ΣΤΑΘΗΣ ΓΚΟΤΣΗΣ

Η νομική μορφή του Ν.Π.Δ.Δ. παρέχει τη δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό που αδημονεί να εισβάλλει και στον χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς

Της Αντωνίας Κουτσάκη

«Κόκκινο πανί» αποτελεί για τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων η εξαγγελθείσα από το Υπουργείο Πολιτισμού, μετατροπή του καθεστώτος των δημόσιων μουσείων-μεταξύ των οποίων και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου -σε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου.

Όπως επισημαίνει μιλώντας στην “Π’ το μέλος της Διοίκησης του ΣΕΑ, ιστορικός στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο κ. Στάθης Γκότσης, ο  Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων   θα αντιταχθεί με κάθε πρόσφορο μέσο στην εξαγγελθείσα μετατροπή των δημόσιων/κρατικών μουσείων σε ΝΠΔΔ. όταν και αν η κυβέρνηση δρομολογήσει συγκεκριμένο σχέδιο υλοποίησης της εξαγγελίας της.

  •  Τι σημαίνει όμως η μετατροπή αυτή;

“Η προτεινόμενη μετατροπή των Μουσείων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που λειτουργούν σήμερα ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες σε Ν.Π.Δ.Δ. θα επιφέρει-υπογραμμίζει  μεταξύ άλλων ο κ.Γκότσης- μια ουσιώδη μεταβολή στον τρόπο άσκησης δημόσιας πολιτικής. Η προϊσταμένη Αρχή σε ένα μουσείο Ν.Π.Δ.Δ.. δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, θα αποτελείται από εξωυπηρεσιακούς παράγοντες, εκλεκτούς, φίλους και αρεστούς του/της εκάστοτε υπουργού. Έτσι, τα Μουσεία και όλα όσα αυτά εμπεριέχουν (συλλογές, υλικοτεχνική υποδομή, εργαζόμενοι) θα αποτελούν προίκα στα συμφέροντα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό’’.

Επίσης σύμφωνα με τον ίδιο η  προσπάθεια να παρουσιασθεί η μετατροπή τους σε Ν.Π.Δ.Δ. ως κίνηση που διασφαλίζει  τη διοικητική τους αυτοτέλεια ‘’είναι ψευδής και αποπροσανατολιστική’’. ‘’Τα Μουσεία -αναφέρει είναι ήδη ανεξάρτητα ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου.’’

Ακόμα όπως λέει ο κ.Γκότσης “η  νομική μορφή του Ν.Π.Δ.Δ. παρέχει τη δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ή ανάθεσης τομέων (όπως η φύλαξη) σε εταιρείες, ή ακόμα και προνομιακές σχέσεις με Ιδρύματα Πολιτισμού που αδημονούν να εισβάλουν και στον χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς’’.

Όσον αφορά στην ήδη υπάρχουσα εμπειρία από το Μουσείο της Ακρόπολης αλλά και αλλα μουσεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό που λειτουργούν ως Ν.Π.Δ.Δ. το μέλος της Διοίκησης του ΣΕΑ τονίζει  ότι κανένα από τα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού δεν “βγάζει τα έξοδά του, ενώ όλα  χρειάζονται επιπλέον χρηματοδότηση, κυρίως από κρατικούς πόρους, προκειμένου να επιβιώσουν.  Το ίδιο περίπου ισχύει και για τα μουσεία που λειτουργούν με αυτό το καθεστώς  στην Ελλάδα. ‘’Το Μουσείο της Ακρόπολης, -αναφέρει χαρακτηριστικά -που επίσης προβάλλεται από πολλούς ως επιτυχημένο παράδειγμα ΝΠΔΔ, μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας και μεγάλης συρροής επισκεπτών, αλλά και προνομιακής προβολής σε σχέση με άλλα δημόσια μουσεία, δεν μπόρεσε να γίνει αυτοχρηματοδοτούμενο. Η περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία αποκρύπτει το γεγονός πως το Μουσείο Ακρόπολης δεν πληρώνει το ίδιο, αλλά το κράτος, μεγάλο μέρος του μισθολογικού κόστους του προσωπικού του’’.

