H Πέλα Σουλτάτου με το βιβλίο της “Αναποδες στροφές”

Το    βιβλίο «Τα φώτα στο βάθος» είχε την υπογραφή Niemands Rose “Του κανενός το ρόδο” και έτυχε  θερμής υποδοχής, αγαπήθηκε μεταφέρθηκε στο θέατρο κι έβαλε ψηλά τον πήχη για τον συγγραφέα που κανείς δεν ήξερε αν ήταν άνδρας ή γυναίκα.

Αν και η Πέλα Σουλτάτου αποκαλύφθηκε με το  δεύτερο της βιβλίο το   “Ανκόρ”, με τις “Αναποδες στροφές” που  κυκλοφόρησαν προσφάτως  προσπαθεί να περιφρουρήσει την ελευθερία έκφρασης γράφοντας  ένα άκρως προκλητικό βιβλίο.

“Έχει φέρει σε αμηχανία ανθρώπους που αγαπώ, τονίζει η Ηρακλειώτισσα συγγραφέας μιλώντας στην “Π”, άρα πέτυχε το στόχο του, ενόχλησε συντηρητικά ριφλέξ”.

Η ηρωίδα της, η Μαρία, “πληρώνει” το  ότι γεννήθηκε γυναίκα ενώ σ’ αυτό προστίθενται μια σειρά από “αμαρτίες”, όπως το ότι  απολαμβάνει τον έρωτα και είναι μάλλον πολυγαμική, πράγμα που αντιτίθεται στη συμβατική ηθική, ειδικά στις συνθήκες όπου ζει.

Η οικονομική κρίση,  είναι το εύφλεκτο υπέδαφος όπου η συγγραφέας φύτεψε ένα εκρηκτικό υλικό. “Πάνω στη συνθήκη της φτώχειας, εξηγεί η συγγραφέας, πραγματεύομαι τη γυναικεία σεξουαλικότητα και τη χειραφέτηση, τα αδιέξοδα, την παραβατικότητα κ.λπ. Το φυτό όμως χωρίς το χώμα δε ζει. Με αυτή την έννοια τα θεωρώ αλληλένδετα, δεν υφίσταται, για μένα, φεμινισμός χωρίς ταξικό πρόσημο και άρα ήρωες χωρίς σκηνικό”.

Αυτή τη φορά η Πέλα Σουλτάτου τοποθετεί τους ήρωες της στη γενέθλια πόλη, το Ηράκλειο, το οποιο θεωρεί μια “πληγή που δεν επουλώνεται”  σαν τους μεγάλους έρωτες που γεννούν αντιφατικά, αλλά άκρως δυνατά συναισθήματα.

“Επανήλθα   λεει χαρακτηριστικά νοερά στη γενέτειρά μου, ίσως υποακούοντας σε μια εσωτερική ανάγκη να βρίσκομαι εκεί έστω και με το πνεύμα. Πέρα από αυτό παρακινήθηκα και από όσα θεωρώ «κακώς κείμενα» στο νησί, όπως την καταπίεση της γυναίκας, τον συντηρητισμό, τις φαλλοκρατικές αντιλήψεις, το νταηλίκι, την αυτοδικία κ.ά”.

 

“Το Ηράκλειο  με συγκλονίζει  και το  αποστρέφομαι ταυτόχρονα”

Tι αμαρτίες έχει ή πληρώνει η ηρωίδα σας στο νέο σας βιβλίο «Ανάποδες στροφές»;

Η «αμαρτία» της Μαρίας και της κάθε Μαρίας είναι ότι γεννήθηκε γυναίκα, για να θυμηθούμε τη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη, ότι ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, για να θυμηθούμε την εποποιία της φτώχειας απο τους ρεμπέτες μέχρι τον Βαμβακάρη και τον αφορισμό του Καζαντζίδη, ο οποίος τραγουδάει «Ο φτωχός, μάνα, καλύτερα να μη γεννιέται». Πληρώνει, με άλλα λόγια… προπατορικά αμαρτήματα. Σε όλα αυτά, θα προσθέσουμε ότι η ηρωίδα μου συμβαίνει να απολαμβάνει τον έρωτα και είναι μάλλον πολυγαμική, πράγμα που αντιτίθεται στη συμβατική ηθική, ειδικά στις συνθήκες όπου ζει. Κι αυτό καταλογίζεται ως αμαρτία ακόμα και σήμερα, σε ευρωπαϊκή χώρα στον 21ο αιώνα.

