Ερευνητές
Αντιδράσεις στους κόλπους των επιστημόνων έχει προκαλέσει η επικείμενη αξιολόγηση των ερευνητικών κέντρων

«Φωτιές» στην επιστημονική κοινότητα της χώρας βάζουν τα σχέδια της κυβέρνησης για ένα νέο τρόπο αξιολόγησης των ερευνητικών ινστιτούτων και κέντρων, ξεχωριστά. Η Ένωση Ελλήνων ερευνητών κάνει λόγο για απαξίωση 25 ετών εμπειρία ενώ αντιδράσεις υπάρχουν και στους κόλπους του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών και του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας.

ο νέος διευθυντής Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, Δρ. Κωνσταντίνος Μυλωνάς
Ο Δρ. Κωνσταντίνος Μυλωνάς

Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας & Υδατοκαλλιεργειών (ΙΘΑΒΒΥΚ), κ. Ντίνος Μυλωνάς, αναφέρει στην «Π» πως το σημερινό καθεστώς αξιολόγησης, που γίνεται κάθε πέντε χρόνια, ισχύει από το 1995. Αφορά μόνο στα κέντρα που εποπτεύει η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας, με αποτέλεσμα να αδικούνται σε σχέση με εκείνα που δεν είναι υπό τη σκέπη της ΓΓΕΚ, όταν καλούνται να διεκδικήσουν κονδύλια.

Οι ξεχωριστές αξιολογήσεις των κέντρων και των ινστιτούτων τους θα επιφέρει επιπλέον φόρτο δουλειάς για το ερευνητικό προσωπικό και, μάλιστα, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, κάθε πέντε χρόνια για τα κέντρα και κάθε τρία για τα Ινστιτούτα.

«Ποιο είναι το νόημα να αξιολογούνται ξεχωριστά τα Ινστιτούτα αφού λειτουργούν στο πλαίσιο των κέντρων;», αναρωτιέται ο κ. Μυλωνάς.

Όπως λέει, πρόκειται για μια άσκοπη και συνεχή αξιολόγηση χωρίς λογική. Ακόμα, τα ερευνητικά προγράμματα που «τρέχουν» κάθε φορά διαρκούν τρία με τέσσερα χρόνια, άρα είναι λογική η όποια αξιολόγηση να γίνεται σε διάστημα που θα έχουν κλείσει τον κύκλο τους και οι ερευνητές θα έχουν την δυνατότητα να παρουσιάσουν τη νέα τους δουλειά και τα αποτελέσματά τους.

Ήδη, τα ερευνητικά κέντρα έχουν υποβάλει τα έγγραφα για την αξιολόγηση που θα γινόταν για το διάστημα 2014-2018 και, τελικά, ενημερώθηκαν πως αυτή η αξιολόγηση δε θα γίνει ποτέ, συνεπώς, άδικα τόσος κόπος.

Ο κ. Μυλωνάς τονίζει πως ενώ γίνονται οι αξιολογήσεις, κανείς δε λαμβάνει υπόψη του τα συμπεράσματα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ πάντα καταλήγουν πως υπάρχει έλλειψη προσωπικού, δεν γίνονται νέες τοποθετήσεις. Το ΕΛΚΕΘΕ έχει 600 άτομα προσωπικό και μόνο οι 200 υπάλληλοι είναι τακτικό προσωπικό, οι 400 είναι συμβασιούχοι.

Αυτό δημιουργεί πολλά προβλήματα, για παράδειγμα στον ΕΛΚΕ δεν υπάρχουν άτομα να αναλάβουν υπεύθυνες θέσεις, να υπογράψουν επιταγές, να μπουν σε επιτροπές και διαρκώς ανακυκλώνονται τα ίδια πρόσωπα.

Ο Δρ. Δημήτρης Πλεξουσάκης
Ο Δρ. Δημήτρης Πλεξουσάκης

Ο διευθυντής του Ινστιτούτου Πληροφορικής του ΙΤΕ, Δρ. Δημήτρης Πλεξουσάκης, αναφέρει πως δεν έχει ακόμα παρουσιαστεί το τελικό σχέδιο της κυβέρνησης.

Όπως λέει, η τελευταία αξιολόγηση έγινε το 2014, το 2019 θα γινόταν η επόμενη, όμως «πάγωσε» γιατί θα άλλαζε το καθεστώς. Είχε διαρρεύσει πως θα ανατίθετο σε ιδιωτικούς φορείς, κάτι που έβρισκε αντίθετους τους επιστήμονες. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος εταιρείες να κάνουν ό,τι γινόταν από διεθνείς επιτροπές με καταξιωμένους επιστήμονες ως αξιολογητές», αναφέρει ο κ. Πλεξουσάκης.

