Προτιμά συνήθως να γράφει ιστορικά μυθιστορήματα, επιλέγοντας περιόδους σκοτεινές, που ελάχιστα γνωρίζουμε όλοι μας γι’ αυτές. Έτσι μετά την τετραλογία του για τον Εμφύλιο Πόλεμο, πριν έναν χρόνο ξεκίνησε να γράφει για τον Μακεδονικό Αγώνα μια τριλογία που μόλις ολοκληρώθηκε με τα “Συναξάρια της μικρής πατρίδας».
Το τελευταίο βιβλίο του Θοδωρή Παπαθεοδώρου θα παρουσιαστεί σήμερα στις 8 το βράδυ, στο “Ντορέ Συμπόσια” σε μια εκδήλωση που οργανώνουν το βιβλιοπωλείο “Χαρταετός” και οι εκδόσεις “Ψυχογιός”. Με γνώμονα το γεγονός ότι επιλέγει θέματα δύσκολα και οδυνηρά, ο συγγραφέας ψάχνει και ερευνά επισταμένως ποροκειμένου αυτά να παρουσιάζονται με πιστότητα και εγκυρότητα.
«Όταν βεβαίως μιλάω για έρευνα» επισημαίνει ο συγγραφέας μιλώντας στην «Π», δεν αναφέρομαι στο διαδίκτυο και το εύκολο ψάξιμο στο Google που πολλές φορές δεν παρέχει αξιόπιστα στοιχεία, ενώ πολλάκις είναι παραποιημένα.
Ούτε μιλώ μόνο για μελέτη σε βιβλιοθήκες και αρχεία. Μα και για επιτόπιες έρευνες απανταχού της Μακεδονίας, της Θράκης, αλλά και της Κρήτης και της Αθήνας. Επίσης μιλώ για κουβέντες και συνομιλίες με ηλικιωμένους, κυρίως, κατοίκους αυτών των περιοχών που άνοιξαν το σεντούκι της μνήμης τους και μοιράστηκαν μαζί μου ακούσματα και εμπειρίες.
Μιλώντας επίσης για τη Συμφωνία των Πρεσπών ο κ.Παπαθεοδώρου επισημαίνει ότι διαφωνεί με τη συγκεκριμένη συμφωνία όχι τόσο για το όνομα, όσο για την αναγνώριση από μέρους μας «μακεδονικής γλώσσας» και κυρίως «μακεδονικής εθνότητας».” “Αυτή η αναγνώριση -υπογραμμίζει-ανοίγει μια κερκόπορτα, από την οποία μπορεί να περάσουν θέματα μειονοτικά και κατά συνέπεια αλυτρωτικά “.
Ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Παπαθεοδώρου στην “Π” είναι η ακόλουθη:
“Με εντυπωσίασε η σαφήνεια και η συγκίνηση των γεροντότερων, που μοιράστηκαν μαζί μου τα ακούσματα των πατεράδων τους”
-Με τα “Συναξάρια της μικρής πατρίδας”, που μόλις κυκλοφόρησαν, ολοκληρώνεται η σειρά του «Μακεδονικού Αγώνα”. Είχαν προηγηθεί οι “Γυναίκες της μικρής πατρίδας” ακριβώς έναν χρόνο πριν και τα “Λιανoκέρια της μικρής πατρίδας” στα τέλη του περσινού έτους. Υπήρξε κάποιο γεγονός που σας έκανε να ασχοληθείτε με αυτή την περίοδο της ιστορίας μας;
Όσοι αναγνώστες και όσες αναγνώστριες με τιμούν διαβάζοντας τα έργα μου, γνωρίζουν ότι η συγγραφική μου πορεία εδράζεται κατά κύριο λόγο στο ιστορικό μυθιστόρημα. Συνήθως επιλέγω ιστορικές περιόδους σκοτεινές, που ελάχιστα γνωρίζουμε όλοι μας γι’ αυτές.