Ο κ.Γκότσης στη συνέντευξή του αναφέρεται ακόμα στις επιπτώσεις  στα μουσεια και στους εργαζόμενους  σε περίπτωση που αλλάξουν καθεστώς,  στο γιατί δεν πρέπει να γίνουν Ν.Π.Δ.Δ. ποιος θα διαχειρίζεται τα έσοδα και τι αλλαγές θα φέρει η αλλαγή  σε μικρότερα μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους.


«Τα Μουσεία είναι εθνικά και δημόσια, διότι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί την επιτομή του δημοσίου συμφέροντος»

  •   Γιατί ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων αντιτίθεται  στη μετατροπή  του καθεστώτος των δημόσιων μουσείων,ανάμεσα στα οποία και αυτό του Ηρακλείου  σε ΝΠΔΔ ;

Τα μεγάλα  Μουσεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας δεν υπάγονται σε Εφορείες Αρχαιοτήτων και παραμένουν ανεξάρτητα με τη μορφή των Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών, ενταγμένα ωστόσο στην ενιαία δομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η προσπάθεια να παρουσιασθεί η μετατροπή τους σε Ν.Π.Δ.Δ. ως κίνηση που διασφαλίζει δήθεν τη διοικητική τους αυτοτέλεια είναι ψευδής και αποπροσανατολιστική. Τα μουσεία είναι ήδη ανεξάρτητα ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου.

Στην πραγματικότητα, οι κυβερνητικές εξαγγελίες συνδέονται με την προσπάθεια εμπλοκής των ιδιωτών στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του μουσειακού αποθέματος, προσπάθεια που περνά μέσα από την απαξίωση της δημόσιας υπηρεσίας. Εάν είχαν τη δυνατότητα η κυβέρνηση και άλλοι πολιτικοί κύκλοι θα είχαν προχωρήσει στη μετατροπή ορισμένων μουσείων σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (δηλ. σε μουσεία ιδρυματικού χαρακτήρα). Αντ’ αυτού (του νομικά αδύνατου) προτιμάται η λύση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. Τα Ν.Π.Δ.Δ. (ενώσεις προσώπων και περιουσίας που ασκούν δημόσιο σκοπό) είναι, ωστόσο, υποχρεωμένα να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες του δημόσιου λογιστικού, όπως και οι δημόσιες υπηρεσίες. Άρα, ποια είναι η περίφημη αυτοτέλεια ή η προβαλλόμενη ευελιξία τους;

  •   Τι σημαίνει Μουσείο -Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου;

Η προτεινόμενη μετατροπή των μουσείων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που λειτουργούν σήμερα ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες σε Ν.Π.Δ.Δ. θα επιφέρει μια ουσιώδη μεταβολή στον τρόπο άσκησης δημόσιας πολιτικής. Η προϊσταμένη αρχή σε ένα μουσείο Ν.Π.Δ.Δ.. δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, θα αποτελείται από εξωυπηρεσιακούς παράγοντες, εκλεκτούς, φίλους και αρεστούς του/της εκάστοτε υπουργού. Έτσι, τα Μουσεία και όλα όσα αυτά εμπεριέχουν (συλλογές, υλικοτεχνική υποδομή, εργαζόμενοι) θα αποτελούν προίκα στα συμφέροντα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό.

Η προσπάθεια μετατροπής των δημόσιων μουσείων σε Ν.Π.Δ.Δ. συνιστά μία απροκάλυπτη παρέμβαση στα θέματα της δημόσιας διοίκησης με πελατειακές προεκτάσεις, καθώς τα διοικητικά όργανα θα έχουν άμεση εξάρτηση από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, χωρίς να έχουν συνείδηση και υποχρεώσεις υπαλλήλου που εφαρμόζει τον νόμο.

Ταυτόχρονα, τα Ν.Π.Δ.Δ. είναι ένας τύπος δημόσιας διοίκησης που διασφαλίζει την εμπλοκή των ιδιωτών μέσω του διορισμένου Διοικητικού Συμβουλίου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εξυπηρετούν, εν δυνάμει, μικροπολιτικά ή και ιδιωτικά συμφέροντα και όχι κατ’ ανάγκην το δημόσιο συμφέρον το συμφέρον όλων μας. Η νομική μορφή του Ν.Π.Δ.Δ. παρέχει τη δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ή ανάθεσης τομέων (όπως η φύλαξη) σε εταιρείες, ή ακόμα και προνομιακές σχέσεις με ιδρύματα πολιτισμού που αδημονούν να εισβάλουν και στον χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς.

