Στα 33 της χρόνια, η κουρδικής καταγωγής Ιρανή Ρόγια Χεσμάτι, έχει μετατραπεί σε παγκόσμιο σύμβολο. Η επιμονή της να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι στο καταπιεστικό, θεοκρατικό κράτους του Ιράν επιλέγοντας να κυκλοφορήσει στους δρόμους της Τεχεράνης με ακάλυπτο το κεφάλι της, την οδήγησε στο να υποστεί μεσαιωνικά βασανιστήρια. Μαστιγώθηκε 74 φορές. Σήμερα, το πρόσωπό της έχει γίνει το πρόσωπο κάθε γυναίκας που θέλει να ζει ελεύθερη.
Η Χεσμάτι, γεννημένη στο Χαναντάζ και απόφοιτος του Πανεπιστημίου του Κουρδιστάν, στην κουρδική επαρχία του Ιράν, φωτογραφήθηκε τον Απρίλιο να περπατά στους δρόμους της Τεχεράνης -όπου κατοικεί- χωρίς χιτζάμπ. Η αρχική της καταδίκη, προέβλεπε ότι θα έπρεπε να φυλακιστεί για 13 χρόνια και 9 μήνες. Μετά την έφεση που άσκησε ο δικηγόρος της, το δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να μαστιγωθεί 74 φορές και να πληρώσει πρόστιμο που ισούται περίπου με 225 δολάρια.
Ενώπιον του δικαστηρίου, στη Χεσμάτι δόθηκε η ευκαιρία να “μετανοήσει”. Εμφανίστηκε και εκεί χωρίς την ισλαμική μαντίλα, την οποία δύο γυναίκες αξιωματούχοι επιχείρησαν να της φορέσουν αρκετές φορές και, όταν αυτή την πέταξε από το κεφάλι της, το έκαναν δια της βίας, αφού της φόρεσαν χειροπέδες. Έτσι οδηγήθηκε στον θάλαμο που η ίδια περιγράφει ως “μεσαιωνικό θάλαμο βασανιστηρίων”, για να μαστιγωθεί ανελέητα για “προπαγάνδα εναντίον του καθεστώτος” και επειδή “εμφανίστηκε .
Πάντως το ιρανικό καθεστώς ισχυρίζεται ότι ο λόγος για τον οποίο η Χεσμάτι καταδικάστηκε σε ποινή μαστιγώματος δεν ήταν το γεγονός ότι ανέβασε τις φωτογραφίες της χωρίς μαντήλα στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά ότι έλαβε χρήματα από κάποιες διεθνείς οργανώσεις για να το κάνει. Η Χεσμάτι είναι ακτιβίστρια μεν, όμως αυτή η δήλωση έρχεται σε αντίθεση με όσα ειπώθηκαν στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Ο δικαστής ενώπιον του οποίου οδηγήθηκε η 33χρονη, της είπε, σύμφωνα με τα ιρανικά ΜΜΕ, ότι δεν ήθελε να την καταδικάσει και της ζήτησε να μην είναι “ξεροκέφαλη” και να φορέσει το χιτζάμπ- κάτι που έκανε και ο δικηγόρος της και ο εργοδότης της. Όταν εκείνη αρνήθηκε, τη ρώτησε γιατί δεν πάει να ζήσει σε κάποια άλλη χώρα, εκτός Ιράν, που θα της το επιτρέπουν και αυτή απάντησε ότι “αυτή η χώρα είναι για όλους τους πολίτες”. Ο δικαστής, σύμφωνα με όσα περιγράφει και η ίδια, της απάντησε ότι “είμαι μαζί σου, αλλά αυτός είναι ο νόμος και πρέπει να τον εφαρμόσουμε” και ζήτησε από τους αξιωματούχους που θα εκτελούσαν την ποινή να μην τη χτυπήσουν με δύναμη. Τα σημάδια στο σώμα της, ωστόσο, δεν δείχνουν κάτι τέτοιο…
Η περιγραφή της
Η Χεσμάτι, με νέα της ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα, περιγράφει πώς έζησε το βασανιστήριο:
“Σήμερα με κάλεσαν για να εκτελέσω την ποινή των 74 μαστιγώσεων. Πήγα στη φυλακή με τον δικηγόρο μου και έβγαλα το χιτζάμπ μου όταν μπήκαμε.
Το προσωπικό μου είπε “φόρεσε το μαντήλι σου για να μην υπάρξει πρόβλημα”. Είπα “ήρθα να πάρω τα μαστίγια γι’ αυτό. Δεν θα το φορέσω”. Φώναξαν τον εκτελεστικό υπάλληλο και ήρθε και μου είπε “φόρεσε τη μαντίλα σου και ακολούθησέ με”.
