Χαρακτηρίστηκε ως «ένα πολιτιστικό γεγονός ιδιαίτερης σημασίας» και «λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς που έφυγε». Και όχι άδικα αφού σπανίως βρίσκεται το χειρόγραφο ενός παγκόσμιου συγγραφέα για ένα βιβλίο που ποτέ δεν είχε δημοσιευτεί.
Εβδομηντα έξι χρόνια μετά τη συγγραφή του ο «Ανήφορος» του Νίκου Καζαντζάκη παραδόθηκε στο αναγνωστικό κοινό και την ιστορία… χάρη σ’ ένα ερευνητικό ερώτημα που έθεσε το 2016 η επιμελήτρια Συλλογών – αναπληρώτρια διευθύντρια – του Μουσείου Νίκου Καζαντζάκη και υποψήφια δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α κ. Βούλα Βασιλειάδη.
Ήταν αυτή που ανακάλυψε το χειρόγραφο, το οποίο έμελλε να γίνει ένα από τα διαμάντια που έχει στις συλλογές του το μουσείο, αλλά κι ένα εκδοτικό γεγονός που αγκαλιάστηκε από το αναγνωστικό κοινό.
«Το 2016 κι ενώ ξεκινούσα τον έλεγχο και τις διορθωτικές επεμβάσεις στην αρχική τεκμηρίωση των Συλλογών και αφού είχε γίνει δεκτή η πρότασή μου από το Τμήμα Φιλολογία τους ΕΚΠΑ για εκπόνηση διατριβής πάνω στο έργο του συγγραφέα, ένα προσωπικό ερευνητικό ερώτημα, αν υπήρχαν σημειώσεις του Καζαντζάκη από την καταγραφή των Ωμοτήτων στην Κρήτη, με οδήγησε στο χειρόγραφο» τονίζει η κ. Βασιλειάδη μιλώντας στην «Π» με αφορμή και τα 40 χρόνια του μουσείου.Αρχικά διαβάζοντας τις πρώτες αράδες, το θεώρησε σχεδίασμα ίσως του Καπετάν Μιχάλη.
«Εκείνη όμως τη φορά που έσκυψα πάνω του με μεγαλύτερη προσοχή-αναφέρει- και καθώς προχωρούσα την ανάγνωση από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, αντιλαμβανόμουν ξεκάθαρα πως επρόκειτο για ένα εντελώς διαφορετικό και άγνωστο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα».
Τη συγκινητική στιγμή που κατάλαβε, μετά την διασταύρωση των πηγών, ότι βρίσκεται μπροστά σε μια σημαντική ανακάλυψη, την περιγράφουν τέσσερις λέξεις: «Δέος, συγκίνηση, χαρά και ευθύνη».
Αυτά τα συναισθήματα που της γεννήθηκαν όταν «ξεκλείδωσε» το μυστικό που έκρυβε το χειρόγραφο θέλησε να τα μοιραστεί πρώτα με τον πιστό σύντροφο της ζωής της, Κώστα Κοκολάκη, και την τότε διευθύντρια του Μουσείου Καζαντζάκη, την κυρία Βαρβάρα Τσάκα.
«Είναι μεγάλη τύχη το αντικείμενο της δουλειάς σου να έχει να κάνει με χειρόγραφα μιας σπουδαίας προσωπικότητας, όπως του Νίκου Καζαντζάκη. Πόσο μάλλον να βρεθείς μπροστά σε ένα άγνωστο έργο του» υπογραμμίζει.
Η ιδια μιλά ακόμα στην «Π» για τη διαδρομή του χειρογράφου,για το πως «χάθηκε», πως έφτασε στην κατοχή του μουσείου, για το αν μπορεί να κρύβονται κι άλλα «διαμάντια» στα αρχεία του, για την ενδιαφέρουσα έκθεση, για τις εκδηλώσεις για τα 40 χρόνια του, αλλά και ποια είναι η δουλειά μιας επιμελήτριας συλλογών.
«Διάβασα κάπου πως οι επιμελητές είναι «οι συνήγοροι» των Συλλογών του Μουσείου και πραγματικά με εκφράζει αυτός ο ορισμός» αναφέρει χαρακτηριστικά. Κι έτσι είναι.
