Στα 40 δισ. ευρώ ετησίως ανέρχεται το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα, αντιστοιχώντας στο 20% με 30% του ΑΕΠ.
Στην εκτίμηση αυτά καταλήγει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank που εξέδωσε μελέτη. Σε αυτήν συνοψίζονται και ορισμένες από τις επιπτώσεις που έχει η έκτασή της για τα δημόσια οικονομικά αλλά και στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Στη μελέτη που υπογράφουν οι Τάσος Αναστασάτος, Μιχαήλ Βασιλειάδης, Στυλιανός Γώγος, Θεόδωρος Ράπανος και Θεόδωρος Σταματίου, τονίζεται πως στη βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί στο παρελθόν διάφορες προσπάθειες για την εκτίμηση του μεγέθους της παραοικονομίας ή της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα με τα αποτελέσματα να κινούνται σε ένα εύρος μεταξύ 20%-30% του ΑΕΠ. «Αν και η ακριβής μέτρηση της έκτασής της είναι –εκ φύσεως– δύσκολη έως αδύνατη, επιχειρούμε μια έμμεση εκτίμηση, παρατηρώντας την αντανάκλαση της φοροδιαφυγής σε άλλα οικονομικά μεγέθη», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Στο 20% με 30% του ΑΕΠ η παραοικονομία
Όπως επισημαίνεται, κατά πρώτον το συνολικό εισόδημα που δηλώνουν τα νοικοκυριά στις φορολογικές τους δηλώσεις υπολείπεται σημαντικά της κατανάλωσής τους βάσει των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ. Η απόκλιση για το 2021 προσεγγίζει τα 50 δισ. ευρώ ποσό που πιθανώς να είναι υψηλότερο το 2022. Από αυτά τα μεγέθη πρέπει να αφαιρεθούν τα τεκμαρτά ενοίκια, τα οποία η ΕΛΣΤΑΤ συνυπολογίζει στην κατανάλωση, και η δημιουργία νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, η οποία επίσης τονώνει την κατανάλωση ενώ είναι καταγεγραμμένη φορολογική υποχρέωση.
Κατόπιν αυτών, μία αδρή εκτίμηση για το μέγεθος της παραοικονομίας κινείται περί τα 40 δισ. ευρώ ετησίως. Κατά το παρελθόν, έχουν προσφερθεί κάποιες ερμηνείες για να εξηγηθεί αυτή η διαφορά μεταξύ κατανάλωσης και δηλούμενων εισοδημάτων, οι οποίες όμως δεν ισχύουν. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι εικασίες ότι η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη λόγω τουριστών, ενώ η κατανάλωση των τουριστών καταγράφεται στις εξαγωγές, καθώς και ότι η κατανάλωση τροφοδοτείται από μετρητά εκτός τραπεζικού συστήματος, ενώ τα μετρητά σε κυκλοφορία είναι σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με προηγούμενα χρόνια.