“Προφυλάκιση”: τι σημαίνει, πότε επιβάλλεται, τι προδικάζει;

Δεν είναι λίγες οι φορές που διαβάζοντας ή ακούγοντας τις ειδήσεις μάς δημιουργούνται απορίες και ερωτηματικά. Σε ένα βαθμό αυτό συμβαίνει γιατί δεν γνωρίζουμε πολλούς από τους ειδικούς όρους που χρησιμοποιούνται.

Το Patris.gr δίνει τον λόγο σε ειδικούς για να μας αποσαφηνίζουν λέξεις και ορολογίες που δημιουργούν σύγχυση και αμφιβολία, για ειδήσεις “χωρίς αστερίσκους”!

Με αφορμή λοιπόν μια υπαρκτή συζήτηση στην κοινωνία, αλλά και μηνύματα που δεχθήκαμε, γύρω από το πότε και γιατί επιβάλλεται ή μη “προφυλάκιση” σε όποιον αντιμετωπίζει ποινικές κατηγορίες για κακουργήματα, απευθυνθήκαμε στον έμπειρο δικηγόρο και Δρα ποινικού δικαίου Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο ζητώντας να μας διευκρινίσει συνοπτικά όσα αφορούν το συγκεκριμένο μέτρο.

“Η προσωρινή κράτηση δεν ονομάζεται και δεν συνιστά καταρχάς προφυλάκιση, ήτοι προκαταβολή ποινής. Δεν προδικάζει την ενοχή του κατηγορουμένου (αν και απαιτούνται βέβαια σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την επιβολή της).

Αποσκοπεί στην επίτευξη αποκλειστικά και μόνο δύο σκοπών, αφενός της αποτροπής της φυγής του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή θα εμφανιστεί στο ακροατήριο και θα είναι διαθέσιμος για την εκτέλεση τυχόν ποινής εις βάρος του, αφετέρου δε για την αποτροπή της υποτροπής, να μην τελέσει δηλαδή ο κατηγορούμενος άλλα εγκλήματα.

Δεν αποσκοπεί σε καμία περίπτωση σε στόχους όπως η τιμωρία του κατηγορουμένου ή η ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος.

Η προσωρινή κράτηση δεν ανατρέπει το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, συχνά δε στην δικαστηριακή πράξη επιβάλλεται και σε κατηγορουμένους που κατόπιν κηρύσσονται αθώοι ή καταδικάζονται για αδικήματα πολύ πιο ελαφρά από αυτά για τα οποία κατηγορήθηκαν, π.χ. κατηγορούμενος μένει επί πολλούς μήνες προσωρινά κρατούμενος για ναρκωτικά, τα οποία τελικά κρίθηκε ότι προορίζονταν για δική του χρήση, οπότε αθωώνεται.

Μην λησμονούμε επίσης ότι ο κατηγορούμενος που έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω καλείται να απολογηθεί εντός 5 το πολύ ημερών, συνεπώς μέσα σε μια ασφυκτική προθεσμία, εντός της οποίας σπανίως προλαβαίνει να προετοιμάσει διεξοδικά την υπεράσπισή του.

Συνεπώς, η επιβολή της πρέπει να συμβαίνει με μεγάλη προσοχή, ιδίως δε να διερευνάται επιμελώς αν ο διττός σκοπός της μπορεί να επιτευχθεί με κάποιο άλλο ηπιότερο μέσο, όπως είναι π.χ. η εγγυοδοσία.”

Ο Αθανάσιος Ι. Αναγνωστόπουλος, σπούδασε Νομικά στην Αθήνα, από όπου έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στο Ποινικό Δίκαιο/Ποινική Δικονομία με άριστα, ενώ το 2007 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Νομικής Αθηνών στο Ποινικό Δίκαιο, επίσης με άριστα. Έχει κυκλοφορήσει δύο βιβλία, την Έμμεση Αυτουργία (2007) και την Άμυνα (2009), ενώ παρατηρήσεις του στην νομολογία έχουν δημοσιευθεί στα Ποινικά Χρονικά, την Ποινική Δικαιοσύνη, το Νομικό Βήμα και τις Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου. Έχει εργαστεί ως επιμελητής ύλης στα Ποινικά Χρονικά, των οποίων είναι τακτικός συνεργάτης, και ως ειδικός επιστήμονας στην Νομική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2011, ενώ δικηγορεί στην Αθήνα από το 2002.