ΠαΣοΚ – ΣΥΡΙΖΑ: Πώς τα Τέμπη άνοιξαν την απόσταση

Οι μεταξύ τους κλήσεις, δεν είναι κρυφό, πως είναι συχνές. Επί θεσμικών θεμάτων πάντα. Κοινούς κώδικες διαθέτουν επίσης. Ούτε αυτό αμφισβητείται. Χρησιμοποιούν φυσικά τον ενικό όταν ο ένας απευθύνεται στον άλλον, αφήνοντας στην άκρη τον on camera πληθυντικό ευγενείας.

Μόνο που εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται πως η επικοινωνία του Νίκου Ανδρουλάκη και του Σωκράτη Φάμελλου, ή βουλευτών κι επιτελικών στελεχών που συνομιλούν επίσης ανάλογα με την απαίτηση της στιγμής, περνά από «χαλασμένο τηλέφωνο». Με αποτέλεσμα να συμφωνούν ότι διαφωνούν ενόσω αμφότεροι επιδιώκουν να εμφανίσουν το ΠαΣοΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ ως τους βασικούς αντικυβερνητικούς πυλώνες.

Δεν αμφισβήτησε τυχαία ο Αλέξης Τσίπρας τη διάθεση των προοδευτικών δυνάμεων, γενικά και ειδικά, «να συμφωνήσουν σε ένα μίνιμουμ σχέδιο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων» προς επούλωση των πληγών σε δημοκρατία και δικαιοσύνη. Έχει εντοπίσει ο πρώην πρωθυπουργός και τη φώτισε με προβολέα αυτήν την αδυναμία εύρεσης κοινού βηματισμού έστω μέσα στη Βουλή. Με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν πλέον «να γίνουν μέρος του προβλήματος και εκείνοι που εκ των πραγμάτων οφείλουν να είναι μέρος της λύσης». Ίδιου ύφους είναι κι όσα λέει σε συνεργάτες και συνομιλητές του ιδιωτικά.

Η διαφορετική προσέγγιση ΠαΣοΚ – ΣΥΡΙΖΑ

Ενόσω διεξάγεται ένας «κηρυγμένος πόλεμος» των κεντροαριστερών – αριστερών κομμάτων κατά της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με αφορμή τα νέα δεδομένα στην εθνική τραγωδία των Τεμπών, το «μπρα ντε φερ» των δύο βασικών διεκδικητών της πρωτοκαθεδρίας του προοδευτικού χώρου, ως αξιωματική αντιπολίτευση εντός κι εκτός Βουλής, είναι αδιαμφισβήτητο.

Από τα τέλη του 2024 είχε αρχίσει να διαφαίνεται η απουσία ταύτισης σε θέματα στρατηγικής που θα ήταν εφικτό να φέρουν ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ αρκετά πιο κοντά. Κι ας το επιζητά, σχεδόν επίμονα όπως πιστοποιούν οι μετρήσεις, σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων τους. Ιδίως όμως τις τελευταίες δύο εβδομάδες, πριν και μετά τις συγκεντρώσεις ανά την επικράτεια που προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις στο πολιτικό σκηνικό, το χάσμα έχει μεγαλώσει για συγκεκριμένους λόγους.

Το ΠαΣοΚ είναι πρόδηλο πως δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε εκδοχές «λαϊκών μετώπων», όπως η ίδια η Χαριλάου Τρικούπη διαρρέει με νόημα προς κάθε κατεύθυνση. Κρίνει ότι είναι προτιμότερη μια απολύτως αυτόνομη -κοινοβουλευτική και πόσο μάλλον εκλογική- πορεία μαζί με την αποτύπωση ανεξάρτητου κυβερνητικού αφηγήματος. Δίχως δηλαδή εμπλοκές τρίτων. Δεν αποκρούει όσους θέλουν να υιοθετήσουν τις θέσεις του, όπως «άστεγους» βουλευτές (Π. Παππάς, Ρ. Θρασκιά), αλλά θέτει όρους και προϋποθέσεις.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απορρίπτει, αντιθέτως ενστερνίζεται, την ιδέα συμμαχιών που θα ενδυναμώσουν τον πληγωμένο σκελετό του. «Ουδείς μπορεί μόνος» είναι η σταθερή επωδός από την Κουμουνδούρου που μετά την αλλαγή ηγεσίας στα τέλη Νοεμβρίου και τη λήξη μιας εσωκομματικής ταραχής βρίσκεται σε μια διαρκή κινητικότητα. Ψάχνει και ψάχνεται για τη φόρμουλα που θα υπερκεράσει εμπόδια και θα επιτύχει συγκερασμό δυνάμεων. Έχει αποτυπωθεί επισήμως η πρόταση για ενιαίο ψηφοδέλτιο, αν κι εφόσον προκύψουν βουλευτικές εκλογές.