«Ιχνηλατώντας την πορεία του χειρογράφου από το Κέιμπριτζ έως το Μουσείο»
-Ήσασταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε ευτυχώς για μας, τον «Ανήφορο» του Νίκου Καζαντζάκη. Ένα ανέκδοτο βιβλίο που πολλοί δεν ήξεραν ότι υπάρχει. Κατ’ αρχάς ποιο είναι το θέμα του;
O «Ανήφορος» είναι ένα μεταπολεμικό και έντονα αντιπολεμικό μυθιστόρημα με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του ίδιου του συγγραφέα. Το έργο διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες με τους τίτλους «Κρήτη», «Αγγλία», «Μοναξιά» και κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Κοσμάς, ένας διανοούμενος που επιστρέφει στη γενέτειρά του, στο Μεγάλο Κάστρο, μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, την εβραία Νοεμή.
Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις προσπάθειες του Κοσμά, του πρώην αεροπόρου σε βομβαρδιστικό αεροπλάνο, να συγκαλέσει μία «Διεθνή του Πνεύματος» ταξιδεύοντας στην Αγγλία αλλά και την αγωνία του ίδιου γύρω από το χρέος του ως πνευματικού ανθρώπου για τη σύγχρονη παγκόσμια κατάσταση.
-Ποια είναι ακριβώς η δουλειά σας ως επιμελήτρια Συλλογών του Μουσείου Καζαντζάκη;
Διάβασα κάπου πως οι επιμελητές είναι «οι συνήγοροι» των Συλλογών του Μουσείου και πραγματικά με εκφράζει αυτός ο ορισμός. Ο επιμελητής Συλλογών είναι ο «υπερασπιστής τους» και η δουλειά του έχει να κάνει με ό,τι αφορά στη φροντίδα των τεκμηρίων του Μουσείου, επομένως περιλαμβάνει εργασίες όπως η ταξινόμηση, η τεκμηρίωση, η ερμηνεία και προβολή τους.
Πέραν όμως από τις αμιγώς αρχειακές εργασίες, η δουλειά αυτή διεθνώς αναδεικνύει έναν δυναμικό ρόλο του επιμελητή ως επαγγελματία Μουσείων που καλείται, καλλιεργώντας ποικίλες δεξιότητες που σχετίζονται εκτός των άλλων με την έρευνα και την επικοινωνία, να προάγει τη δημιουργική ερμηνεία των Συλλογών αλλά και τις δημιουργικές συνεργασίες μέσα από την ανάπτυξη εκθέσεων και άλλων δράσεων του Μουσείου.
-Γνωρίζουμε πως «χάθηκε» από το 1946 που γράφτηκε;
Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για τους λόγους που το κείμενο αυτό έμεινε στην αφάνεια. Οι δυο πιο πιθανές αιτίες είναι αφενός πως η τρελή εκδοτική πορεία των μεταφράσεων του Ζορμπά, που εκδόθηκε ακριβώς την ίδια χρονιά, ανέστειλαν τα σχέδια του Καζαντζάκη για την κυκλοφορία αυτού του έργου στα αγγλικά και αφετέρου το γεγονός πως στην πορεία ο ίδιος ο συγγραφέας αξιοποίησε υλικό από αυτό το βιβλίο σε άλλα έργα του όπως ο Καπετάν Μιχάλης, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και η Αναφορά στον Γκρέκο.
Το έργο στην πραγματικότητα δεν χάθηκε, απλά παρέμεινε άγνωστο.
-Πού βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια το χειρόγραφο;
Θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον στην προσπάθεια ιχνηλάτησης της πορείας του χειρογράφου να φτιάχναμε έναν χάρτη. Έτσι, θα βλέπαμε τον Καζαντζάκη να γράφει τα τρία μέρη του στο Κέιμπριτζ και σταδιακά να στέλνει ένα ένα ολοκληρωμένο μέρος του στην Έλλη Λαμπρίδη για μετάφραση στο Λονδίνο. Έπειτα, λογικά το χειρόγραφο θα ταξίδεψε στο Παρίσι και κατόπιν στην Αντίμπ, όπου έζησε ως τον θάνατό του.
