«Αυτή την εποχή το λάδι είναι υπερτιμημένο και είναι ενοχλητικό να πληρώνεις για ένα ελαιόλαδο που δεν είναι τόσο καλής ποιότητας.
Σε κάθε περίπτωση ακόμη κι ένας μη ειδικός, μπορεί να ξεχωρίσει το ποιοτικό λάδι».
Αυτό είπε στην «Π» η πιστοποιημένη γευσιγνώστρια και διευθύντρια του διεθνούς διαγωνισμού ελαιολάδου «Athena» κ. Μαρία Κατσούλη.
Η ίδια εξήγησε πως ο καταναλωτής ακόμη κι αν δεν έχει γνώσεις, μπορεί να αντιληφθεί τι αγοράζει και σχολίασε ότι σήμερα υπάρχουν αρκετοί παραγωγοί που αναμιγνύουν παλιά και καινούργια ελαιόλαδα, για να κερδίσουν περισσότερα χρήματα, τώρα που είναι αυξημένη η τιμή του, πουλώντας όμως τελικά ένα κακό προϊόν.
Η κ. Κατσούλη λέει ότι πρέπει να προτιμούμε το λάδι της φετινής παραγωγής και πριν το αγοράσουμε πρέπει να δοκιμάζουμε για να διαπιστώσουμε ότι η γεύση του θυμίζει μια ωραία ελιά και γενικά φρεσκάδα και όχι «ένα υπόγειο που έχει μούχλα και υγρασία».
Πώς ξεχωρίζουμε ένα καλό από ένα κακό λάδι
Η γευσιγνώστρια σημειώνει ότι «μπορεί να ξεχωρίσει κάποιος ένα κακό λάδι με έντονο ελάττωμα, εάν εστιάσει συνειδητά και με προσοχή στα 3 βασικά οργανοληπτικά στοιχεία που είναι 1ον το άρωμα στη μύτη, δηλαδή το φρουτώδες, 2ον η γεύση φρουτώδους, πικρού και πικάντικου, με τα αρώματα στόματος, και 3ον η συνολική αίσθηση που του αφήνει το ελαιόλαδο μετά την κατάποση, δηλαδή η επίγευση του ελαιολάδου.
Με ένα κακό έως μέτριο ελαιόλαδο νιώθει μια βαριά λαδίλα ή ταγγίλα, η οποία «κάθεται» στο λάρυγγα και νιώθει έντονα την επιθυμία να καθαρίσει το στόμα του π.χ. με ψωμί. Η αίσθηση αυτής της λαδίλας συχνά οφείλεται σε πολύ υπερώριμες ή ώριμες ή οξειδωμένες-ταγγισμένες – χαλασμένες ελιές ή χαμάδες κ.ά.
Το δύσκολο είναι εάν το ελάττωμα δεν είναι εμφανές, δηλαδή «εμφανίζεται» σε χαμηλή ένταση όπου και επισήμως με τις τρεις κατηγορίες ποιότητας ένα τέτοιο ελαιόλαδο εμπίπτει αμέσως στην κατηγορία του παρθένου ελαιολάδου και όχι στη κατηγορία του εξαιρετικού παρθένου ελαιόλαδου.»
«Ένα εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο,αναφέρει, πρέπει να μας παραπέμπει τόσο σε άρωμα όσο και σε γεύση σε ευχάριστο και καθαρό χυμό άγουρων ή ώριμων ελιών.
Μπορώ με βεβαιότητα να πω, μέσα από την επαγγελματική μου εμπειρία στον χώρο της γαστρονομίας, κρασιού και ελαιολάδου, πως δεν είναι δύσκολο να εκπαιδευτεί κάποιος στα ποιοτικά-γευστικά χαρακτηριστικά ενός προϊόντος πχ συγκεκριμένα στο ελαιόλαδο.
Αυτό που χρειάζεται είναι να δοκιμάζει συνειδητά, απόλυτα αφοσιωμένος για 1-3 λεπτά και συνεχώς νέα ελαιόλαδα, νέες ποικιλίες κλπ ώστε να εμπλουτίζεται συνεχώς ο γευστικός του ορίζοντας και είμαι σίγουρη πως μετά από ένα εύλογο χρόνο θα μπορεί με άνεση να ξεχωρίζει ένα καλό από ένα λιγότερο καλό ελαιόλαδο. Αυτό και μόνον θα έχει θετικό αντίκτυπο στη συνολική αναβάθμιση της ποιότητα του ελαιολάδου, καθώς είναι γεγονός πως όσο εκπαιδεύεται ο καταναλωτής τόσο και αναζητά υψηλότερης ποιότητας προϊόντα ή υπηρεσίες» είπε.
Η κ. Μαρία Κατσούλη
Ο ειδικός πώς κρίνει ένα ελαιόλαδο;
Η Μαρία Κατσούλη μάς είπε:
«Σε γενικές γραμμές τα στοιχεία που δίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην αξιολόγηση του ελαιολάδου είναι το φρουτώδες της ελιάς, η ένταση και πόσο καθάριο είναι (σε αυτό στηρίζεται όλη η γεύση και δομή του ελαιολάδου) και οι γεύσεις πικρού και πικάντικου με τις εντάσεις τους.
Σημαντικό στοιχείο όλων αυτών είναι η γευστική αρμονία και η δομή των τριών στοιχείων μεταξύ τους, ενώ εξίσου σημαντικό είναι το άρωμα του φρουτώδους στη μύτη αλλά και η πολυπλοκότητα του αρώματος του ελαιολάδου σε μύτη και στόμα με την επίγευση ή μετάγευση να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ δίνουν μεγάλη σημασία και στη συνολική εικόνα του ελαιολάδου έχοντας υπόψη τους ακόμα και την ποιοτική διάρκεια του ίδιου του ελαιόλαδου στον χρόνο».
Με δεδομένο πάντως ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε ειδικοί, η ίδια λέει ότι ο καταναλωτής δεν πρέπει να αναμιγνύει το περυσινό με το καινούργιο ελαιόλαδο και επιπλέον όταν πηγαίνει στο σούπερ -μάρκετ να προτιμά το Brand «εξαιρετικά παρθένο» ή «παρθένο ελαιόλαδο» (και όχι το «κλασσικό») τα οποία έχουν σαφέστατα υγειο-προστατευτικά στοιχεία.
Όσον αφορά στις τιμές, σχολίασε ότι κατά την εκτίμησή της,το επόμενο διάστημα δεν θα αυξηθούν.