Σημαντικά αρνητικά στοιχεία εντοπίζει το ΕΛΚΕΘΕ στο υπό κατάθεση Σχέδιο Νόμου (Σ/Ν) για την αναμόρφωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.
Ερευνητές του κέντρου που μελέτησαν με προσοχή το σύνολο του κατατεθέντος Σ/Ν, σημειώνουν σοβαρές αδυναμίες και αστοχίες που κάθε άλλο παρά εναρμονίζονται με το στόχο διαφύλαξης της φυσικής κληρονομιάς.
“Ενδεικτικά, αναφερόμαστε σε προβλήματα σχετικά με τις αλλαγές στη διαδικασία αδειοδότησης έργων και με το γενικότερο πλαίσιο διαχείρισης και διακυβέρνησης των προστατευόμενων περιοχών που προωθεί το παρόν Σ/Ν, το οποίο εν γένει εμφορείται από μια ευρύτερη χαλάρωση της περιβαλλοντικής προστασίας. Πιο συγκεκριμένα:
Με την αναδιατύπωση του άρθρου 46 του κατατεθέντος Σ/Ν, το οποίο τροποποιεί τον Ν. 1650/1986, δημιουργούνται πλέον περιθώρια ώστε να “επιτρέπονται όλα και παντού”, ακόμη και σε ευαίσθητες προστατευόμενες περιοχές. Με αυτόν τον τρόπο, επιτρέπεται πλέον η αδειοδότηση ενός έργου, ακόμη κι αν έχει σοβαρές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, εφόσον προβλέπονται “μέτρα αντιστάθμισης”.
Εντούτοις, σύμφωνα με το περιβαλλοντικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης( ΕΕ), απαγορεύονται τέτοιου τύπου αντισταθμιστικά μέτρα όσον αφορά σε έργα που υλοποιούνται σε περιοχές του δικτύου Natura 2000 (όπου το Κράτος Μέλος οφείλει να διασφαλίσει την ακεραιότητα του τόπου βάσει της Οδηγίας 92/43, Άρθρο 6.3). Η προσέγγιση αυτή δεν ακολουθεί τη θεμελιώδη αρχή της προφύλαξης, όπως οφείλει, σε ιδιαίτερα ευαίσθητες περιοχές.
Επιπλέον, το Σχέδιο Νόμου δεν συμβάλει ουσιαστικά στην ανάγκη βελτίωσης της “βασικής γνώσης” για την βιοποικιλότητα, που θα απέτρεπε την ενδεχόμενη έγκριση κακής ποιότητας Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), βασισμένων σε ανελλιπή ή λανθασμένα στοιχεία, οι οποίες συχνά αποτελούν και τον ουσιαστικό λόγο καθυστέρησης στην έκδοση περιβαλλοντικών εγκρίσεων ακόμη και απαραίτητων και σημαντικών αναπτυξιακών έργων”, αναφέρει το ΕΛΚΕΘΕ.
Τονίζει, ακόμα, πως η επιχείρηση αλλαγής του καθεστώτος προστασίας των Ζωνών των Προστατευόμενων Περιοχών (ΠΠ) εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη διατήρηση και προστασία τους. Οι νέες ρυθμίσεις επιτρέπουν πολλαπλές ανθρώπινες δραστηριότητες σε σπάνιους οικότοπους απειλούμενων ειδών πανίδας και χλωρίδας, εισάγοντας ακόμη και δραστηριότητες οι οποίες κάθε άλλο παρά συνάδουν με το σκοπό της προστασίας της φύσης.
Ενδεικτικά, αναφέρει κυρίως τις εξορυκτικές δραστηριότητες, και δη αυτές των υδρογονανθράκων, τα μεγάλης κλίμακας αιολικά πάρκα (και τα συνοδά έργα αυτών) και τα υδροηλεκτρικά (Υ/Η) έργα, τα οποία αποδεδειγμένα επιφέρουν άμεση καταστροφή και κατακερματισμό της συνεκτικότητας και ακεραιότητας των φυσικών οικοτόπων, διαταραχή του υδρολογικού ισοζυγίου, καθώς και όχληση και υποβάθμιση ειδών και βιοκοινωνιών.
“Σχετικά με την έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, δεν αντιλαμβανόμαστε πώς, με το Αρθρο 110 «λοιπών διατάξεων», ο ανάδοχος της σχετικής σύμβασης δύναται να χρησιμοποιεί εκτάσεις που ανήκουν στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και στα νομικά πρόσωπα αυτών, χωρίς να απαιτείται η λήψη οποιασδήποτε άδειας, έγκρισης ή συναίνεσης εκ μέρους των.
Επιπλέον, στο άρθρο 110 γίνεται λόγος για «προσωρινή χρήση», ωστόσο δεν ορίζεται ρητά ένα χρονικό πλαίσιο στο οποίο μια τέτοια παρέκκλιση θα ήταν επιτρεπτή (το άρθρο αυτό δεν είχε τεθεί σε διαδικασία διαβούλευσης). Όσον αφορά τα Υ/Η, τα ποτάμια και τα υδατορέματα, ως μη προστατευόμενος φυσικός πόρος, θα μπορούν να καλυφθούν με μικρά Υ/Η με πολύ μεγάλη πυκνότητα, γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις απαιτήσεις της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΚ) και της Οδηγίας των Οικοτόπων (92/4 3/ΕΟΚ). “, σημειώνει το ΕΛΚΕΘΕ.
Οι επιστήμονες τονίζουν πως “ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων Υ/Η ενέργειας πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα έναντι της ανάπτυξης νέων, προκειμένου να βελτιωθεί και το οικολογικό αποτύπωμα των πρώτων. Οι χαρακτηρισμοί, οι ζώνες προστασίας και οι επιτρεπτές δράσεις οφείλουν να ακολουθούν τα διεθνή πρότυπα περιβαλλοντικής προστασίας και τις Οδηγίες για τα Πουλιά και τους Οικοτόπους (79/409/ΕΟΚ). Αντ’ αυτού, στο άρθρο 46 εμφανίζεται μια οριζόντια προσέγγιση, εισάγοντας ρυθμίσεις που δεν επιτρέπουν την κατά περίπτωση αξιολόγηση κάθε ΠΠ, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.”
Τονίζει πως “εξαιρετικά προβληματική διαφαίνεται, επιπλέον, η επιχειρούμενη κατάργηση της αποκεντρωτικής και συμμετοχικής δομής των Φορέων Διαχείρισης (ΦΔ) που δημιουργεί ασυνέπεια ως προς την κοινοτική νομοθεσία (Οδηγία 92/43/ΕΟΚ) εφόσον δεν εξασφαλίζει την ανεξαρτησία και συμμετοχικότητα στην εκπόνηση σχεδίων διαχείρισης, όπως άλλωστε προβλέπεται και στο Στρατηγικό Σχέδιο Δράσης για τη Βιοποικιλότητα (Aichi Targets 2011 -2020).”