Αργότερα πιθανόν η Ελένη να το πήρε μαζί της στη Γενεύη και κάποια στιγμή βρέθηκε στα χέρια του Γιώργου Ανεμογιάννη, του ιδρυτή του Μουσείου και από την Αθήνα ήρθε στο Μουσείο Καζαντζάκη στην Κρήτη.
-Πως έφτασε στην κατοχή του Μουσείου;
Ο Γιώργος Ανεμογιάννης, ιδρυτής του Μουσείου το 2005, κληροδότησε στο Μουσείο το σύνολο του πολύτιμου υλικού που είχε διασώσει, όταν πια είχε διαμορφωθεί ο κατάλληλος χώρος και οι συνθήκες που θα εξασφάλιζαν τη φύλαξη και ανάδειξή του. Το χειρόγραφο του Ανήφορου ήταν ανάμεσα στα τεκμήρια εκείνα που ταξινομήθηκαν μερικά χρόνια μετά, αλλά δεν υπήρξε καμία ένδειξη για το αν επρόκειτο για ένα ολοκληρωμένο έργο και ούτε κάποια αναφορά στον τίτλο.
Ο επιμελητής Συλλογών είναι ο «υπερασπιστής τους»
και η δουλειά του έχει να κάνει με ό,τι αφορά στη φροντίδα των
τεκμηρίων του Μουσείου
« Το πρώτο κλειδί για το ξεκλείδωμα του άγνωστου έργου»
-Πως φτάσατε στην στιγμή της ανακάλυψης αυτού που θεωρείται ένα από τα κρυμμένα διαμάντια του μουσείου;
Το 2014 ξεκίνησα τη συνεργασία μου με το Μουσείο Καζαντζάκη αναλαμβάνοντας το Τμήμα Αρχείου απασχολούμενη αρχικά στο Θεατρικό Αρχείο του Ιδρυτή.
Το 2016 κι ενώ ξεκινούσα τον έλεγχο και τις διορθωτικές επεμβάσεις στην αρχική τεκμηρίωση των Συλλογών και αφού είχε γίνει δεκτή η πρότασή μου από το Τμήμα Φιλολογία τους ΕΚΠΑ για εκπόνηση διατριβής πάνω στο έργο του συγγραφέα, ένα προσωπικό ερευνητικό ερώτημα, αν υπήρχαν σημειώσεις του Καζαντζάκη από την καταγραφή των Ωμοτήτων στην Κρήτη, με οδήγησε στο χειρόγραφο.
Η ενσωμάτωση της πρόσφατης εμπειρίας του Καζαντζάκη από την περιοδεία στη μετακατοχική Κρήτη στο έργο αποδείχθηκε το πρώτο κλειδί στα χέρια μου για το ξεκλείδωμα του άγνωστου έργου.
-Καταλάβατε από την αρχή περί τίνος πρόκειται;
Όταν για πρώτη φορά κι εγώ η ίδια έπεσα πάνω του, διαβάζοντας τις πρώτες αράδες, το θεώρησα σχεδίασμα ίσως του Καπετάν Μιχάλη. Εκείνη όμως τη φορά που έσκυψα πάνω του με μεγαλύτερη προσοχή και καθώς προχωρούσα την ανάγνωση από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, αντιλαμβανόμουν ξεκάθαρα πως επρόκειτο για ένα εντελώς διαφορετικό και άγνωστο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα.
Διασταυρώνοντας έπειτα τις πηγές διαπίστωσα πως πρόκειται για το έργο «Ο Ανήφορος», που ο Καζαντζάκης έγραψε στην Αγγλία μετά το τέλος του B’ Παγκόσμιου Πολέμου και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ.
-Ποια ήταν τα συναισθήματα που νιώσατε όταν καταλάβατε ότι πρόκειται για τον «Ανήφορο»;
Δέος, συγκίνηση, χαρά και ευθύνη.
-Ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είπατε τα καλά νέα;
Σχεδόν αμέσως εκμυστηρεύτηκα την «ανακάλυψή μου» σε δύο ανθρώπους. Στον πιστό σύντροφο της ζωής μου, τον Κώστα Κοκολάκη, και στην τέως διευθύντρια του Μουσείου Καζαντζάκη, την κυρία Βαρβάρα Τσάκα.
«Το Μουσείο γιορτάζει φέτος τα 40 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας του και σχεδιάζει πλούσιες δράσεις και εκδηλώσεις»
-Εκτός από τον «Ανήφορο» υπάρχουν άλλα εκθέματα με τα οποία είστε συνδεδεμένη με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο;
Το μαθητικό του σημειωματάριο από την περίοδο της μαθητείας του στη Γαλλική εμπορική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Νάξο που είναι και το παλιότερο τεκμήριο του Μουσείου και το πρώτο που μελέτησα συστηματικά και το Ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη από την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος, το 1914, του οποίου την έκδοση είχα την τιμή να επιμεληθώ μαζί με την κυρία Χριστίνα Ντουνιά, επόπτρια της διατριβής μου.
-Μάθατε κάτι για τον Καζαντζάκη, μέσα από την δουλειά σας ως επιμελήτρια των Συλλογών του που δεν το ξέρουν οι πολλοί;
Δεν είμαι βέβαιη αν αυτό που έμαθα δεν το ξέρουν οι πολλοί, όμως σίγουρα αυτό που έμαθα και ανακαλύπτω διαρκώς είναι ο μεγάλος αγώνας και η αγωνία του Καζαντζάκη για το έργο του και για τον ίδιο τον άνθρωπο όσο και η τεράστια αντοχή, τόσο του ίδιου όσο και του έργου του.
-Φέτος το Μουσείο γίνεται 40 χρονών. Τι έχουμε να περιμένουμε από αυτή την επέτειο;
Το Μουσείο έχει τη μεγάλη χαρά, αμέσως μετά την επίσημη αναγνώρισή του από το υπουργείο Πολιτισμού, από το οποίο έλαβε το σήμα «Αναγνωρισμένο Μουσείο» μόλις πέρυσι, όντας το πρώτο Μουσείο της Κρήτης, να γιορτάζει φέτος τα 40 χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας του και σχεδιάζει πλούσιες δράσεις και εκδηλώσεις.
Η επετειακή δράση «Κρυμμένα διαμάντια στο Μουσείο Καζαντζάκη» με αφορμή την ξενάγηση στην περιοδική έκθεση «Ο Ανήφορος: Το γνωστό-άγνωστο έργο του Νίκου Καζαντζάκη» έχει στόχο να αναδειχθούν και άλλα τεκμήρια από τις Συλλογές τόσο του ιδρυτή όσο και σημαντικών δωρητών του Μουσείου για τους οποίους θέλουμε να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά.
Στην πορεία του έτους σχεδιάζουμε ένα ταξίδι του καζαντζακικού λόγου στο νησί μέσα από μουσικοθεατρικές παραστάσεις που θα ταξιδέψουν σε όλους τους Νομούς της Κρήτης, καθώς και πολλές άλλες δράσεις στις οποίες θα προσκαλούμε το κοινό του Μουσείου να μας ακολουθήσει είτε ψηφιακά, είτε επισκεπτόμενο το Μουσείο, είτε μαζί μας στο ταξίδι εκτός του Μουσείου.
Η μελέτη των επιστολών φανερώνει την πρόθεση
του Καζαντζάκη να κυκλοφορήσει άμεσα
ένα νέο αντιπολεμικό μυθιστόρημα στα αγγλικά, διεκδικώντας το βραβείο Νόμπελ
«Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θησαυρούς μπορεί να αποκαλύψει η συστηματική έρευνα του Αρχείου»
-Έχει μελετηθεί πλήρως το Αρχείο του Μουσείου ή υπάρχει περίπτωση να δούμε κι άλλα «διαμάντια»;
Το Αρχείο του Μουσείο Καζαντζάκη είναι ένα ανοιχτό Αρχείο, πράγμα που σημαίνει πως διαρκώς εμπλουτίζεται κι επομένως κανείς δεν ξέρει τι νέα αποκτήματα θα μπορούσαν να έρθουν στο μέλλον. Ωστόσο, ακόμα και σε παλαιότερα τεκμήρια για τα οποία έχει γίνει καταγραφή και τεκμηρίωση, κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θησαυρούς μπορεί να αποκαλύψει η συστηματική έρευνα. Ωστόσο, με την έννοια της ανακάλυψης άλλου ανέκδοτου μυθιστορήματος, μπορώ να πω πως δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο του Ανήφορου στις Συλλογές μας.