 

Η οικονομική κρίση, όπως εύσχημα έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε τη φτώχεια για να ξορκίσουμε το φαινόμενο, για να το ταυτίσουμε με ένα μακρινό παρελθόν, τη δεκαετία του ’50 ας πούμε, είναι το εύφλεκτο υπέδαφος, όπου φύτεψα εκρηκτικό υλικό

 

 Στο καινούριο σας βιβλίο, πέρα από τα προσωπικά προβλήματα, καταπιάνεστε καιμε την οικονομική κρίση ή είναι το φόντο για την ιστορία  μάνας γιού;  

Η οικονομική κρίση, όπως εύσχημα έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε τη φτώχεια για να ξορκίσουμε το φαινόμενο, για να το ταυτίσουμε με ένα μακρινό παρελθόν, τη δεκαετία του ’50 ας πούμε, είναι το εύφλεκτο υπέδαφος όπου φύτεψα εκρηκτικό υλικό. Δηλαδή πάνω στη συνθήκη της φτώχειας, πραγματεύομαι τη γυναικεία σεξουαλικότητα και τη χειραφέτηση, τα αδιέξοδα, την παραβατικότητα κ.λπ. Το φυτό όμως  χωρίς το χώμα δε ζει. Με αυτή την έννοια τα θεωρώ αλληλένδετα, δεν υφίσταται, για μένα, φεμινισμός χωρίς ταξικό πρόσημο και άρα ήρωες χωρίς σκηνικό.

Μετά το νοσοκομείο όπου εκτυλίσσεται η δράση του «Ανκόρ» γιατί τοποθετείτε  αυτή τη φορά τους ήρωες σας στη γενέθλια πόλη, το Ηράκλειο;

Το Ηράκλειο είναι, για μένα, μια πληγή που δεν επουλώνεται. Με συγκλονίζει και το αποστρέφομαι ταυτόχρονα, που μόνο με πολύ δυνατούς έρωτες δύναται να βιώσω τέτοια αμφιθυμία. Αλλά και γενικότερα, η Κρήτη  φέρει μεγάλο συναισθηματικό φορτίο και πολλές μνήμες. Αποτελεί δηλαδή μια βαθιά δεξαμενή άντλησης πρωτογενούς υλικού.

Όμως, καθώς  έχω φύγει από το Ηράκλειο εδώ και είκοσι χρόνια, διατηρώ και την αποστασιοποίηση που χρειάζεται κανείς για να επεξεργαστεί τα βιώματά του.  Έτσι, επανήλθα νοερά στη γενέτειρά μου, ίσως υποακούοντας σε μια εσωτερική ανάγκη να βρίσκομαι εκεί έστω και με το πνεύμα.

Πέρα από αυτό παρακινήθηκα και από όσα θεωρώ «κακώς κείμενα» στο νησί, όπως την καταπίεση της γυναίκας, τον συντηρητισμό, τις φαλλοκρατικές αντιλήψεις, το νταηλίκι, την αυτοδικία κ.ά. Κάτι που αγαπάς θέλεις να το βλέπεις να προοδεύει, να βελτιώνεται, να τραβάει μπροστά. Άρα του ασκείς κριτική, δε του χαϊδεύεις τα αυτιά.

 

Το εκπληκτικό είναι πως έχω φύγει από την Κρήτη πάνω από δυο δεκαετίες, έχω ζήσει πολλά χρόνια στο Λονδίνο, μετά στην Αθήνα, αλλά διατηρείται ατόφια μέσα μου η ντοπιολαλιά των παππούδων και γιαγιάδων, μια γλώσσα που χάνεται πια

 

«Παίρνω “Ανάποδες στροφές” με την αδικία»

Πώς αποφασίσατε να χρησιμοποιήσετε την  κρητική ντοπιολαλιά;

Προέκυψε αυθόρμητα μέσα από τη συγγραφή. Εφόσον τη μεταχειρίζεται η ηρωίδα μου πέρασε και στο γραπτό. Το εκπληκτικό είναι πως έχω φύγει από την Κρήτη πάνω από δυο δεκαετίες, έχω ζήσει πολλά χρόνια στο Λονδίνο, μετά στην Αθήνα, αλλά διατηρείται ατόφια μέσα μου η ντοπιολαλιά των παππούδων και γιαγιάδων, μια γλώσσα που χάνεται πια.