  •  Γιατί δεν πρέπει τα μουσεία να γίνουν  ΝΠΔΔ;  Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στα μουσεία που θα αλλάξουν καθεστώς;

Τα Μουσεία – Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες είναι δημόσιες υπηρεσίες που φυλάσσουν, συντηρούν, καταγράφουν, τεκμηριώνουν, ερευνούν, ερμηνεύουν και κυρίως εκθέτουν και προβάλλουν στο κοινό συλλογές υλικών μαρτυριών του παρελθόντος. Οι συλλογές τους είναι εθνικές, μέσα από τις οποίες περιγράφεται το πανόραμα της ελληνικής τέχνης και  του πολιτισμού. Είναι εθνικά μουσεία, με την έννοια ότι υποστηρίζουν την ιστορική αυτοσυνειδησία των Ελλήνων και είναι δημόσια, διότι η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν την επιτομή του δημοσίου συμφέροντος. Η απόσπαση των μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας συνεπάγεται την ακύρωση του ενιαίου πνεύματος που διέπει τη λειτουργία της. Η εξαγγελία της κυβέρνησης αποτελεί το πρώτο μεγάλο βήμα για τη διάλυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, προετοιμάζοντας το έδαφος για ευρύτερες αλλαγές. Ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις της Υυπουργού (πρόταση για εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την ολοκληρωμένη βιώσιμη ανάπτυξη περιοχών με μείζονα μνημεία: Κνωσός, Μεσσήνη, Ρόδος, Δωδώνη, Δήλος, Φίλιπποι, Αμφίπολη, Βεργίνα, Ακαδημία Πλάτωνος), διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση απεργάζεται και τη διοικητική-οικονομική αυτοτέλεια των μεγάλων (και άρα με πολλά έσοδα) αρχαιολογικών χώρων.


«Θα ρίξει την ταφόπλακα στο ισχύον καθεστώς των εργασιακών σχέσεων εντός του Δημοσίου»

  •  Θα υπάρξουν επιπτώσεις για τους εργαζόμενους;

Θα δημιουργηθούν σταδιακά υπάλληλοι δύο ταχυτήτων εντός των μουσείων που πλέον δεν θα αποτελούν υπηρεσιακές μονάδες του ΥΠΠΟΑ.

Αυτός ο διαφοροποιημένος χαρακτήρας της εργασιακής σχέσης μέσα στο ίδιο Μουσείο, εκτός του ότι θα συνδέεται με προβλήματα στην αποτελεσματικότητα των δράσεων, θα καθιστά πάντα τους υπαλλήλους του «παλαιού καθεστώτος» βάρος προς τη Διοίκηση, η οποία θα αναμένει την απαλλαγή της από αυτούς. Άλλωστε, η εξαγγελία ότι οι όποιες νέες προσλήψεις στα Μουσεία θα γίνονται σύμφωνα με ένα νέο πνεύμα θα ρίξει την ταφόπλακα στο ισχύον καθεστώς των εργασιακών σχέσεων εντός του Δημοσίου.

Άδηλο, εξάλλου, παραμένει, για παλαιούς και νέους εργαζόμενους το μέλλον των δικαιωμάτων που εξασφαλίζουν τη συνεχή επιμόρφωση, την επιστημονική εξέλιξη και την εν γένει επιστημονική παρουσία του προσωπικού (εκπαιδευτικές άδειες, επιδημίες, συμμετοχή σε σεμινάρια και συνέδρια κοκ).

Η αποκοπή των μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας θα αποξενώσει τους αρχαιολόγους (και τους εργαζόμενους των άλλων ειδικοτήτων) που εργάζονται σε αυτά από τους υπόλοιπους συναδέλφους τους. Η αξιολόγηση, απόσπαση-μετάθεση, η όποια υπηρεσιακή αλλαγή θα περιορισθεί στον στενό ορίζοντα του μουσείου, στο οποίο αυτοί θα έχουν εγκλωβισθεί.

