Ξέφυγαν πλέον οι τιμές του λαδιού στο ράφι! Λίγο κάτω από τα 10 ευρώ είναι η φθηνότερη τιμή που μπορεί να βρει ένας καταναλωτής στο Ηράκλειο το λίτρο το ελαιόλαδο στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ που υπάρχουν στην πόλη!
Η τιμή μάλιστα δεν αφορά καν το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, αλλά λάδι αποτελούμενο από εξευγενισμένα έλαια ιδιωτικής ετικέτας. Διότι, όταν η συζήτηση προχωρήσει στο εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, οι τιμές εκτοξεύονται κι αρχίζουν από τα 11.01 ευρώ το λίτρο, ενώ μπορούν να ξεπεράσουν τα 20 ευρώ ανά λίτρο, εφόσον το ελαιόλαδο είναι βιολογικό, ή αντίστοιχα να υπερβούν τα 16 ευρώ ανά λίτρο στην περίπτωση του εξαιρετικά παρθένου ελαιόλαδου.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η κλασική τετράλιτρη συσκευασία αρχίζει να πωλείται πλέον από 44 – 45 ευρώ με τις τιμές να ανεβαίνουν ανάλογα με τη μάρκα και το προϊόν.
Μοναδικό παρήγορο είναι το γεγονός πως παραδόξως άλλα έλαια, όπως το ηλιέλαιο έχουν χαμηλή γενικά τιμή, με την τιμή πώλησης του 1 λίτρου να κυμαίνεται από 1.75 ευρώ για προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και να ανεβαίνει έως και στα 4 ευρώ ανά λίτρο.
Σημειώνεται πάντως ότι η τιμή του ηλιέλαιου συγκρινόμενη με προηγούμενες χρονιές παραμένει πολύ υψηλή, αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα ακολουθούσε τις αυξήσεις στου ελαιόλαδου.
Το «ευχάριστο» γεγονός πάντως είναι πως τουλάχιστον αναφορικά με το ηλιέλαιο, η κούρσα ανόδου σταμάτησε κάποια στιγμή και δεν ακολούθησε τον … εκτροχιασμό της κούρσας του ελαιόλαδου.
Εκτός όμως από το λάδι, η τιμή του οποίου παραμένει στα ύψη, οι τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ εξακολουθούν να είναι ανεξήγητα ακριβές, με τους καταναλωτές να συνεχίζουν το μποϊκοτάζ στα προϊόντα των εταιρειών Unilever και Procter & Gamble.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως για μια απλή ηλεκτρονική παραγγελία εβδομάδας, χωρίς κρέας, στην οποία επιλέχθηκαν μόνο προϊόντα από το «Καλάθι του νοικοκυριού» και κατά κύριο λόγο προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (άρα προϊόντα που δεν επιβαρύνονται με κόστος διαφήμισης και προώθησης), χρειάστηκαν περισσότερα από 40 ευρώ. Η παραγγελία περιλάμβανε γάλα, νερό, χυμό, γαλοπούλα, τυρί, γιαούρτι, φακές, λευκό τυρί, οδοντόκρεμα, μωρομάντιλα, χαρτί υγείας και χαρτί κουζίνας.
Με δεδομένο μάλιστα πως με αυτά τα προϊόντα δεν μπορεί να επιβιώσει για μία εβδομάδα ούτε ένας εργένης που μένει μόνος σε ένα σπίτι, γίνεται κατανοητό το μέγεθος της ακρίβειας που επικρατεί.
Αν τώρα υπολογιστεί το κόστος για την αγορά βασικών προϊόντων μιας τετραμελούς οικογένειας με μικρά παιδιά, χωρίς να γίνονται υπερβολές και χωρίς να καλύπτονται «περιττά» έξοδα, μεταξύ των οποίων γλυκά ή σνακς χρειάζονται περισσότερα από 150 ευρώ την εβδομάδα δεδομένων των συνθηκών και των τιμών που υπάρχουν, ακόμα κι αν γίνει πολύ προσεκτική επιλογή στα τρόφιμα και στα προϊόντα που θα αγοραστούν.
Αν αναλογιστεί μάλιστα ότι ένα μέσο νοικοκυριό μισθωτών κερδίζει περίπου 1.500 – 1.700 ευρώ το μήνα, με βάση τα μισθολόγια που υπάρχουν, γίνεται κατανοητό πως το μηνιαίο κόστος στο σούπερ μάρκετ, μόνο για τα βασικά υπερβαίνει το 1/3 του οικογενειακού προϋπολογισμού, που επιβαρύνεται με πολύ μεγάλα επιπλέον έξοδα όπως ενοίκιο, μεταφορές, ενέργεια.
Δίκαια λοιπόν η κυβέρνηση έχει αναγάγει το θέμα της ακρίβειας σε νούμερο ένα θέμα προς επίλυση, αφού πλέον αποτελεί ένα ζήτημα επιβίωσης κι όχι ένα ζήτημα πολυτέλειας.
Ευχή όλων είναι να μπορέσουν τα όποια προβλήματα να ξεπεραστούν και οι παρεμβάσεις που θα γίνουν να έχουν πραγματικό αποτέλεσμα.