ο καθηγητής  Μικροβιολογίας των Πανεπιστημίων Κρήτης και Exeter και ερευνητής του ΙΜΒΒ-ΙΤΕ, Δρ. Παναγιώτης Σαρρής

Η  χρήση ορού-αίματος από ασθενείς που έχουν αναρρώσει θα μπορούσε να αποτελέσει μια άμεση προσέγγιση για την βραχυπρόθεσμη πρόληψη/θεραπεία της νόσου COVID-19, εξουδετερώνοντας τον SARS-CoV2 στο σώμα των μολυσμένων ατόμων. Το παραπάνω υποστηρίζει ο καθηγητής  Μικροβιολογίας των Πανεπιστημίων Κρήτης και Exeter και ερευνητής του ΙΜΒΒ-ΙΤΕ, Δρ. Παναγιώτης Σαρρής.

«Πηγή των αντισωμάτων είναι ο ορός-αίματος ατόμων που έχουν ανακάμψει από COVID-19 ή ακόμα και παρασκευάσματα που παράγονται από ζωικούς ξενιστές που έχουν ανοσοποιηθεί για τον SARS-CoV2.

Προς το παρόν όμως η μόνη πηγή τέτοιων αντισωμάτων, που είναι άμεσα διαθέσιμα, είναι αυτά που βρίσκονται στον ορό των ατόμων που έχουν αναρρώσει. Καθώς όλο και περισσότερα άτομα θα αναρρώνουν από τον COVID-19, ο αριθμός των χορηγών τέτοιων αντισωμάτων θα αυξάνεται συνεχώς», λέει ο καθηγητής.

Η χρήση ορού του αίματος από ασθενείς που ανάρρωσαν δεν είναι καινούργια. Αντίθετα έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν εναντίον ασθενειών που προκλήθηκαν από ιούς όπως η πολιομυελίτιδα, η ιλαρά, η παρωτίτιδα και η γρίπη, η  μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και κατά της επιδημίας Ebola, χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά και στις επιδημίες της γρίπης των πτηνών H5N1 και H7N9 με όλους τους ασθενείς να επιβιώνουν. «Η χορήγηση αντισωμάτων χρησιμοποιείται και σήμερα στην κλινική πράξη.

Ασθενείς που εκτίθενται σε ηπατίτιδα-Β και στη λύσσα, υποβάλλονται σε θεραπεία με αντισώματα για την ηπατίτιδα-Β (HBIG) και τη λύσσα (HRIG), αντίστοιχα. Επίσης, αντίσωμα χρησιμοποιείται για την πρόληψη της σοβαρής ασθένειας του Αναπνευστικού Συγκυτιακού Ιού (RSV) σε βρέφη», καταλήγει ο Έλληνας ερευνητής.

Η μέθοδος της «παθητικής ανοσίας» με χορήγηση έτοιμων αντισωμάτων, όπως αποκαλείται, είναι αποτελεσματικότερη όταν χρησιμοποιείται ως μέτρο πρόληψης, παρά ως μέτρο θεραπείας. Μελέτες έχουν δείξει ότι κατά την θεραπεία το αντίσωμα είναι πιο αποτελεσματικό όταν χορηγείται λίγο μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων.

Ενώ, ο λόγος της χρονικής διακύμανσης στην αποτελεσματικότητα δεν είναι ακόμα επαρκώς κατανοητός. «Παράδειγμα αποτελεί η χρήση αντισωμάτων για την πνευμονιοκοκκική πνευμονία, η θεραπεία της οποίας είναι πιο αποτελεσματική όταν χορηγούνται τα αντισώματα λίγο μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει σημαντικό όφελος εάν η χορήγηση αντισώματος καθυστερεί μετά την τρίτη ημέρα.

Ανάλογα με την ποσότητα των αντισωμάτων και τη σύνθεση τους, η προστασία που παρέχεται μπορεί να διαρκέσει από εβδομάδες έως και μήνες. Αυτό στην περίπτωση του SARS-CoV2 θα δημιουργούσε ένα σημαντικό «παράθυρο χρόνου» έως την κυκλοφορία των εμβολίων», εξηγεί.

Οι νοσηλευτές, οι γιατροί και όσοι βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης, εκτίθενται συνεχώς στον SARS-CoV2, μάλιστα μερικοί από αυτούς έχουν είδη εμφανίσει συμπτώματα της ασθένειας και βρίσκονται σε καραντίνα, γεγονός που αν συνεχιστεί, θα απειλήσει με κατάρρευση το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης. Η εφαρμογή της μεθόδου επαγωγής της παθητικής ανοσίας θα αποτρέψει τη μόλυνση με SARS-CoV2 σε εκείνους στους οποίους χορηγείται αλλά και σε άτομα ευπαθών ομάδων.

Όπως κάθε θεραπευτική μέθοδος έτσι και η συγκεκριμένη θεωρητικά εγκυμονεί κινδύνους που σχετίζονται τόσο με την ακούσια μόλυνση με κάποιον άλλο παράγοντα μολυσματικής νόσου, όσο και με πιθανές αλλεργικές αντιδράσεις στα συστατικά του ορού.

Έναν ακόμα θεωρητικό κίνδυνο αποτελεί το φαινόμενο της “εξαρτώμενης από αντίσωμα αύξησης της μόλυνσης” που είναι πιθανό να εμφανιστεί σε διάφορες ιικές ασθένειες, προκαλώντας ενίσχυση της νόσου.