Η αποκοπή των δημόσιων μουσείων από τον κορμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας θα επιφέρει την παύση της κινητικότητας του εξειδικευμένου επιστημονικού και του τεχνικού προσωπικού προς και από τις υπόλοιπες Διευθύνσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Θα σημάνει τη παύση της δυνατότητας των μουσείων να αιμοδοτούνται με προσωρινές διαθέσεις, ετήσιες ή διετείς αποσπάσεις και μεταθέσεις αρχαιολόγων, μουσειολόγων, συντηρητών και τεχνιτών, που κόμιζαν για δεκαετίες την πολύτιμη εξειδίκευση και την εμπειρία τους. Η άρση της κινητικότητας του επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού προς και από τα Μουσεία θα τα καταστήσει τερματικούς σταθμούς.

  • Έχει γίνει κάποιος διάλογος  με τους επιστημονικούς φορείς;

Δεν έχει γίνει κανένας απολύτως διάλογος, καμία απολύτως διαβούλευση για το θέμα. Η κυβέρνηση και η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΑ, κατά την πάγια συνήθειά της, προχώρησε απλώς σε μια εξαγγελία, αγνοώντας πλήρως την επιστημονική κοινότητα και τους εργαζόμενους στα μουσεία και ευρυτερα την Αρχαιολογική Υπηρεσία.


«Το Μουσείο της Ακρόπολης, που προβάλλεται ως επιτυχημένο παράδειγμα ΝΠΔΔ, δεν μπόρεσε να γίνει αυτοχρηματοδοτούμενο»

  •  Ποιος θα διαχειρίζεται τα έσοδα;

Παρότι δεν υπάρχει σαφώς διατυπωμενο το κυβερνητικό σχέδιο, η εμπειρία από τη λειτουργία άλλων ΝΠΔΔ του δημοσίου λέει πως η οικονομική διαχείριση θα γίνεται αποκλειστικά από το διορισμένο από τον εκάστοτε υπουργό Διοικητικό Συμβούλιο.

  •  Τι δείχνει η εμπειρία από το Μουσείο της Ακρόπολης στην Ελλάδα αλλά και από τα μουσεία του εξωτερικού;

Ο παραλληλισμός με τα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας σε σχέση με τον συνολικό τρόπο που έχει ιστορικά οργανώσει η καθεμιά τόσο συνολικά τη δημόσια διοίκηση όσο και ειδικά τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Σε κάθε περίπτωση πάντως, θα πρέπει να σημειώσουμε πως στο ζήτημα της λεγόμενης “αυτοχρηματοδότησης”, που είναι και το κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης για τη μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: κανένα από τα μεγάλα μουσεία του εξωτερικού δεν “βγάζει τα έξοδά του”.

Όλα χρειάζονται επιπλέον χρηματοδότηση, κυρίως από κρατικούς πόρους, προκειμένου να επιβιώσουν.

Στην ελληνική περίπτωση, η εμπειρία από τη λειτουργία μουσείων με το καθεστώς του ΝΠΔΔ ή και ΝΠΙΔ κάθε άλλο παρά θετική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Η Εθνική Πινακοθήκη και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης λ.χ. όχι μόνο χρηματοδοτούνται γενναία από τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά, επιπλέον, αντιμετωπίζουν και σοβαρά, χρόνια και δυσεπίλυτα λειτουργικά προβλήματα. Τι ίδιο ισχύει ακόμη και για μουσεία όπως το  Μουσείο Μπενάκη και το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, δύο ιδιωτικούς –και επιχορηγούμενους επίσης από το Κράτος με εκατομμύρια ευρώ ετησίως– οργανισμούς, που αναγκάστηκαν το μεν πρώτο να απολύσει προσωπικό και να περιορίσει τις μισθολογικές και άλλες δαπάνες του και το δε δεύτερο να αναστείλει τη λειτουργία του απολύοντας τους εργαζομένους του, για να συγχωνευτεί εν τέλει με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Το Μουσείο της Ακρόπολης, που επίσης προβάλλεται από πολλούς ως επιτυχημένο παράδειγμα ΝΠΔΔ, μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας και μεγάλης συρροής επισκεπτών, αλλά και προνομιακής προβολής σε σχέση με άλλα δημόσια μουσεία, δεν μπόρεσε να γίνει αυτοχρηματοδοτούμενο. Η περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία αποκρύπτει το γεγονός πως το Μουσείο Ακρόπολης δεν πληρώνει το ίδιο, αλλά το κράτος, μεγάλο μέρος του μισθολογικού κόστους του προσωπικού του. Μόλις στις 21 Δεκεμβρίου, άλλωστε, εγκρίθηκε από την υπουργό Πολιτισμού νέα έκτακτη επιχορήγηση από τον τακτικό προποϋολογισμό του ΥΠΠΟΑ προς το Μουσείο Ακρόπολης, ύψους τριών εκατομμυρίων εννιακοσίων χιλιάδων ευρώ (3.900.000,00 €). Για ποια “οικονομική αυτότελεια” μιλάμε λοιπόν;