Όμως, το ενδεχόμενο των ιδιωτών φαίνεται πως δεν προκρίνεται πια. Το θέμα θα αναλάβει το Εθνικό Συμβούλιο Έρευνας ,Τεχνολογίας και Καινοτομίας και οι ερευνητές θεωρούν πως μέλημά του θα είναι να διατηρηθεί η αξιοκρατία της όλης διαδικασίας.

Ο ίδιος θεωρεί πως εφόσον αναλαμβάνει το ΕΣΕΤΕΚ, η αξιολόγηση ξεφεύγει από το γραφειοκρατικό περιβάλλον ενός υπουργείου, οι επιστήμονες γνωρίζουν καλύτερα τον χώρο των ερευνητικών κέντρων.

«Εμείς δε φοβόμαστε την αξιολόγηση, την επιζητούμε. Όλες οι προηγούμενες μας έφεραν στην κορυφή των ερευνητικών κέντρων, θέση που ευελπιστούμε να διατηρήσουμε», τονίζει.

Γιατί αντιδρούν οι ερευνητές

Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών, σε ανακοίνωσή της, τονίζει τα εξής « τα Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα (ΕΚ/Ι) αποτέλεσαν τον πρώτο φορέα του δημοσίου που αξιολογούνταν με ακαδημαϊκά κριτήρια από το 1995, ανά πενταετία, από Διεθνείς Επιτροπές εξωτερικών αξιολογητών με κατάλληλη τεχνογνωσία, διεθνές κύρος και διεθνή εμπειρία αξιολογήσεων ΕΚ (ανά θεματικό αντικείμενο έρευνας).

Οι μέχρι σήμερα αξιολογήσεις, τις οποίες η ερευνητική κοινότητα υποστηρίζει διαχρονικά, έχουν αναδείξει ότι τα ΕΚ της ΓΓΕΚ αποτελούν δυναμικούς φορείς, στους οποίους η χώρα θα πρέπει να επενδύσει για την ανάπτυξή της. Ειδικότερα, τα αποτελέσματα της τελευταίας διεθνούς αξιολόγησης, που ολοκληρώθηκε το 2014, δίνουν στην ερευνητική κοινότητα το ηθικό δικαίωμα να υποστηρίξει την ύπαρξη όχι απλώς διάσπαρτων νησίδων Αριστείας, αλλά την ύπαρξη ερευνητικού προσωπικού υψηλής ποιότητας στα ΕΚ που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΚ. Επιπρόσθετα, η ΕΕΕ έχει πολλές φορές επισημάνει ότι δεν έχουν καμία αξία οι αξιολογήσεις αυτές καθαυτές, αν δεν συνοδεύονται από τη συστηματική αξιοποίηση των προτάσεων των αξιολογητών με απώτερο στόχο τη βελτίωση της έρευνας και των ΕΚ.

Υπενθυμίζουμε, επίσης, ότι, ενώ τα ΕΚ/Ι έχουν υποβάλει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την αξιολόγησή τους για το διάστημα 2013-2017, η αξιολόγηση αυτή δεν έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, παρόλες τις συνεχείς οχλήσεις της ερευνητικής κοινότητας προς τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες των εποπτευόντων Υπουργείων από το 2018 και μετά.

Αντιθέτως, από το 2019 μέχρι σήμερα, έχουν αλλάξει οι ρυθμίσεις για τον τρόπο αξιολόγησης δύο φορές. Η πρώτη τροποποίηση (Ν. 4635/2019, άρθρο 142) έδινε τη δυνατότητα να αξιολογηθούν τα ΕΚ/Ι και από νομικά πρόσωπα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, τροποποίηση, που όπως είχε αναδείξει η ΕΕΕ, έπασχε από έλλειψη ακαδημαϊκότητας και προκαλούσε σοβαρές ανησυχίες ως προς τη διασφάλιση της αντικειμενικότητας και διαφάνειας των αξιολογήσεων.

Εξ όσων γνωρίζουμε, και άλλοι εκπρόσωποι θεσμικών φορέων είχαν εκφράσει τις ίδιες ανησυχίες. Πρόσφατα, με αιφνιδιαστική κατάθεση και ψήφιση τροπολογίας, άλλαξε και πάλι ο τρόπος αξιολόγησης των ΕΚ/Ι (Ν. 4796/2021, άρθρο 63). Θα πραγματοποιείται και πάλι με την εποπτεία της ΓΓΕΚ, αλλά με την επιμέλεια του ΕΣΕΤΕΚ.

