ερευνητές
Οι ερευνητές παρουσιάζουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν λόγων μνημονίων και γραφειοκρατίας

Η γραφειοκρατία δένει τα χέρια των επιστημόνων, αναφέρει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Εργαζομένων σε Ερευνητικά Ιδρύματα Ιδιωτικού Δικαίου σε επιστολή της στον αναπληρωτή υπουργό Παιδείας, Έρευνας  Κ. Φωτάκη και τη Γενική Γραμματέα Έρευνας  και Τεχνολογίας  Ματρώνα Κυπριανίδου.

Στην επιστολή, παρουσιάζονται αρχικά τα θετικά βήματα που έχουν γίνει για την έρευνα τα τελευταία χρόνια και στη συνέχεια επισημαίνονται ορισμένες δυσκολίες που προκύπτουν από το νέο νομικό καθεστώς που διέπει την έρευνα.

Μεταξύ άλλων, οι ερευνητές αναφέρουν πως: «η υπαγωγή των ερευνητικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων στο δημόσιο λογιστικό και η ολοκληρωτική εφαρμογή των διατάξεων του Ν.4485/2017 από την 1/1/2019, αποτελεί όχι απλά τροχοπέδη στη διαχείριση των ερευνητικών προγραμμάτων, αλλά ασφυκτικό βρόγχο τόσο για τους επιστημονικούς υπεύθυνους όσο και για τη διοικητική υποστήριξη των έργων.

Χιλιάδες ανθρωποώρες σπαταλιούνται εις βάρος της μικρής ευελιξίας, που υπήρχε στη διαχείριση των ερευνητικών έργων, στο όνομα μιας στρεβλής, κακέκτυπης και προσχηματικής γραφειοκρατικής «διαφάνειας» και «κοινωνικού ελέγχου».

Θεωρούμε αναγκαία και ζητάμε την απένταξη των ερευνητικών κέντρων και δραστηριοτήτων από το δημόσιο λογιστικό (Ν.4485/2017), και παράλληλα τη νομοθέτηση ρυθμίσεων που θα εξαιρούν την έρευνα από δημοσιονομικές και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και διαδικασίες.

Η ευελιξία στη διαχείριση των κονδυλίων έρευνας είναι ζωτικής σημασίας, όχι μόνο για την (αριθμητική) αύξηση της απορρόφησης των ερευνητικών πόρων αλλά και για την ποιοτικότερη, ενδεδειγμένη και στοχευμένη αξιοποίησή τους».

Οι ερευνητές αναφέρουν πως, εξαιτίας της δυσμενούς για το ερευνητικό προσωπικό αναμόρφωσης του Ειδικού Μισθολογίου σε σχέση με τα μέλη ΔΕΠ των Πανεπιστημίων, έχει ενταθεί η τάση φυγής ερευνητικού προσωπικού προς τα Πανεπιστήμια.

«Οι τάσεις φυγής όμως, δεν περιορίζονται στο ερευνητικό προσωπικό αλλά και στο πολύ υψηλής ποιότητας και εξειδίκευσης ειδικό επιστημονικό  – τεχνικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό των ερευνητικών κέντρων- ινστιτούτων, προς άλλους φορείς του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που διαθέτουν μπορούν να καταλάβουν θέσεις διοικητικά ανώτερες (τμηματάρχες, προϊστάμενοι Διευθύνσεων κ.λ.π) και οικονομικά ελκυστικότερες, σε σχέση με την «ισοπεδωτική» δομή των Ε.Κ. –Ι.

Με την ολοκλήρωση και εφαρμογή του προγράμματος κινητικότητας στο Δημόσιο, εκτιμούμε ότι το φαινόμενο αυτό θα λάβει επικίνδυνες διαστάσεις με εμφανή τον κίνδυνο σταδιακής αποδόμησης των Ε.Κ. – Ι. από υψηλής εξειδίκευσης και ποιότητας προσωπικό και την εμφάνιση σοβαρών δυσλειτουργιών.

Για όλους αυτούς τους λόγους αποτελεί επιτακτική ανάγκη να καταστεί το εργασιακό περιβάλλον των ερευνητικών κέντρων όσο το δυνατόν ελκυστικότερο και ανταγωνιστικότερο σε σχέση με το διεθνές επιστημονικό περιβάλλον αλλά και τους υπόλοιπους φορείς και υπηρεσίες του ελληνικού Δημοσίου, με στόχο τη διατήρηση αλλά και την προσέλκυση υψηλού επιπέδου προσωπικού.

Στο πλαίσιο αυτό προτείνουμε να υπάρξουν ουσιαστικές νομοθετικές παρεμβάσεις, ώστε η χορήγηση αμοιβής αποδοτικότητας και αμοιβής για πρόσθετη απασχόληση να μην αποτελούν κενό γράμμα, αλλά να έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα  στο προσωπικό των Ε.Κ. – Ι» αναφέρουν.