  •  Ποια θα είναι η στάση των Ελλήνων Αρχαιολόγων σε περίπτωση που το Υπουργείο προχωρήσει στο θέμα αυτό;

Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων έχει διακηρύξει πως θα αντιταχθεί με κάθε πρόσφορο μέσο στην εξαγγελθείσα μετατροπή των δημόσιων/κρατικών μουσείων σε ΝΠΔΔ. Η εξειδίκευση των μέσων (απεργιακές κινητοποιήσεις, ενημερωτικές καμπάνιες, νομικές ενέργειες κλπ) θα προσδιοριστεί μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες του Συλλόγου όταν και αν η κυβέρνηση δρομολογήσει συγκεκριμένο σχέδιο υλοποίησης της εξαγγελίας της.


«Η μετατροπή θα προκαλέσει μια γενικευμένη πίεση για “χορηγίες” και κάθε λογής οικονομικές συναλλαγές»

www  Ένα θέμα που τίθεται είναι η απόσπαση από το ΤΑΠ. Πώς θα επηρρεάσει αυτό μικρότερα μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους;

Το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, που με τον νόμο (Ν. 4761/2020) που πέρασε πρόσφατα από τη Βουλή μετονομάστηκε σε Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (ΟΔΑΠ), είναι αυτό που εισπράττει, διαχειρίζεται και διαθέτει τους πόρους του Υπουργείου Πολιτισμού.

Η προτεινόμενη αποκοπή των μουσείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία θα προκαλούσε με βεβαιότητα προβλήματα στη λειτουργία και χρηματοδότηση αρχαιολογικών χώρων και μουσείων με χαμηλότερη επισκεψιμότητα, καθώς η πολιτική του Ταμείου στηρίζεται στην κατανομή των κερδών ανά την επικράτεια, με βάση την αρχή της αλληλεγγύης. Η λεγόμενη αυτοτέλεια των μουσείων θα οδηγήσει περιφερειακά Μουσεία στην ασφυξία και στο λειτουργικό αδιέξοδο.

Καινούργια μικρά περιφερειακά μουσεία, αληθινά κοσμήματα, που δημιουργήθηκαν και με πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι σχεδόν σίγουρο ότι, εάν κλείσει η στρόφιγγα χρηματοδότησης από τα έσοδα μεγαλύτερων, κεντρικότερων μουσείων, δεν θα έχουν τα μέσα να παραμείνουν ανοιχτά.

  •  Ο νόμος στον οποίο αναφερθήκατε θεσμοθέτησε και τη δυνατότητα εξαγωγής αρχαιοτήτων έως και για 50 χρόνια. Η μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ θα διευκολύνει τέτοιες διαδικασίες;

Η μετατροπή των δημόσιων/κρατικών μουσείων σε ΝΠΔΔ θα προκαλέσει μια γενικευμένη πίεση για την ανεύρεση εκ μέρους τους των αναγκαίων για την επιβίωσή τους πόρων, μέσα από “χορηγίες” και κάθε λογής οικονομικές συναλλαγές, μεταξύ των οποίων ενδεχομένως και τη μακροχρόνια “ενοικίαση” συλλογών τους εντός ή και εκτός της χώρας.