Προβλέπεται, επίσης, ότι κάθε Ινστιτούτο θα αξιολογείται ανά τριετία και κάθε ΕΚ ανά πενταετία. Δυστυχώς, για μία ακόμη φορά η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων επέλεξε να αιφνιδιάσει και να αποφύγει τη διαβούλευση με την ερευνητική κοινότητα, ή έστω την απλή κοινοποίηση της τροπολογίας στους εμπλεκόμενους φορείς, ενώ έκανε και ειδική αναφορά χαρακτηρίζοντας την αξιολόγηση των ΕΚ/Ι ως τομή, παραβλέποντας τις μέχρι σήμερα αξιολογήσεις.

Τονίζοντας, για ακόμη μία φορά, ότι αποζητούμε και αναμένουμε την άμεση αξιολόγηση των ΕΚ/Ι, εκφράζουμε τη διαφωνία μας στην πρόσφατη τροπολογία, που προβλέπει την αξιολόγηση των Ινστιτούτων ανά τριετία και των ΕΚ ανά πενταετία, γιατί τη θεωρούμε ατελέσφορη, δυσλειτουργική και, εντέλει, χωρίς κανένα νόημα. Τα Ινστιτούτα συμβάλλουν, κατά κύριο λόγο, στο ερευνητικό και αναπτυξιακό έργο των ΕΚ και, σύμφωνα με το ισχύον νομικό πλαίσιο (Ν. 4310/2014, όπως ισχύει), διαμορφώνουν το Σχέδιο Δράσης των ΕΚ με τις προτάσεις τους.

Επιπλέον, η σχετική προεργασία για τη διαδικασία της αξιολόγησης, σύμφωνα με τη μέχρι σήμερα εμπειρία, απαιτεί εντατική απασχόληση από το σύνολο σχεδόν του προσωπικού των ΕΚ/Ι για όχι ευκαταφρόνητο χρονικό διάστημα. Για τους λόγους αυτούς κρίνουμε απαραίτητο να πραγματοποιείται η αξιολόγηση των ΕΚ και των Ινστιτούτων ταυτόχρονα ανά πενταετία  που είναι εύλογο χρονικό διάστημα, στο οποίο υπάρχει, επιπλέον, η δυνατότητα να έχουν ολοκληρωθεί και ερευνητικά έργα που συνήθως έχουν 3ετή ή 4ετή διάρκεια.

Να επισημάνουμε ότι στην ψηφισθείσα τροπολογία δεν υπάρχει μεταβατική διάταξη που να προβλέπει  το πώς θα πραγματοποιηθεί η αξιολόγηση για τα έτη από το 2013 και μέχρι σήμερα.  Επιπλέον, και αυτή η ρύθμιση όπως και η προηγούμενη χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικά άτολμη, καθώς περιορίζει την αξιολόγηση, για μία ακόμη φορά, μόνο στα ΕΚ/Ι της ΓΓΕΚ χωρίς να την επεκτείνει και στον υπόλοιπο ερευνητικό ιστό που έχει πρόσβαση σε δημόσια χρηματοδότηση».

Οι ερευνητές ζητούν:

– Την άμεση έναρξη της διαδικασίας αξιολόγησης των ΕΚ/Ι

– Την τροποποίηση της πρόσφατα ψηφισθείσας ρύθμισης ώστε η αξιολόγηση των ΕΚ και των Ινστιτούτων  να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα και ανά 5ετία

– Τη δημοσιοποίηση των αξιολογήσεων των ΕΚ και των Ινστιτούτων, όπως γινόταν αρχικά

– Την αξιολόγηση του συνόλου του ερευνητικού ιστού της χώρας που εποπτεύεται και από άλλα Υπουργεία

«Τέλος, δεδομένου ότι θα πρέπει να υπάρχει διαχωρισμός της αρχής αξιολόγησης από την αρχή χρηματοδότησης, προτείνουμε ως αρμόδια αρχή για την αξιολόγηση των Ερευνητικών Κέντρων  και Ινστιτούτων την Εθνική Αρχή Αξιολόγησης Έρευνας & Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΑΑΕΑΕ), ως μετεξέλιξη της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), με κύρια αποστολή την αξιολόγηση όλων των ΕΚ και των ΑΕΙ, καθώς και την αποτίμηση των ερευνητικών δράσεων και πλαισίων χρηματοδότησης», καταλήγει η ανακοίνωση της Ένωσης.