Όπως ο Εμφύλιος Πόλεμος που ανέπτυξα, ελπίζω πλήρως και συγκλονιστικά, στις «Κόρες της Λησμονιάς» και στα άλλα τρία ιστορικά μυθιστορήματα που ακολούθησαν. Μετά την τετραλογία του Εμφυλίου λοιπόν, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να ασχοληθώ με μια άλλη άγνωστη, το ίδιο σκοτεινή και οδυνηρή, περίοδο στην ιστορία του λαού μας, τον Μακεδονικό Αγώνα.
Βήμα προς βήμα και γεγονός προς γεγονός, τα μυθιστορήματα: «Γυναίκες της μικρής πατρίδας», «Λιανοκέρια της μικρής πατρίδας» και «Συναξάρια της μικρής πατρίδας» που μόλις εκδόθηκε, παρακολουθούν τον αγώνα του δοκιμαζόμενου από τη σλαβική λαίλαπα Ελληνισμού στη Μακεδονία και τη Θράκη καθώς και τον τρομερό αγώνα των εθελοντών από την Κρήτη και την Πελοπόννησο τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα, δίχως όμως αυτή η ιστορική πιστότητα να καλύπτει ή να εξοβελίζει την συνταρακτική, θέλω να πιστεύω, μυθιστορηματική πλοκή.
-Τοποθετείτε τους ήρωές σας μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Κάνατε τη δική σας έρευνα;
Από τα τρισήμιση χρόνια που κράτησε η συγγραφή της Τριλογίας του Μακεδονικού Αγώνα, ο ένας ήταν εξολοκλήρου αφιερωμένος στην ιστορική έρευνα γιατί ήθελα τα γεγονότα να παρουσιάζονται με εγκυρότητα και πιστότητα, κανείς αναγνώστης να μην παραπλανηθεί, αλλά κλείνοντας το βιβλίο να έχει μία κατά το δυνατόν πλήρη γνώση για το τι συνέβη τότε στην Μακεδονία και τη Θράκη, τι σπουδαίο κερδήθηκε και με πόσες θυσίες των Μακεδόνων.
Όταν βεβαίως μιλάω για έρευνα, δεν αναφέρομαι στο διαδίκτυο και το εύκολο ψάξιμο στο Google που πολλές φορές δεν παρέχει αξιόπιστα στοιχεία, ενώ πολλάκις είναι παραποιημένα. Ούτε μιλώ μόνο για μελέτη σε βιβλιοθήκες και αρχεία. Μα και για επιτόπιες έρευνες απανταχού της Μακεδονίας, της Θράκης, αλλά και της Κρήτης και της Αθήνας.
Eπίσης μιλώ για κουβέντες και συνομιλίες με ηλικιωμένους, κυρίως, κατοίκους αυτών των περιοχών που άνοιξαν το σεντούκι της μνήμης τους και μοιράστηκαν μαζί μου ακούσματα και εμπειρίες. Τους ευχαρίστησα θερμά και ονομαστικά έναν έναν στο τέλος του βιβλίου μου, τους ευχαριστώ και από εδώ και εύχομαι ο Θεός να τους χαρίσει πολλά πολλά ακόμη χρόνια με υγεία και δύναμη.
-Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας ήρθαν στο φως κάποια στοιχεία που δεν γνωρίζατε και σας εντυπωσίασαν;
Τα στοιχεία πάνω κάτω τα γνώριζα, αν και ήταν πολύ δύσκολο να τα εντοπίσω μια και ο Μακεδονικος Αγώνας δεν ήταν ένας επίσημος πόλεμος. Ήταν μυστικός, υπόγειος, ανορθόδοξος και άρα οι πηγές ήταν ελάχιστες.
Πιο πολύ με εντυπωσίασε η ενάργεια, η σαφήνεια, ο ενθουσιασμός και η τρομερή συγκίνηση των γεροντότερων όταν μοιράζονταν μαζί μου τις αφηγήσεις και τα ακούσματα των πατεράδων και των παππούδων τους.
