα μεγάλο ερευνητικό κέντρο με σημαντική συμβολή στη θαλάσσια βιολογία, έτσι, όταν άνοιξε μία θέση, της προσφέρθηκε και ήρθε. Όπως λέει, τα Πανεπιστήμια και ερευνητικά Ιδρύματα στη Μεσόγειο, την Ιταλία, την Ισπανία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και τη Ν. Γαλλία, συνεργάζονται σε μελέτες που αφορούν στη θαλάσσια έρευνα.
Σύμφωνα με την ίδια, στο ΕΛΚΕΘΕ και την Κρήτη, το περιβάλλον είναι πολύ καλό, οι άνθρωποι είναι πολύ φιλικοί και άνοιξαν την αγκαλιά τους για να την υποδεχτούν. Τα χρήματα, ωστόσο, δεν είναι κίνητρο για να εργαστεί κανείς στην έρευνα στην Ελλάδα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να έχει κανείς πάθος για τη δουλειά του, για την επιστήμη και να μην αναζητά τόσο τις υψηλές αποδοχές. Η γραφειοκρατία είναι ένα «αγκάθι», ενώ υπάρχουν δυσκολίες στην αναγνώριση των τίτλων σπουδών και στη γλώσσα. Πέρα από τα όποια προβλήματα, το ενδεχόμενο να παραμείνει στην Ελλάδα, είναι, όπως λέει, ένα καλό σενάριο για τη ζωή της.
Πέρασε από το Cambridge, από ερευνητικά Ιδρύματα σε Παρίσι, Ρώμη και Άμστερνταμ αλλά αποφάσισε να συνεχίσει την πορεία του στο Ηράκλειο και στο Ινστιτούτο Ηλεκτρονικής Δομής και Λέιζερ του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ). Ο λόγος για τον Γερμανό επιστήμονα, Δρ. Wolf von Klitzing, στην απόφαση του οποίου καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι υψηλές προδιαγραφές έρευνας που παρέχει το ΙΤΕ, αλλά και το γεγονός ότι η σύζυγός του, η οποία είναι ιστορικός, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο.
Η ελλιπής χρηματοδότηση αποτελεί για τον ίδιο το μεγαλύτερο “αγκάθι” της έρευνας στη χώρα μας. Σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως τη Γερμανία και τη Γαλλία, οι επιστήμονες έχουν στη διάθεσή τους περισσότερα κρατικά κονδύλια, ενώ ενδεικτικά στο εργαστήριό του το 80-85% των κονδυλίων έρευνας που χειρίζονται είναι από την Ε.Ε., από ανταγωνιστικά προγράμματα που καλούνται να διεκδικήσουν και να αποδείξουν ότι τα αξίζουν.
Αναφέρει επίσης ότι πολλοί αξιόλογοι φοιτητές προτιμούν να συνεχίσουν την καριέρα τους στο εξωτερικό, κάτι που σημαίνει υπάρχει δυσκολία στην εξεύρεση νέων επιστημόνων για να στελεχώσουν τα εργαστήριά τους.
Επισημαίνει όμως ότι υπάρχουν σημαντικά κίνητρα για κάποιον να εργαστεί στην χώρα μας, και κυρίως στο ΙΤΕ που είναι ένα διεθνές Ερευνητικό Ίδρυμα διεθνούς κύρους, τονίζοντας ότι ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματά του είναι η άριστη συνεργασία μεταξύ των ερευνητών όλων των Ινστιτούτων του.
Παράλληλα, ως πατέρας, αναφέρει πως η χώρα μας, ιδιαίτερα η Κρήτη, παρέχει ένα ιδανικό περιβάλλον για να ζήσει κανείς, έχει ήλιο, θάλασσα, καλό φαγητό και εξαιρετικούς ανθρώπους.
Τα κίνητρα
Η ζωή που προσφέρει η Κρήτη αλλά και το κύρος του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, σε παγκόσμιο επίπεδο, ήταν ορισμένα από τα κίνητρα που έκαναν τον ερευνητή του Ινστιτούτου Αστροφυσικής του ΙΤΕ, Δρ. Pablo Reig, να μείνει στο Ηράκλειο.