Ο Τασούλας τούς ενώνει στη θεωρία, όχι στην πράξη

Η ανοικτή υπόθεση των Τεμπών και η συνολική αναδίπλωση πρωθυπουργού – κυβέρνησης για όσα συνέβησαν επί διετία έμοιαζε να διαμορφώνει ένα ευνοϊκό πεδίο συνεννόησης και παράλληλης δράσης. ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν χρησιμοποιήσει πανομοιότυπη, εξίσου σκληρή, γλώσσα για να εκθέσουν από λάθη και παραλείψεις που συντελέστηκαν μέχρι κι ένα γενικευμένο σχέδιο με πηγή το Μαξίμου. Ωστόσο η εφαρμογή στην άσκηση αντιπολίτευσης απέχει σε κεντρικά σημεία.

Το ότι ο Κωνσταντίνος Τασούλας δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια για την Προεδρία της Δημοκρατίας βρίσκει σύμφωνα τα δύο κόμματα. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που τοποθετείται πια στο κάδρο της αυστηρής κριτικής για την κοινοβουλευτική στάση του, ως Προέδρος τη Βουλής, στην (προβληματική) εξεταστική επιτροπή. Αμφότερα καλούν σε απόσυρση υποψηφιότητας την ύστατη ώρα. Επί τρεις ψηφοφορίες πάντως η δική τους ταύτιση απέβη άκαρπη.

Με τη πολυκομματική ισχύ των 40 ψήφων ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί το ΠαΣοΚ να συσπειρωθεί γύρω από τη Λούκα Κατσέλη. «Είναι μια λαμπρή ευκαιρία να δείξουμε ότι μπορούμε να δώσουμε μια ηχηρή και αποτελεσματική απάντηση, να αποτελέσει το κοινό σημείο του προοδευτικού χώρου» επανέλαβε ο Σωκρ. Φάμελλος την Παρασκευή, θεωρώντας την πρώην υπουργό «θεσμική εγγύηση για το Κράτος Δικαίου και τη Δημοκρατία».

Δεν διαφαίνεται πάντως πρόθεση από τη Χαρ. Τρικούπη να οπισθοχωρήσει αποσύροντας την πρόταση για τον Τάσο Γιαννίτση και ν’ ακολουθήσει το μπλοκ ΣΥΡΙΖΑ, Νέας Αριστεράς και ανεξάρτητων που συναντιούνται στην ψήφο τους. Είναι κεντρική απόφαση του ΠαΣοΚ να διαφοροποιηθεί σε κάθε περίπτωση, ιδίως από την Κουμουνδούρου, προτιμώντας εναλλακτικές πρωτοβουλίες.

Δυσπιστία με τη μομφή

Η άρνηση, όπως και του ΚΚΕ, να συνυπογράψει την πρόταση μομφής έτσι ώστε να συγκεντρωθούν οι τουλάχιστον 50 υπογραφές βουλευτών, καθρεφτίζει ομολογουμένως τη διαρκώς αυξανόμενη απόκλιση των δύο κομματικών χώρων. Κόντρα στην πολιτική αξιολόγηση της Κουμουνδούρου για άμεση υποβολή του αιτήματος δυσπιστίας, το ΠαΣοΚ αντιστέκεται σθεναρά, έχοντας «εξασφαλίσει» και τους έξι βουλευτές του Κινήματος Δημοκρατίας μετά το τηλεφώνημα Μάντζου – Τζάκρη. Γεγονός που οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκρουση.

Όσο η μία πλευρά μιλά για μονόδρομο που στοιχειοθετείται από τις παραδοχές του πρωθυπουργού, τόσο η άλλη διατείνεται πως θα χαθεί ένα πλεονέκτημα όταν θα προκύψουν πιο επιβαρυντικά στοιχεία. «Τι άλλο πιο σημαντικό περιμένει το επόμενο εξάμηνο για να καταθέσει πρόταση μομφής;» απορούσε ο Γ. Καραμέρος, «τα πορίσματα που θα θεμελιώσουν τη μομφή» απαντούν με στόμφο από το ΠαΣοΚ. Κατά πληροφορίες μάλιστα ο Νίκος Ανδρουλάκης θέλει ν’ αποφύγει οποιαδήποτε «διγλωσσία» είναι πιθανό ν’ αναπτυχθεί εσωκομματικά σε περίπτωση σύμπραξης. Το κλείνει εν τη γενέσει του ωσότου φτάσει στο κατάλληλο timing και του δοθεί η αφορμή που επιζητά.

