Σχεδόν από κανένα Υπουργικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ ως το 2004 δεν είχε λείψει ο Άκης Τσοχατζόπουλος
Σχεδόν από κανένα Υπουργικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ ως το 2004 δεν είχε λείψει ο Άκης Τσοχατζόπουλος

Ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και μία από τις πιο αναγνωρίσιμες κι ενεργές μορφές της ελληνικής πολιτικής σκηνής, έφυγε σε ηλικία 82 ετών.

Ο πρώην υπουργός και ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ νοσηλευόταν σε ιδιωτικό νοσοκομείο στον Πειραιά το τελευταίο διάστημα αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα υγείας. Με βάση το ιατρικό πόρισμα, ο θάνατος του οφείλεται σε πολυοργανική ανεπάρκεια και σε σήψη λόγω ανθεκτικότητας των μικροβίων.

Ο Απόστολος – Αθανάσιος Τσοχατζόπουλος υπήρξε πρόσωπο της επικαιρότητας για δεκαετίες, ενώ είχε συνδέσει το όνομα του με τις «χρυσές εποχές» της περιόδου ΠΑΣΟΚ, με τη διακυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και με τη μοναδική «πρωτιά» συμμετοχής σχεδόν σε όλα τα Υπουργικά Συμβούλια, όσο το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν στην κυβέρνηση μέχρι το 2004.

Η πολιτική του σταδιοδρομία αρχίζει το 1968 όταν γνωρίζει στη Φρανκφούρτη τον Ανδρέα Παπανδρέου, για να γίνουν φίλοι και στη συνέχεια να συμμετάσχει το 1970 στο αντιδικτατορικό Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα.

Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Από τότε συμμετείχε για πολλά χρόνια στα εκτελεστικά γραφεία του κόμματος. Την περίοδο 1990 – 1994 διετέλεσε γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, ενώ το 1995 εξελέγη αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Στις εκλογές του 1981 συμπεριλήφθηκε στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ εκλεγόμενος βουλευτής. Από το 1985 έως και τις εκλογές του 2004 εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής στην Α’ Θεσσαλονίκης. Το 1995 ο Άκης Τσοχατζόπουλος διετέλεσε αναπληρωτής πρωθυπουργός και με την ιδιότητα αυτή εκπροσώπησε την Ελλάδα στη σύνοδο κορυφής των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Μαδρίτη.

Στενός φίλος και συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου υπήρξε ο Άκης Τσοχατζόπουλος
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος με τον Κώστα Σημίτη

Το 1996, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου παραιτήθηκε από το αξίωμα του προέδρου, ο Άκης Τσοχατζόπουλος θέτει υποψηφιότητα για την ανάδειξη του νέου πρωθυπουργού που θα εξέλεγε η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ.

Ισοψήφησε με 53 ψήφους με τον Κώστα Σημίτη, ενώ ακολούθησαν σε ψήφους οι Γεράσιμος Αρσένης και Γιάννης Χαραλαμπόπουλος. Στην επαναληπτική ψηφοφορία έλαβε 75 ψήφους, έναντι 86 του Κώστα Σημίτη. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου και μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου, διεκδίκησε στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ το χρίσμα του προέδρου του κόμματος, απέτυχε όμως να εκλεγεί.

Ο Άκης Τσοχατζόπουλος με τον Κώστα Σημίτη
Σχεδόν από κανένα Υπουργικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ ως το 2004 δεν είχε λείψει ο Άκης Τσοχατζόπουλος

Συμμετείχε σχεδόν σε όλα τα υπουργικά συμβούλια των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, από τον πρώτο σχηματισμό της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 μέχρι το τέλος της κυβέρνησης Σημίτη το 2004, ενώ διετέλεσε υπουργός και στην οικουμενική κυβέρνηση του Ξενοφώντα Ζολώτα.

Διετέλεσε βουλευτής από το 1974 έως το 2007. Στις εκλογές όμως του 2007 απέτυχε να εκλεγεί καθώς κατατάχθηκε στην 7η θέση ανάμεσα στους συνυποψηφίους του, ενώ στις εκλογές του 2009 δεν κατέβηκε υποψήφιος.