Όλα αυτά τα εκπληκτικά συναισθήματα πάσχισα να τα βάλω στο χαρτί και να τα κοινωνήσω στους αναγνώστες μου αφού δεν μιλάμε για μελέτη ή δοκίμιο, μιλάμε για μυθιστόρημα και πρωτίστως με ενδιέφεραν οι ψυχές των ανθρώπων και οι αγώνες τους.
-Είναι εύκολο να συμβαδίζουν η απόλαυση του αναγνώστη και η ιστορική γνώση;
Ενεδρεύει ένας μεγάλος κίνδυνος, η ξύλινη γλώσσα. Αυτός θεωρώ πως είναι ο πρώτος κίνδυνος πρωτίστως. Διότι για να γράψει κανείς ιστορικό μυθιστόρημα, και όχι απλώς ένα μυθιστόρημα εποχής με γενικόλογες περιγραφές, θα πρέπει να έχει εντρυφήσει στην Ιστορία της περιόδου, θα πρέπει να μελετήσει πολλές πηγές έτσι ώστε να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Τα δοκίμια όμως ή τα έγγραφα είναι διατυπωμένα σε μια περίεργη γλώσσα, εντελώς διαφορετική από τη γλαφυρότητα και την εκφραστικότητα που πρέπει να διέπουν ένα μυθιστόρημα.
Ο δεύτερος κίνδυνος νομίζω πως είναι ο ακκισμός και η επίδειξη γνώσεων. Υπάρχει ένα όριο όπου η παράθεση γεγονότων ή στοιχείων επικαλύπτει την ίδια την πλοκή. Κάποιες φορές λοιπόν, οι συγγραφείς θέλουν να αναφέρουν όλα όσα έχουν διαβάσει κι έτσι τα στριμώχνουν άτσαλα μέσα στην αφήγηση. Αυτό είναι μια κατάρα για κάθε ιστορικό μυθιστόρημα.
-Ποιους κινδύνους και παγίδες κλείνει για τον συγγραφέα του αλλά και για τον αναγνώστη ένα ιστορικό μυθιστόρημα;
Νομίζω πως οι κίνδυνοι που σας ανέφερα ήδη αφορούν όχι μόνο τον συγγραφέα, μα και τον αναγνώστη. Η διαφορά είναι πως ευθύνεται αποκλειστικά ο πρώτος.
-Γιατί ως συγγραφέας χρησιμοποιείται το δικό σας όνομα αλλά και το λογοτεχνικό ψευδώνυμο “Θάνος Δραγούμης;”
Η ανάγκη να είμαι καθαρός και έντιμος απέναντι στους αναγνώστες και στις αναγνώστριές μου, όντας ταγμένος μέχρι τότε να υπηρετώ το ιστορικό μυθιστόρημα που έχει μια συγκεκριμένη δομή, ανάπτυξη και ύφος, δεν ήθελα κανείς να απογοητευτεί από βιβλία που είχαν εντελώς άλλη θεματολογία και λεκτική ανάπτυξη. Τ
ο «Σφαγείο Σαλονίκης» επί παραδείγματι που υπέγραψα με το ψευδώνυμο “Θάνος Δραγούμης” χωρίς να φανερώσω το πραγματικό μου όνομα, λόγω του θέματος και των ηρώων του είχε εντελώς διαφορετική δομή, ρυθμό και φρασεολογία, βαρύτατα χυδαία σε κάποια σημεία, έως και αποκρουστική.
Ή θα έπρεπε να διαλέξω ένα διαφορετικό όνομα για να μην πλανέψω κανέναν αναγνώστη μου ή θα έπρεπε να απαλύνω και να λειάνω καταστάσεις και λέξεις. Θεώρησα όμως πως αυτό το δεύτερο θα αλλοίωνε την περιρρέουσα, μυθιστορηματική ατμόσφαιρα και άρα θα αλλοίωνε το ίδιο το μυθιστόρημα κι έτσι επέλεξα το ψευδώνυμο, παρά τις αντίθετες παραινέσεις και τις πολλές πιέσεις του εκδότη μου για ευνόητους λόγους.