Ούτε στο αίτημα για προ ημερησίας είχαν συνταχθεί τα «πράσινα» έδρανα, ενισχύοντας την εντύπωση στα γειτονικά τους εντός Κοινοβουλίου πως κυριαρχεί ο δισταγμός κι ο χρονικός εγκλωβισμός έναντι της επίσπευσης των διαδικασιών και της πίεσης στη «γαλάζια» πτέρυγα.

Η προανακριτική που δίχασε ξανά

Αντιστρόφως ανάλογη υπήρξε η τοποθέτηση ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ στην πρόταση για σύσταση προανακριτικής εις βάρος του Χρήστου Τριαντόπουλου. Την ώρα που η ηγεσία του ΠαΣοΚ μιλούσε για άλλη μια στρατηγική νίκη που οδήγησε σε παραίτηση τον υφυπουργό προτού απολογηθεί, οι επιτελείς του ΣΥΡΙΖΑ εξέφραζαν τη βεβαιότητα πως χωρίς επιπλέον στοιχεία από αυτά που ήταν γνωστά από το φθινόπωρο είναι αδύνατον να υποστηριχθεί κάτι παραπάνω από απλό πλημμέλημα. Άρα πρόκειται κυρίως για μια εξέλιξη που βολεύει την παρούσα πλειοψηφία.

Θα συναινέσουν μεν, αλλά με «βαριά καρδιά» όπως περιέγραφαν κοινοβουλευτικοί κύκλοι και αναγκαστικά κόντρα στη βούληση των οικογενειών των θυμάτων που θεωρούν την ενέργεια αυτή τουλάχιστον άκαιρη κι όχι ουσιώδη. Από την άλλη το ΠαΣοΚ διαμηνύει ότι «εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο αδίκημα που καταγράφεται σε εισαγγελική διάταξη, δεν το γεννήσαμε εμείς».

Κόντρα διεθνών διαστάσεων

Συνέπεια αυτών ο κύκλος της αντιπαράθεσης να αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που διασχίζει τα σύνορα κι φτάνει ως την Ευρωβουλή. Αντικείμενο αυτής της μεταφοράς ο Έλληνας επίτροπος Μεταφορών, Απόστολος Τζιτζικώστας, και το αίτημα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς να κληθεί στην Ολομέλεια μετά τα νέα δεδομένα επί των συνθηκών του δυστυχήματος.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ευρωβουλευτή Κώστα Αρβανίτη η πρόταση συζητήθηκε στη συνεδρίαση των Προέδρων των πολιτικών ομάδων και δεν υποστηρίχθηκε από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τους Σοσιαλιστές (κοινώς το ΠαΣοΚ) και το RENEW. Μια εξέλιξη που κατά τον κ. Αρβανίτη «απέδειξε περίτρανα ότι οι πολιτικές δυνάμεις του κατεστημένου βαδίζουν αγκαζέ με την ακροδεξιά στη λεωφόρο της συσκότισης ενός πρωτοφανούς εγκλήματος».

Το γεγονός πως οι ευρωβουλευτές του ΠαΣοΚ χαρακτήρισαν «μνημείο ντροπής» την ανακοίνωση που διαστρεβλώνει «την πραγματικότητα για μικροπολιτικά οφέλη» και κατέθεσαν πως ποτέ δεν τέθηκε τέτοιο αίτημα έτσι ώστε να απορριφθεί επικύρωσε πως ο ανταγωνισμός, μολονότι διαψεύδεται πανταχόθεν, είναι και προσδιορίσιμος και μετρήσιμος και φυσικά δεν αγνοείται.

Βρίσκεται δηλαδή ακριβώς απέναντι στην απόπειρα του Αλ. Τσίπρα να πείσει πως «τα Τέμπη, η Πύλος, οι υποκλοπές, οι μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις αποτελούν και μια προειδοποίηση προς όλους». Μια προειδοποίηση «για μια νέα ανάγνωση και στάση, χωρίς τα χθεσινά στερεότυπα και τους κομματικούς, μικροκομματικούς, ή και προσωπικούς εγωισμούς».

ΠΗΓΗ: tovima