Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ ΜΙΛΑ ΣΤΗΝ “Π” 
«Πιστεύω πως αδικούμε τον Αριστοφάνη και τον μειώνουμε όταν από τα έργα του κρατάμε μονάχα έναν κάποιο σκελετό, για να κρεμάσουμε πάνω του τα δικά μας “ευρήματα”» τονίζει ο κ. Παντελής Μπουκάλας σε συνέντευξή του στην «Π»

Η κατάκτηση της αρχαιότητας είναι ένα στοίχημα που πρέπει να απασχολεί κάθε νεοελληνική γενιά. Ο ποιητής, αρθρογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος κ. Παντελής Μπουκάλας έχει σίγουρα κερδίσει αυτό το στοίχημα.
Ο κ. Μπουκάλας μιλά στην «Π» για τον Αριστοφάνη, τα αρχαία κείμενα, την παράδοση αλλά και τις φονικές πυρκαγιές στην Αττική.

Η συνέντευξη δίνεται με αφορμή την παρουσίαση από το ΔΗΠΕΘΕΚ του έργου του Αριστοφάνη «Θεσμοφοριάζουσες», σε μετάφραση δική του.

Για τον κορυφαίο αρχαίο κωμικό τονίζει πως «ξεχνάμε ότι δεν ήταν ένας επιπόλαιος κατασκευαστής βωμολοχικών ευφυολογημάτων, κι αυτή η εσκεμμένη λήθη μάς οδηγεί στον αισχρολογικό πληθωρισμό επί σκηνής. Παρακάμπτουμε δηλαδή το πρωτότυπο κείμενο και προσθέτουμε βρισιές και χοντροκοπιές, για να αποσπάσουμε όχι το γέλιο αλλά τα εύκολα χάχανα».

Ο κ. Μπουκάλας αναφέρει με νόημα: «Τι σημασία έχει να λέμε με περηφάνια ότι “οι αρχαίοι Έλληνες τα έχουν πει όλα” και να δηλώνουμε κληρονόμοι του τεράστιου πλούτου τους, όταν ακόμα και σήμερα ο ένας στους τρεις ή τους τέσσερις δεν έχει ανέβει προσκυνητής στην Ακρόπολη;»

Η συνέντευξη που παραχώρησε στην «Π» έχει ως εξής:

Κύριε Μπουκάλα, το ΔΗΠΕΘΕΚ παρουσιάζει το έργο «Θεσμοφοριάζουσες» σε μετάφραση δική σας. Γιατί πιστεύετε πως ο κόσμος επηρεάζεται ακόμα και σήμερα από τα κείμενα του Αριστοφάνη;

«Ο Αριστοφάνης, όπως ξέρουμε από τις «παραβάσεις» πολλών κωμωδιών του, δεν θεωρούσε τον εαυτό του απλό διασκεδαστή αλλά παιδαγωγό των πολιτών, έναν ψυχαγωγό με τη βαθύτερη έννοια της λέξης. Όπως βλέπουμε και στις «Θεσμοφοριάζουσες», όπου καταγγέλλει τις κρυφές συναλλαγές των ολιγαρχικών με τους Πέρσες και τη συμφωνία τους να αναστείλουν τη δημοκρατία έναντι οικονομικής βοήθειας, μισούσε στην τυραννία, είτε στην περσική μορφή της είτε στην ελληνική.

Ταυτόχρονα βδελυσσόταν και κατακεραύνωνε τους δημαγωγούς σαν τον Κλέωνα, οι οποίοι, στα χρόνια μετά τον Περικλή, διέβαλαν τη δημοκρατία με τις υπερβολές και τα πάθη τους.  Συνέχισε μάλιστα να ειρωνεύεται τον Κλέωνα, παρότι αυτός ο κορυφαίος των δημαγωγών τον είχε σύρει στα δικαστήρια.

