Ένας στους δύο εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (49%) καταβάλλει τουλάχιστον 500 ευρώ σε εκπαιδευτικές δαπάνες για τα παιδιά του, σε μηνιαία βάση». Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της ειδικής θεματικής έρευνας κοινής γνώμης, που έδωσαν στη δημοσιότητα η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας και το Ινστιτούτο Εργασίας και η οποία υλοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρεία Alco.
Τα σημαντικότερα ευρήματά της είναι τα παρακάτω:
«- Το 74% του δείγματος δηλώνει ότι τους τελευταίους 12 μήνες έχει καταβάλει δαπάνες για φροντιστήρια. Συγκεκριμένα, το 36% αφορούσε φροντιστήρια ενίσχυσης της σχολικής επίδοσης, ενώ ένα ακόμα 38% χρειάστηκε να πληρώσει ιδιωτικές υπηρεσίες διδασκαλίας ξένων γλωσσών για τα παιδιά του, παρά το γεγονός ότι η διδασκαλία ξένων γλωσσών συμπεριλαμβάνεται στα αναλυτικά προγράμματα της δωρεάν υποχρεωτικής και μέσης εκπαίδευσης.
Είναι σαφές ότι οι εκπαιδευτικές δαπάνες που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα με παιδιά φέρουν το ίχνος του εξετασιοκεντρικού τρόπου λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και συνδέονται άμεσα με την ανάγκη βελτίωσης της σχολικής επίδοσης ή την κάλυψη δομικών του ανεπαρκειών.
– Επισημαίνεται ότι από το ποσοστό του δείγματος των εργαζομένων, των οποίων τα παιδιά φοιτούν στο Λύκειο, δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην καταβάλει δίδακτρα για φροντιστήρια και φροντιστήρια ξένων γλωσσών, ενώ ήδη από το Γυμνάσιο τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται στο 80% για φροντιστήρια και 80% για φροντιστήρια ξένων γλωσσών.
– Ένας στους δύο εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (49%) καταβάλλει τουλάχιστον 500 ευρώ σε εκπαιδευτικές δαπάνες για τα παιδιά του σε μηνιαία βάση, ενώ το 30% ξοδεύει τουλάχιστον 750 ευρώ, δηλαδή σχεδόν τουλάχιστον έναν μηνιαίο κατώτατο μισθό.
– Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα με παιδιά εκτιμούν ότι οι ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευσή τους είναι ανελαστικές και δύσκολα μπορούν να μειωθούν. Έτσι, εμφανίζεται μόνο ένα 9% να δηλώνει ότι τις μείωσε σημαντικά, ένα 48% λίγο και ένα 43% καθόλου.
– Όπως είναι αναμενόμενο, οι μειώσεις είναι ευθέως ανάλογες του ύψους του οικογενειακού εισοδήματος. Στα οικογενειακά εισοδήματα μέχρι 1.000 ευρώ τον μήνα, μόνο το 14% δηλώνει ότι δεν προχώρησε σε καμία μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών, ενώ το 86% δηλώνει ότι προχώρησε σε μειώσεις δαπανών.
Πρόκειται για την πληθυσμιακή ομάδα που βρίσκουμε τους εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ή απασχολούνται με ευέλικτες μορφές εργασίας ή ακόμη για οικογένειες που βασίζονται σε έναν και μοναδικό μισθό, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του νοικοκυριού. Στον αντίποδα, το 100% των μηνιαίων οικογενειακών εισοδημάτων άνω των 2.500 ευρώ, δηλώνει ότι δεν έχει προχωρήσει σε απολύτως καμία περικοπή.
Από την κατανομή των απαντήσεων σε συσχέτιση με το εισόδημα, είναι εμφανείς οι ενδείξεις σημαντικής εκπαιδευτικής και κοινωνικής ανισότητας μεταξύ χαμηλών και υψηλών μηνιαίων αποδοχών.
– Το 91% των συμμετεχόντων στο δείγμα δηλώνει ότι τα τελευταία τρία χρόνια το κόστος των εκπαιδευτικών δαπανών αυξάνεται συνεχώς. Παράλληλα, ένα 20% των απαντήσεων του δείγματος δηλώνει ότι λαμβάνει υποστήριξη από συγγενείς του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος, προκειμένου να καλύψει τα κόστη των οικογενειακών ιδιωτικών εκπαιδευτικών δαπανών».