Στις 11 Απριλίου 2011, ο πρώην υπουργός διαγράφηκε οριστικά από το ΠΑΣΟΚ. Η ψήφιση στο Κοινοβούλιο από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος της σύστασης προκαταρκτικής επιτροπής από την Βουλή των Ελλήνων, έφεραν τον πρώην υπουργό σε σύγκρουση με τους βουλευτές του κόμματός του, ενώ ανέφερε ότι αποτελεί κίνηση υποχωρητικότητας έπειτα από την πίεση της αντιπολίτευσης.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 11 Απριλίου 2012 συνελήφθη με την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα και στις 7 Οκτωβρίου 2013 καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 20 ετών, με την ποινή του να μειώνεται αργότερα σε 19 χρόνια. Επικαλούμενος προβλήματα υγείας αποφυλακίστηκε στις 2 Ιουλίου 2018.

Βιογραφικό

Ο Άκης Τσοχατζόπουλος γεννήθηκε στις 31 Ιουλίου του 1939 στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου μεταφέρθηκε η οικογένειά του το 1940.

Η καταγωγή του πατέρα του είναι από την Κωνσταντινούπολη και της μητέρας του από τα Ιωάννινα. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του υπήρξε καλαθοσφαιριστής, αγωνιζόμενος για δύο χρόνια (1953 και 1954) στον ΠΑΟΚ. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου Πολιτικός Μηχανικός και Μηχανικός Οικονομίας και Διοίκησης. Εργάστηκε σε κατασκευές δημοσίων έργων στη Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία και Ιταλία. Η βάση του ήταν στη Γερμανία, όπου έζησε συνολικά 16 χρόνια, από το 1959 έως το 1975 οπότε και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα.

Με τη σύζυγό του Βίκυ Σταμάτη

Από το 2004 είχε αρχίσει να δέχεται επικρίσεις από τον Τύπο και μερίδα του πολιτικού κόσμου για τη σπατάλη στον γάμο του στο Παρίσι, την περιουσία του και τις επαφές του με επιχειρηματίες. Το 2010 ερευνήθηκε για φοροδιαφυγή με αφορμή την αγορά σπιτιού στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Το 2011 ο πρώην υπουργός διαγράφηκε οριστικά από το ΠΑΣΟΚ και λίγο αργότερα καταδικάστηκε 5,5 χρόνια φυλάκιση και χρηματική ποινή 210.000 ευρώ.

Κατόπιν άνοιξε έρευνα Κοινοβουλευτικής Επιτροπής του σκανδάλου δωροδοκιών της Siemens. Ο κ. Τσοχατζόπουλος ελέγχθηκε για τις ενέργειές του ως υπουργός Εθνικής Άμυνας την περίοδο από το 1996 έως 2001. Το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel τον συνέδεσε με την υπόθεση δωροδοκιών της εταιρείας κατασκευής υποβρυχίων Ferrostaal και έγινε έλεγχος του “πόθεν έσχες” του.

Στις 6 Ιουνίου 2011 κατατέθηκε το πόρισμα της επιτροπής στο οποίο αναφερόταν ότι δέχθηκε καταθέσεις μεγάλων ποσών σε προσωπικό του λογαριασμό από εκπρόσωπο εταιρείας εξοπλιστικών συστημάτων. Ο ίδιος έκανε λόγο για πλεκτάνη εις βάρος του και για σκευωρία.

Στις 11 Απριλίου 2012, μετά από ένταλμα που εκδόθηκε σε βάρος του από τον ειδικό ανακριτή Πρωτοδικών και την εισαγγελέα, συνελήφθη και στις 7 Οκτωβρίου 2013 καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή κάθειρξης 20 ετών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

Τον Ιούλιο του 2015, η πρώην σύζυγος του Τσοχατζόπουλου, Γκούντρουν Μολντενάουερ, η οποία επίσης καταδικάστηκε πρωτόδικα σε φυλάκιση 6 ετών για το σκάνδαλο των εξοπλιστικών, υπέγραψε δήλωση συναίνεσης ώστε ποσό 833.000 δολαρίων που βρέθηκε σε λογαριασμό της στην Ελβετία να κατατεθεί στον ειδικό λογαριασμό του Δημοσίου.