το επιστημονικό περιοδικό «Nature Ecology & Evolution

Ανισότητες παρατηρούνται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης σε επιστημονικά περιοδικά.

Αναλυτικά, οι συγγραφείς σε επιστημονικά περιοδικά που προέρχονται από ιστορικά αποκλεισμένες ομάδες πληθυσμού αντιμετωπίζουν χειρότερη αξιολόγηση από τους κριτές (peer-review), διαπιστώνει έρευνα του Κρατικού Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Nature Ecology & Evolution».

Παρά τις διαρκώς αυξανόμενες εκκλήσεις για μεγαλύτερη πολυμορφία, ισότητα και συμπερίληψη στην επιστήμη, η βιβλιογραφία που έχει αξιολογηθεί από κριτές εξακολουθεί να κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από μια χούφτα ομάδων, όπως οι άνδρες συγγραφείς από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Την ίδια ώρα, σημειώνεται ότι τα περιοδικά δεν κάνουν πολλά για να εξασφαλίσουν μια δίκαιη διαδικασία αξιολόγησης.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από περισσότερα από 300.000 χειρόγραφα σχετικά με την επιστήμη της Βιολογίας για να δουν κατά πόσο τα δημογραφικά στοιχεία των συγγραφέων έπαιζαν ρόλο, όταν επρόκειτο να αποφασιστεί εάν η έρευνα άξιζε να δημοσιευτεί. Εντόπισαν χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής για συγγραφείς που ήταν συνδεδεμένοι με ιδρύματα στην Ασία, συγγραφείς των οποίων η κύρια γλώσσα δεν ήταν τα αγγλικά και συγγραφείς από χώρες με σχετικά χαμηλά ποσοστά κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης. Το φύλο των συγγραφέων συνδέθηκε επίσης με χειρότερα αποτελέσματα αξιολόγησης.

Στην έρευνα, με επικεφαλής τη μεταδιδακτορική συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου, Ολίβια Σμιθ, αναζητήθηκαν λύσεις για τη μείωση της προκατάληψης και βρέθηκαν λίγες σχετικές μελέτες για το πώς δεδομένα, όπως η πολυμορφία των κριτών και των συντακτικών επιτροπών και η διπλά τυφλή κριτική, όπου οι συγγραφείς και οι κριτές παραμένουν ανώνυμοι μεταξύ τους καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης, επηρεάζουν τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων.

Επίσης, οι συγγραφείς εξέτασαν τις πολιτικές που εφαρμόζουν τα επιστημονικά περιοδικά για τη διαδικασία της αξιολόγησης και εντόπισαν ότι τα περιοδικά δεν κάνουν πολλά για να μετριάσουν τις πιθανές προκαταλήψεις. Λιγότερο από το 16% των περιοδικών για την οικολογία και την εξελικτική βιολογία χρησιμοποιούσαν το μοντέλο της διπλά τυφλής αξιολόγησης. Επιπλέον, μόνο το 2% είχαν κατευθυντήριες γραμμές για τους κριτές που ανέφεραν ρητά ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης.

Οι ερευνητές εντόπισαν επιπλέον τις τοποθεσίες των περιοδικών και των αρχισυντακτών τους και βρήκαν ότι συγκεντρώνονται σε λίγα μόνο μέρη του κόσμου, που είναι τα ίδια με τα καλύτερα αποτελέσματα κατά τις αξιολογήσεις.

Πάντως, οι ερευνητές αναγνωρίζουν τους περιορισμούς της μελέτης τους, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι είναι δύσκολο να πει κανείς εάν ένα χειρόγραφο απορρίπτεται λόγω μεροληψίας ή επειδή δεν πληρούσε τα πρότυπα των περιοδικών. Αναφέρουν, ωστόσο, ότι είτε πρόκειται για πραγματική μεροληψία είτε για άλλους παράγοντες, η έρευνα δείχνει ξεκάθαρα ότι σε εκατοντάδες χιλιάδες χειρόγραφα τα δημογραφικά στοιχεία του συγγραφέα αποτελούν ισχυρό προγνωστικό δείκτη επιτυχίας στην αξιολόγηση και ότι το σύστημα πρέπει να αλλάξει.