Για να κρίνουμε αν ο κόσμος επηρεάζεται σήμερα από τον Αριστοφάνη, θα πρέπει πρώτα να σκεφτούμε πόσος και ποιος ακριβώς Αριστοφάνης διασώζεται σε πολλές από τις παραστάσεις των τελευταίων δεκαετιών, οι οποίες κατά τα λοιπά εμφανίζονται σαν παραστάσεις αριστοφανικών κωμωδιών. Συχνά ξεχνάμε πως ο Αριστοφάνης υπήρξε σπουδαιότατος ποιητής, που οφείλουμε να τον προσεγγίζουμε με το ίδιο σέβας με το οποίο αντιμετωπίζουμε τους τραγωδούς. Ξεχνάμε επίσης ότι δεν ήταν ένας επιπόλαιος κατασκευαστής βωμολοχικών ευφυολογημάτων, κι αυτή η εσκεμμένη λήθη μάς οδηγεί στον αισχρολογικό πληθωρισμό επί σκηνής. Παρακάμπτουμε δηλαδή το πρωτότυπο κείμενο και προσθέτουμε βρισιές και χοντροκοπιές, για να αποσπάσουμε όχι το γέλιο αλλά τα εύκολα χάχανα.

Προσθέτουμε επίσης αβανταδόρικες αναφορές στην πολιτική και τηλεοπτική επικαιρότητα χωρίς πολλή σκέψη, αυτοπαγιδευόμενοι στον θεατρικό λαϊκισμό.

Πιστεύω πως αδικούμε τον Αριστοφάνη και τον μειώνουμε όταν από τα έργα του κρατάμε μονάχα έναν κάποιο σκελετό, για να κρεμάσουμε πάνω του τα δικά μας «ευρήματα». Ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς και ας δηλώνουμε ευθέως ότι κάνουμε διασκευή ή ό,τι άλλο παρεμφερές».

 Τι σας διδάσκει η ενασχόληση με τα αρχαία κείμενα;

Ο ποιητής, αρθρογράφος, συγγραφέας, μεταφραστής και δημοσιογράφος κ. Παντελής Μπουκάλας

«Μεταφράζοντας Αισχύλο, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Βίωνα Σμυρναίο, επιτύμβια και συμποτικά επιγράμματα, καθώς και ποιήματα της Σαπφώς, του Αρχίλοχου, του Παλλαδά ή του Λουκιανού, αλλά και Πλούταρχο, απολαμβάνω την τερπνή δυνατότητα να παραμένω μαθητής της γλώσσας και του λόγου. Ο

αρχαιοελληνικός λόγος δεν είναι ένας και ενιαίος, όπως δεν είναι και μία η ελληνική αρχαιότητα. Η δυναμική πολυφωνία είναι θεμελιώδες γνώρισμα του αρχαίου στοχασμού, από κοινού με την αέναη αναζήτηση, ποιητική, πολιτική, ανθρωπολογική, θεολογική.

Διαβάζοντας και μεταφράζοντας, κατανοείς πόσο ανόητος είναι ο θρύλος περί γλωσσικών γονιδίων που τάχα μάς αποκαλύπτουν αμέσως και άνευ κόπου την ουσία των αρχαίων κειμένων. Κατανοείς επίσης ότι με τον αρχαίο κόσμο μάς συνδέουν  πολλά, αλλά αυτή η σύνδεση δεν είναι αυτόματη και αυτονόητη.

Χρειάζεται ιδιαίτερος πνευματικός κάματος για την κατάκτηση της αρχαιότητας, κι αυτό είναι πιστεύω ένα στοίχημα που πρέπει να απασχολεί κάθε νεοελληνική γενιά.

Τι σημασία έχει να λέμε με περηφάνια ότι “οι αρχαίοι Ελληνες τα έχουν πει όλα” και να δηλώνουμε κληρονόμοι του τεράστιου πλούτου τους, όταν ακόμα και σήμερα ο ένας στους τρεις ή τους τέσσερις δεν έχει ανέβει προσκυνητής στην Ακρόπολη;»

Οι πυρκαγιές στην Αττική ήταν το θέμα στα τελευταία σας άρθρα στην Καθημερινή. Τι πιστεύετε πως μάθαμε οι Έλληνες από αυτή την καταστροφή;

«Το δίδαγμα της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, και πρωτίστως του Αισχύλου, θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση «Το πάθος, μάθος», ένα δίδαγμα που το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται στον λαϊκό λόγο «Ο παθός και μαθός». Και στις δύο περιπτώσεις , την αρχαία και τη νέα, δεν πρόκειται για διαπίστωση αλλά για προτροπή: πρέπει να μαθαίνουμε από τα παθήματά μας, για να μην πέφτουμε από σφάλμα σε σφάλμα και από ύβρι σε ύβρι.