-Ποιος… θα υπερισχύσει στο άμεσο μέλλον;
Τι ωραία ερώτηση! Δυστυχώς, δεν μπορώ να την απαντήσω διότι την απάντηση δεν τη γνωρίζω ούτε εγώ. Συμπάσχω ακόμη με τους ήρωες και τις ηρωίδες μου: την Αρετή, τη Φωτεινή, τη Βάσιλκα, τον Μάνο, τον Λευτέρη, τον Παύλο Μελά, τον Τέλλο Άγρα. Προσώρας, μου είναι αδύνατο να τους αποχωριστώ…
Οποιαδήποτε στιγμή πλέον, ο κάθε τυχάρπαστος, προβοκάτορας ή απλώς ψώνιο που ποθεί δημοσιότητα, μπορεί να δηλώσει πως ανήκει στη «μακεδονική εθνότητα» και να προσφύγει στα ελληνικά ή τα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ζητώντας μειονοτικά σχολεία, αναγνώριση αλυτρωτικών σωματείων, αναγνώριση αλυτρωτικών δικαιωμάτων και πάει λέγοντας.
“Σηκώνει η πατρίδα μας άλλη μια… Θράκη στα βορειοανατολικά σύνορά μας;”
-Το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας βρίσκει ήδη επικυρωμένη τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ποιά είναι η θέση σας;
Ήμουν ξεκάθαρος εξαρχής. Διαφωνώ με τη συγκεκριμένη συμφωνία, μα όχι τόσο για το όνομα, όσο για την αναγνώριση από μέρους μας «μακεδονικής γλώσσας» και κυρίως «μακεδονικής εθνότητας». Αυτή η αναγνώριση ανοίγει μια κερκόπορτα, από την οποία μπορεί να περάσουν θέματα μειονοτικά και κατά συνέπεια αλυτρωτικά. Ποια «μακεδονική γλώσσα»;
Ο κάθε Βορειοελλαδίτης ξέρει πως τα Σκοπιανά είναι μια βουλγαρική διάλεκτος, στην οποία ο Τίτο πρόσθεσε ολίγα Σερβοκροατικά για πολιτικούς λόγους και στην οποία, επίσης για πολιτικούς λόγους, προστέθηκαν το 1992 και ολίγα Αλβανικά.
Ένας επίπλαστος αχταρμάς δηλαδή για να αποκτήσει το κρατίδιο επίσημη γλώσσα μπας και παραμείνει ενωμένο. Χειρότερο όμως κι από αυτό είναι η αναγνώριση «μακεδονικής εθνότητας». Οποιαδήποτε στιγμή πλέον, ο κάθε τυχάρπαστος, προβοκάτορας ή απλώς ψώνιο που ποθεί δημοσιότητα, μπορεί να δηλώσει πως ανήκει στη «μακεδονική εθνότητα» και να προσφύγει στα ελληνικά ή τα ευρωπαϊκά δικαστήρια ζητώντας μειονοτικά σχολεία, αναγνώριση αλυτρωτικών σωματείων, αναγνώριση αλυτρωτικών δικαιωμάτων και πάει λέγοντας.
Άλλη μια «Θράκη» δηλαδή στα βορειοδυτικά σύνορά μας. Το σηκώνει αυτό η πατρίδα μας σήμερα;»
“Για να γράψει κανείς ένα ιστορικό μυθιστόρημα κι όχι ένα εποχής, θα πρέπει να έχει εντρυφήσει στην Ιστορία και να μελετήσει πολλές πηγές”
-Είναι εύκολο να συμβαδίζουν η απόλαυση του αναγνώστη και η ιστορική γνώση;
Ενεδρεύει ένας μεγάλος κίνδυνος, η ξύλινη γλώσσα. Αυτός θεωρώ πως είναι ο πρώτος κίνδυνος πρωτίστως. Διότι για να γράψει κανείς ιστορικό μυθιστόρημα, και όχι απλώς ένα μυθιστόρημα εποχής με γενικόλογες περιγραφές, θα πρέπει να έχει εντρυφήσει στην Ιστορία της περιόδου, θα πρέπει να μελετήσει πολλές πηγές έτσι ώστε να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του.
