ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Ανάπτυξη 2,2% και πληθωρισμό στο 4,6% για το 2023 προβλέπει το βασικό σενάριο, δηλαδή χωρίς καμία διαταραχή στην υπάρχουσα κατάσταση, του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για το 2023.

Ωστόσο στην έκθεσή του για το πρώτο τρίμηνο του έτους περιλαμβάνονται και τρία εναλλακτικά σενάρια που ενδέχεται να προκύψουν από το τρίτο τρίμηνο του 2023. Στο σενάριο 1, η επενδυτική βαθμίδα, στο βαθμό που τα θετικά αποτελέσματά της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας διαχυθούν άμεσα στην πραγματική οικονομία, θα προκαλέσει αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων που θα ενισχύσουν το ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στο 2,3% το 2023 και στο 2,7% το 2024, δηλαδή 0,1 και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το βασικό σενάριο.

Συνεπώς, η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα μπορούσε να έχει αξιόλογη θετική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας πέρα από τις ευνοϊκές επιπτώσεις στη διαχείριση του δημόσιου χρέους.

Στο σενάριο 2, η μείωση των κρατικών μεταβιβάσεων θα περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών και θα οδηγήσει το ΑΕΠ σε μεγέθυνση 2% το 2023 και 2,1% το 2024, δηλαδή 0,2 και 0,1 κάτω από το βασικό σενάριο.

Στο σενάριο 3, η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης θα οδηγήσει σε ρυθμό μεγέθυνσης 2,3% το 2023 και 2,2% το 2024, δηλαδή 0,1 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το βασικό σενάριο για το 2023 αλλά χωρίς διαφορά από το βασικό σενάριο για το 2024.

Oι κίνδυνοι

Οι προβλέψεις του βασικού και των εναλλακτικών σεναρίων υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους. Για παράδειγμα, τυχόν βραδύτερη ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης θα καθυστερήσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.

Η περαιτέρω αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, ο οποίος θα μπορούσε να αποδειχθεί περισσότερο επίμονος από ότι αναμένεται, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.

Ο πληθωρισμός θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο επίμονος αν λάβουν χώρα εκτεταμένες μισθολογικές αυξήσεις καθώς και αν συνεχιστεί η αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων. Οι καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερες του αναμενομένου επενδύσεις.

Ενώ, η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκ νέου άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων επηρεάζοντας τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη.

Τέλος, η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων και η υιοθέτηση αυστηρότερου δημοσιονομικού πλαισίου που περιορίζει τη δυνατότητα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες.

Πληθωρισμός

Παρά τη γενικά θετική εικόνα, οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την εξέλιξη του πληθωρισμού. Όπως έχει αναφερθεί επανειλημμένα σε προηγούμενες εκθέσεις του Γραφείου, ο πληθωρισμός έχει αναδιανεμητικές επιπτώσεις, δηλαδή βελτιώνει τη θέση κάποιων επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων άλλων.

Σε πρόσφατη έρευνά του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών, ενώ η φορολογία είχε αρνητική επίδραση.

Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός “απληστίας”) και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών και λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων.

Με άλλα λόγια, χωρίς μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.

Σημαντικές θα είναι και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού κατά το τρέχον έτος καθώς θα περιοριστεί η ευνοϊκή επίδραση στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε οριακά κατά 3 περίπου δις ευρώ σε ονομαστικούς όρους (από 353,5 δις σε 356,3 δις) αλλά μειώθηκε εντυπωσιακά κατά πάνω από 23 ποσοστιαίες μονάδες σαν ποσοστό του ΑΕΠ (από 194,6% σε 171,3%). Η θετική αυτή εξέλιξη προήλθε από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού αύξησης του χρέους (επιτόκιο και καθαρός νέος δανεισμός) και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης και δεν αναμένεται να επαναληφθεί, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, κατά το τρέχον έτος.