Είπα “δεν θα το φορέσω” και μου απάντησε “Εντάξει θα σου δώσω ένα μαστίγωμα για να καταλάβεις που βρίσκεσαι. Θα σου ανοίξω νέα υπόθεση, ώστε να ξαναέρθεις για άλλες 74 μαστιγώσεις”. Εξακολουθούσα να μην φοράω τη μαντήλα.
Κατεβήκαμε κάτω και ήρθαν δύο γυναίκες με τσαντόρ (σακούλες σκουπιδιών όπως τις λέμε εδώ) και μου έβαλαν τη μαντήλα στο κεφάλι. Την έβγαλα ξανά. Αυτό επαναλαμβανόταν και μου φόρεσαν χειροπέδες και μου φόρεσαν τη μαντήλα στο κεφάλι. Στον χαμηλότερο όροφο, υπήρχε ένα δωμάτιο δίπλα στο πάρκινγκ του δικαστή.
Άνοιξαν μια μεταλλική πόρτα, ήταν ένα τσιμεντένιο δωμάτιο. Υπήρχε ένα κρεβάτι στο τέλος του δωματίου με χειροπέδες για τα χέρια και τα πόδια. Ήταν ένα μεσαιωνικό δωμάτιο βασανιστηρίων. Ο δικαστής ρώτησε “κυρία, είστε καλά; Δεν έχετε κανένα πρόβλημα;” Δεν του απάντησα. Είπε “σας μιλάω” και εξακολουθούσα να τον αγνοώ.
Ο βασανιστής είπε “βγάλτε το σακάκι σας”. Έβγαλα το πανωφόρι και το κασκόλ μου και το κρέμασα. Μου είπε “φόρεσε το κασκόλ σου”. Του απάντησα “δεν θα το κάνω. Βάλε το Κοράνι σου κάτω από το μπράτσο σου και κάντο”. Μια από τις γυναίκες είπε “σταμάτα να είσαι πεισματάρα και φόρεσέ το”, και μετά μου φόρεσε τη μαντήλα στο κεφάλι. Ο άντρας άρχισε να με μαστιγώνει στην πλάτη, στους ώμους, στα πόδια, στους αστραγάλους …Δεν μετρούσα τα μαστιγώματα, ψιθύριζα “στο όνομα της ελευθερίας της γυναικείας ζωής, ελευθερωθείτε από τη σκλαβιά, η πιο σκοτεινή νύχτα μας θα γίνει πρωί, κάθε μαστίγωμα θα γίνει τσεκούρι”.
Τέλειωσε και όταν βγήκαμε έξω δεν τις άφησα να πιστέψουν ότι πόνεσα. Πήγαμε επάνω, όπου βρισκόταν ο δικαστής. Έβγαλα πάλι τη μαντήλα μου. Η γυναίκα παρακάλεσε και είπε “σας παρακαλώ βάλτε τη μαντήλα σας”. Την τοποθέτησε ξανά στο κεφάλι μου. Ο δικαστής είπε “ούτε εμείς είμαστε χαρούμενοι γι’ αυτό, αλλά η ποινή πρέπει να εκτελεστεί”. Δεν του απάντησα και μου είπε “αν θέλετε να ζήσετε με διαφορετικό τρόπο, μπορείτε να φύγετε από τη χώρα”. Είπα “αυτή η χώρα είναι για όλους”. Είπε “Εντάξει, αλλά πρέπει να ακολουθήσουμε το νόμο”.
Του απάντησα “Ο νόμος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, εμείς θα συνεχίσουμε να αντιστεκόμαστε”. Βγήκαμε από την αίθουσα και έβγαλα ξανά το κασκόλ μου”.
Ο σκληρός βασανισμός της γυναίκας επειδή δε φόρεσε το ισλαμικό πέπλο πυροδότησε κύμα αντιδράσεων στα κοινωνικά δίκτυα, με τον Ιρανό δημοσιογράφο και ακτιβιστή, Αμπάς Αμπντί, να λέει ότι «τα μαστιγώματα δεν αφορούν το σώμα μόνο μίας γυναίκας, αλλά όλων εκείνων που ονειρεύονται μία ελεύθερη ζωή». Άλλωστε, δεν είναι και πολύ μακρινός ο θάνατος της -επίσης κουρδικής καταγωγής- Μαχσά Αμινί για τον ίδιο λόγο, που είχε πυροδοτήσει κοινωνική έκρηξη στο Ιράν.