Τα δοκίμια όμως ή τα έγγραφα είναι διατυπωμένα σε μια περίεργη γλώσσα, εντελώς διαφορετική από τη γλαφυρότητα και την εκφραστικότητα που πρέπει να διέπουν ένα μυθιστόρημα.
Ο δεύτερος κίνδυνος νομίζω πως είναι ο ακκισμός και η επίδειξη γνώσεων. Υπάρχει ένα όριο όπου η παράθεση γεγονότων ή στοιχείων επικαλύπτει την ίδια την πλοκή. Κάποιες φορές λοιπόν, οι συγγραφείς θέλουν να αναφέρουν όλα όσα έχουν διαβάσει κι έτσι τα στριμώχνουν άτσαλα μέσα στην αφήγηση. Αυτό είναι μια κατάρα για κάθε ιστορικό μυθιστόρημα.
-Ποιους κινδύνους και παγίδες κλείνει για τον συγγραφέα του αλλά και για τον αναγνώστη ένα ιστορικό μυθιστόρημα;
Νομίζω πως οι κίνδυνοι που σας ανέφερα ήδη αφορούν όχι μόνο τον συγγραφέα, μα και τον αναγνώστη. Η διαφορά είναι πως ευθύνεται αποκλειστικά ο πρώτος.
-Γιατί ως συγγραφέας χρησιμοποιείται το δικό σας όνομα αλλά και το λογοτεχνικό ψευδώνυμο “Θάνος Δραγούμης;”
Η ανάγκη να είμαι καθαρός και έντιμος απέναντι στους αναγνώστες και στις αναγνώστριές μου, όντας ταγμένος μέχρι τότε να υπηρετώ το ιστορικό μυθιστόρημα που έχει μια συγκεκριμένη δομή, ανάπτυξη και ύφος, δεν ήθελα κανείς να απογοητευτεί από βιβλία που είχαν εντελώς άλλη θεματολογία και λεκτική ανάπτυξη.
Το «Σφαγείο Σαλονίκης» επί παραδείγματι που υπέγραψα με το ψευδώνυμο “Θάνος Δραγούμης” χωρίς να φανερώσω το πραγματικό μου όνομα, λόγω του θέματος και των ηρώων του είχε εντελώς διαφορετική δομή, ρυθμό και φρασεολογία, βαρύτατα χυδαία σε κάποια σημεία, έως και αποκρουστική.
Ή θα έπρεπε να διαλέξω ένα διαφορετικό όνομα για να μην πλανέψω κανέναν αναγνώστη μου ή θα έπρεπε να απαλύνω και να λειάνω καταστάσεις και λέξεις. Θεώρησα όμως πως αυτό το δεύτερο θα αλλοίωνε την περιρρέουσα, μυθιστορηματική ατμόσφαιρα και άρα θα αλλοίωνε το ίδιο το μυθιστόρημα κι έτσι επέλεξα το ψευδώνυμο, παρά τις αντίθετες παραινέσεις και τις πολλές πιέσεις του εκδότη μου για ευνόητους λόγους.
-Ποιος… θα υπερισχύσει στο άμεσο μέλλον;
Τι ωραία ερώτηση! Δυστυχώς, δεν μπορώ να την απαντήσω διότι την απάντηση δεν τη γνωρίζω ούτε εγώ. Συμπάσχω ακόμη με τους ήρωες και τις ηρωίδες μου: την Αρετή, τη Φωτεινή, τη Βάσιλκα, τον Μάνο, τον Λευτέρη, τον Παύλο Μελά, τον Τέλλο Άγρα. Προσώρας, μου είναι αδύνατο να τους αποχωριστώ…