Αλήθεια εσεις με τι «παίρνετε ανάποδες στροφές»;

Με την αδικία.

Είναι  «Τρελό σκαπέτι το γράψιμο», όπως λεει η Μαρία;

Η Μαρία καταφεύγει στο γράψιμο για να απελευθερωθεί από τη μέγγενη της καθημερινότητας αλλά και από το βάρος του κρυφού της βίου. Χρησιμοποιεί «το σκαπέτι» της γραφής, σκεφτείτε το μολύβι σαν τσάπα ή σκαλιστήρι, ώστε αφενός να ανοίξει μια λακούβα για τα μυστικά της, όπως στο παραμύθι με τον Μίδα. Ταυτόχρονα όμως την οργώνει το γράψιμο, την… καλλιεργεί.

Σε μια εποχή που όλα γίνονται διαδικτυακά το να κρατά κάποιος ημερολόγιο,όπως η ηρωίδα σας η Μαρία, είναι μια μικρή αντίσταση;

Θα μπορούσε να ιδωθεί και έτσι.  Όμως η Μαρία καταφεύγει στο ημερολόγιο σε μια προγενέστερη εποχή, πριν απο μια δεκαετία, όταν ακόμα οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τα σμάρτφον και το wifi δεν ήταν τόσο διαδεδομένα, όσο είναι σήμερα.

Οπότε δεν χρησιμοποιεί το χαρτί από στυλ, όπως θα έκανε ένας εύπορος διανοούμενος, αλλά επειδή δε διαθέτει άλλα μέσα. Scipta manent όμως προειδοποιώ το λατινικό ρητό.

Τι σημαίνει  για σας  ως συγγραφέας να διδάσκετε στην ανώτατη εκπαίδευση και να εργάζεστε  στη Δημόσια Διοίκηση, όπως αναφέρεται στο βιογραφικό σας;

Τριχασμός προσωπικότητας, αν μπορώ να το πω έτσι. Είναι πολύ διαφορετικοί και συχνά αλληλοσυγκρουόμενοι οι ρόλοι που έχω αναλάβει ώστε βρίσκομαι σε μία ακροβασία.

Πώς νιώσατε όταν εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο και πώς τώρα με το τρίτο; Σε τι νιώθετε οτι έχετε αλλάξει;

Το πρώτο μου βιβλίο έτυχε θερμής υποδοχής, διαβάστηκε, αγαπήθηκε, ακούστηκε, μεταφέρθηκε στο θέατρο.

Αυτό είχε και αρνητικές συνέπειες, αφενός μου προκάλεσε κάποιο άγχος πώς θα το υπερβώ ή θα γράψω ένα εξίσου καλό βιβλίο, αφετέρου ανέβασε πολύ τις απαιτήσεις του κοινού και ερέθισε βέβαια τα επικριτικά αντανακλαστικά μερίδας ομότεχνων, επίδοξων συγγραφέων, βιβλιοκριτικών κ.λπ.

Το απολάμβανα όμως τότε ολότελα ανυποψίαστη, γιατί, σκεφτείτε, μέχρι που έβγαλα «Τα φώτα στο βάθος», το πρώτο μου βιβλίο, είχα ψευδώνυμο και δεν ήξεραν ούτε αν είμαι άντρας ή γυναίκα. Ανεκτίμητη ελευθερία.

Αυτή ακριβώς την ελευθερία έκφρασης πασχίζω να περιφρουρήσω, γι’ αυτό έγραψα ένα τόσο προκλητικό βιβλίο όπως τις “Ανάποδες στροφές”. Έχει φέρει σε αμηχανία ανθρώπους που αγαπώ, άρα πέτυχε τον στόχο του, ενόχλησε συντηρητικά ριφλέξ.

Έχετε ήδη κάποιο επόμενο βιβλίο στο μυαλό σας;

Δύο ιδέες ξιφουλκούν στο μυαλό μου, θα δούμε ποια θα επικρατήσει. Ελπίζω να τα ξαναπούμε όταν θα έχουμε τη νικήτρια ξιφομάχο.