Είναι από την Ισπανία, εκεί ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα στην επιστήμη, πέρασε και από την Αγγλία ενώ στο ΙΤΕ ήρθε πρώτη φορά το 1998, λόγω της συμμετοχής του σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα.
Έφυγε από την Κρήτη το διάστημα από το 2002 ως το 2004, όπου επέστρεψε για λίγο στη Βαλένθια, ενώ τώρα έχει τη θέση του ερευνητή Α΄ στο Ίδρυμα. Ρόλο, βέβαια, στην απόφασή του έπαιξε και το γεγονός ότι η σύζυγός του είναι από την Κρήτη.
Ο ίδιος θεωρεί πως δεν είναι δύσκολες οι συνθήκες εργασίες για έναν ερευνητή στην Ελλάδα, σίγουρα ο μισθός είναι χαμηλότερος από χώρες, όπως είναι οι Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία και Ισπανία αλλά υψηλότερος από ό,τι στη Βουλγαρία, για παράδειγμα.
Αρχικά, ήθελε να μείνει στην Κρήτη μονάχα για δύο χρόνια, είχε κουραστεί, όπως λέει, από τον καιρό της Αγγλίας. Είχε, όμως, πρόταση να μείνει εδώ και τη δέχτηκε, είχε την ευκαιρία να ταξιδεύει, να συνεργάζεται με άλλα ινστιτούτα που συμμετείχαν στα προγράμματα. Ακόμα, του άρεσε ο τρόπος ζωής που απολάμβανε στην Κρήτη ενώ, όπως τονίζει, το ΙΤΕ είναι ένα Ίδρυμα γνωστό σε όλη την Ευρώπη. Ως αρνητικά σημεία, αναφέρει την ελλιπή χρηματοδότηση αλλά και τη γραφειοκρατία, παρόλα αυτά, το ΙΤΕ προσφέρει ιδανικές συνθήκες εργασίας.
Από τη Βουλγαρία στο Ρέθυμνο
Στο Ρέθυμνο έχει ρίξει άγκυρα τα τελευταία χρόνια η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του ΙΤΕ, Δρ. Yuliana Boycheva, από τη Βουλγαρία. Πρώτη φορά ήρθε στην Ελλάδα το 2003 για μεταδιδακτορικές σπουδές στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ενώ από το 2012 συνέχισε την επιστημονική της δραστηριότητα στην Κρήτη, στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών.
Όπως αναφέρει, το ΙΜΣ παρέχει εξαιρετικές δυνατότητες για διεπιστημονική συνεργασία μεταξύ ιστορικών τέχνης, ιστορικών, αρχαιολόγων και ερευνητών του εργαστηρίου Γεωφυσικής – Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος με αξιοποίηση των πιο προηγμένων εφαρμογών στις νέες τεχνολογίες.
Ταυτόχρονα, το ΙΤΕ προσφέρει την δυνατότητα συνεργασίας μεταξύ των ερευνητών των ανθρωπιστικών επιστημών με τους συναδέλφους τους στο Κέντρο Πολιτισμικής Πληροφορικής του Ινστιτούτου Πληροφορικής και του Ινστιτούτου Ηλεκτρονικής Δομής και Λέιζερ στο Ηράκλειο
Η ίδια έχει λάβει χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC) για το πρόγραμμα RICONTRANS που αφορά στην πολύπλευρη σχέση της Ρωσίας με τα Βαλκάνια και ευρύτερα την Ανατολική Μεσόγειο, μέσα από τη μελέτη της διάδοσης και της υποδοχής των αντικειμένων ρωσικής θρησκευτικής τέχνης.
Όπως αναφέρει, η Ελλάδα διεκδικεί πάντα με αξιώσεις ευρωπαϊκά κονδύλια, ιδιαίτερα το ΙΤΕ, που προσφέρει ένα σημαντικό πλαίσιο υποστήριξης στους ερευνητές του. H Δρ. Boycheva, ερχόμενη από χώρα του εξωτερικού, βρήκε στο Ρέθυμνο την θεσμική και επιστημονική υποστήριξη από το ΙΜΣ και τους συναδέλφους της για να ξεδιπλώσει τις πρωτοποριακές ερευνητικές της δραστηριότητες.