Αυξημένες κατά 8% ήταν οι τουριστικές αφίξεις απο το αεροδρόμιο “Νίκος Καζαντζάκης” το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου, ωστόσο οι άνθρωποι του τουρισμού λένε η κίνηση δεν ήταν αυτή που περίμεναν.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η εξήγηση που δίνει ο γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Διευθυντών Ξενοδοχείων Δημήτρης Κουμπαράκης στην «Π» είναι ότι η πίτα πλέον μοιράζεται σε πολλούς.
Οι ξενοδοχειακές κλίνες έχουν αυξηθεί, έχουμε καινούρια ξενοδοχεία και επέκταση υφιστάμενων μονάδων, αλλά και χιλιάδες καταλύματα airbnb.
Επιπλέον το ενεργειακό κόστος έχει εκτοξεύσει τις τιμές των αεροπορικών εισιτηρίων και του τουριστικού πακέτου εν γένει έως 40%, σύμφωνα με τον κ. Κουμπαράκη, ο οποίος λέει ότι οι ταξιδιώτες έρχονται μεν για διακοπές, φροντίζοντας όμως να κάνουν όσο το δυνατόν λιγότερα έξοδα.
Έτσι είτε μένουν μέσα στα ξενοδοχεία και δεν ξοδεύουν εκτός, είτε μένουν σε airbnb και ψωνίζουν από τα σούπερ μάρκετ.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι σήμερα στην Κρήτη είναι διαθέσιμα 27.000 καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Σε συνέντευξη που έδωσε στην Καθημερινή ο Τζιάκομο Τροβάτο, επικεφαλής της εταιρείας βραχυπρόθεσμων μισθώσεων airbnb για τις περιοχές της Ιταλίας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αναφέρει ότι το 30% των οικοδεσποτών προχωράει στη μίσθωση της πρώτης κατοικίας του, του ακινήτου δηλαδή όπου πραγματικά ζει.
Οσον αφορά τους φιλοξενουμένους, η μέση δαπάνη ανά άτομο και ανά ημέρα διαμορφώνεται σε 113 δολάρια τους τελευταίους 6 μήνες, εξαιρουμένων των εξόδων διαμονής.
Τα νούμερα για τις τουριστικές δαπάνες στην χώρα μας, ανά εθνικότητα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ταξιδιωτικού ισοζυγίου της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι στο πρώτο τρίμηνο του 2023, ο κάθε Αμερικανός ξόδεψε 774,5 ευρώ, ο κάθε Γάλλος ξόδεψε 623,9 ευρώ, ο κάθε Γερμανός μόλις 400 ευρώ, ενώ ο Βρετανός απεδείχθη ακόμη πιο σφιχτοχέρης καθώς ξόδεψε μόλις 370,2 ευρώ.
Μειώνουν τις δαπάνες ακόμη και όσοι μπορούν να ξοδέψουν
Το budget των διακοπών τους φαίνεται πως μειώνουν οι τουρίστες, αφού ακόμη και οι περισσότεροι από εκείνους που έχουν τη δυνατότητα, αρνούνται να ξοδέψουν πάνω από 500 δολάρια τη βραδιά για ένα ξενοδοχείο και δεν ενδιαφέρονται να πληρώσουν επιπλέον για πιο πράσινες ή πιο εντυπωσιακές επιλογές.
Αυτά έδειξε η τελευταία έρευνα του MLIV Pulse, του Bloomberg σε 465 ερωτηθέντες, από τις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Ευρώπη. Το παραπάνω ίσως να αποτελεί μια αντανάκλαση της μείωσης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών ή των παραπόνων τους, ότι η διογκωμένη τιμολόγηση δεν συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση της ποιότητας των υπηρεσιών.
Τα αποτελέσματα έρχονται σε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους για κρατήσεις ταξιδιού. Ο Μάρτιος είναι όταν οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να οριστικοποιούν τα καλοκαιρινά σχέδια.
Περίπου το 69% των συμμετεχόντων στη δημοσκόπηση είπε ότι ο μέγιστος προϋπολογισμός τους ανά διανυκτέρευση σε δωμάτιο ξενοδοχείου ήταν 500 δολάρια, ενώ το 24% ήταν πρόθυμο να ξοδέψει έως και 1.000. Ωστόσο, το 5% θέτει το όριο στα 2.000 και το 2% συνεχίζει να διασκεδάζει ξοδεύοντας 3.000 δολάρια ανά διανυκτέρευση ή και περισσότερο. Στους ερωτηθέντες περιλαμβάνονται traders, διαχειριστές χαρτοφυλακίου, ανώτερα στελέχη και μικροεπενδυτές.
Αν και τα 500 έως 1.000 δολάρια ανά διανυκτέρευση για ένα δωμάτιο μπορεί να ακούγονται πολλά, αυτό το εύρος δεν εξασφαλίζει σε κάποιον τα πιο όμορφα ξενοδοχεία στις περισσότερες μεγάλες αγορές, πόσο μάλλον τις σουίτες ή μεγαλύτερα δωμάτια σε μεσαίας κατηγορίας καταλύματα.
Σύμφωνα με στοιχεία της Google, οι τυπικές τιμές για ξενοδοχεία πέντε αστέρων στη Νέα Υόρκη είναι 523 έως 999 δολάρια ανά διανυκτέρευση τον Απρίλιο και τον Μάιο. Στο Παρίσι χρειάζονται από 707 έως 1.382 δολάρια για ένα αντίστοιχο δωμάτιο. Ενώ στο St. Barts, όπου τα τέλη της άνοιξης αποτελούν το τέλος της σεζόν, το τυπικό εύρος τιμών για ένα ξενοδοχείο κορυφαίας κατηγορίας φτάνει τα 1.451 δολάρια.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι τα πολυτελή ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και οι αεροπορικές εταιρείες θα αντιμετωπίσουν όλο και πιο «δύσκολους» καταναλωτές αυτό το καλοκαίρι.
Η τραπεζική κρίση, ο πληθωρισμός, τα αυξημένα ποσά στα στεγαστικά δάνεια και η χαλάρωση της αγοράς εργασίας, ειδικά σε τομείς υψηλού εισοδήματος όπως η τεχνολογία, είναι πιθανό να κάνουν τους τουρίστες να κρατούν υπό έλεγχο τις δαπάνες τους.