«Το χειρόγραφο αποτελείται από 91 λυτά, πυκνογραμμένα φύλλα χαρτιού και βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση»
-Σε τι κατάσταση βρίσκεται το χειρόγραφο και πόσες σελίδες είναι συνολικά;
Το χειρόγραφο αποτελείται από ενενήντα ένα λυτά πυκνογραμμένα φύλλα χαρτιού, περίπου 180 σελίδες, με σειριακή αρίθμηση από (1)-196). Βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση, καθώς έχει υποστεί διαδικασία ειδικής συντήρησης χαρτιού.
-Θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερή;
Είναι μεγάλη τύχη το αντικείμενο της δουλειάς σου να έχει να κάνει με χειρόγραφα μιας σπουδαίας προσωπικότητας, όπως του Νίκου Καζαντζάκη. Πόσο μάλλον να βρεθείς μπροστά σε ένα άγνωστο έργο του.
-Διαβάζοντάς το υπάρχει κάποια φράση από το βιβλίο που χαράχτηκε στη μνήμη σας;
«Υπάρχει εδώ στην Κρήτη μια αδάμαστη φλόγα, ας την πούμε ψυχή, μια φλόγα πιο πάνω από τη ζωή κι από το θάνατο. Υπερηφάνεια, πείσμα, παλικαριά; Δύσκολο να την ορίσεις, δηλαδή να την περιορίσεις. Όλα αυτά μαζί και κάτι άλλο, ανείπωτο κι αστάθμητο, που σε κάνει να υπερηφανεύεσαι πως είσαι άνθρωπος…».
Τι θα δούμε στην περιοδική έκθεση “Ο Ανήφορος: Το γνωστό-άγνωστο έργο” που φιλοξενείται στο μουσείο;Στην έκθεση εκτίθεται ολόκληρο το χειρόγραφο, «συμπληρωμένο» από το χειρόγραφο της Ασκητικής την οποία ο συγγραφέας σκόπευε να συμπεριλάβει ολόκληρη στο τρίτο μέρος, καθώς και άλλα τεκμήρια που αναδεικνύουν από πού άντλησε υλικό ο Καζαντζάκης και πού αξιοποίησε αποσπάσματα από αυτό το έργο μεταγενέστερα.
Επιπλέον, μπορεί να δει κανείς το δακτυλόγραφο της μετάφρασης του Ανήφορου και της Ασκητικής που έκανε η φίλη του Έλλη Λαμπρίδη, μια σπουδαία προσωπικότητα των Γραμμάτων, τα οποία παραχώρησε στο Μουσείο η ανιψιά της, η κυρία Γιολάντα Χατζή.
Από τα πιο σημαντικά τεκμήρια που υποστηρίζουν το αφήγημα της έκθεσης και τον τίτλο της είναι οι δεκάδες επιστολές, που στέλνει ο Καζαντζάκης τις ίδιες μέρες που γράφει το νέο μυθιστόρημα: στον Ιωάννη Κακριδή, τον Παντελή Πρεβελάκη, την Ελένη Καζαντζάκη, την Τέα Ανεμογιάννη, τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, τον Αλέξανδρο Φωτιάδη, τον Börje Knös, την Έλλη Λαμπρίδη. Η μελέτη των επιστολών φανερώνει την πρόθεση του Καζαντζάκη να κυκλοφορήσει άμεσα ένα νέο αντιπολεμικό μυθιστόρημα στα αγγλικά, διεκδικώντας το βραβείο Νόμπελ.