Εφόσον, μετά την αποτέφρωση της ανατολικής Αττικής και τον θάνατο εκατό παγιδευμένων συνανθρώπων μας, κανένας ιδιώτης καταπατητής, σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας, δεν αποφάσισε να γκρεμίσει οικειοθελώς, συμβολικά, έστω ένα μέτρο από τη μάντρα που έχτισε παράνομα πάνω στην ακτή, απαγορεύοντας ετσιθελικά την πρόσβαση των ανθρώπων στη θάλασσα και εγκλωβίζοντάς τους σε ενδεχόμενο κίνδυνο, δεν δικαιούμαστε να ισχυριζόμαστε ότι το βαρύτατο πάθημα μεταφράστηκε σε ένα μικρό έστω μάθημα.

Δυστυχώς, και ως πολιτεία και ως κοινωνία δηλώνουμε οπαδοί και μιμητές του Προμηθέα, παραμένουμε όμως εξακολουθητικώς Επιμηθείς. Καθηλωμένοι στο παρόν, ούτε από το παρελθόν αντλούμε διδάγματα και παραδείγματα, ούτε το μέλλον εντάσσουμε στους κοντόθωρους σχεδιασμούς μας. Οσο για το “εμείς”, τον συλλογικό-εθνικό εαυτό μας, τον θυμόμαστε εθιμοτυπικά στους πανηγυρικούς μας. Και τον μνημονεύουμε άκεφα, ανέμπνευστα και επιπόλαια, ακριβώς όπως  τελειώνουμε τις μαθητικές μας εκθέσεις με ένα ψυχικώς ανέξοδο και πνευματικώς αδιάφορο “ηθικό δίδαγμα”.»

Τα τελευταία χρόνια, λόγω των κοινωνικών δικτύων, ο καθένας από εμάς εκφράζει δημόσια τη γνώμη του, χωρίς περιορισμούς. Πιστεύετε πως αυτή η κατάσταση ωφελεί τη Δημοκρατία ή δημιουργεί προβλήματα;

«Στην αρχαιοελληνική εκκλησία του δήμου, το ερώτημα «Τις αγορεύειν βούλεται;» απευθυνόταν σε όλους τους πολίτες. Ο καθένας μπορούσε να μιλήσει και να υποστηρίξει τις απόψεις του με το πρόσωπό του και με το όνομά του, δηλαδή υπεύθυνα. Με τα κοινωνικά δίκτυα έχουμε όλοι το δικαίωμα να απαντήσουμε στο ίδιο ερώτημα.

Αν το κάνουμε με το ονοματεπώνυμό μας, η ισηγορία αποκτά το νόημά της και η δημοκρατία προφανώς ωφελείται. Αν όμως οχυρωνόμαστε πίσω από την ανωνυμογραφία ή την αδιαφανή ψευδωνυμογραφία, τότε τα λεγόμενα και τα γραφόμενά μας χάνουν εκ προοιμίου το κύρος τους.

Είναι άλλωστε παρατηρημένο, διεθνώς, ότι οι επαγγελματίες ανωνυμογράφοι δεν δρουν απλώς ως παραγωγοί και διακινητές ψευδών ειδήσεων αλλά και ως σπορείς μίσους, δηλητηριώδους κακότητας και ρατσιστικών αντιλήψεων».

Τρέφετε ιδιαίτερη αγάπη για την παράδοση. Είστε αισιόδοξος ότι οι επόμενες γενιές θα ακολουθήσουν το δρόμο που χάραξαν οι προηγούμενες;

«Δεν πρέπει να είμαστε ειδωλολάτρες με την παράδοση. Πολύ σωστά, αρκετά στοιχεία της κρίνονται πλέον απαράδεκτα και απορριπτέα, για παράδειγμα η προίκα ή η βεντέτα “για λόγους τιμής”.

Αγαπώ βαθιά το δημοτικό τραγούδι, σε όποιο ιδίωμα της ελληνικής κι αν πλάστηκε, και προσπαθώ να το μελετήσω σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκτασή του. Έχω ήδη εκδώσει δύο βιβλία για τη δημοτική μας ποίηση, που τη σέβομαι όσο και την προσωπική ποίηση των κορυφαίων μας δημιουργών. Τα διαμάντια της, σε όλα τα πεδία (το γλωσσικό, το αφηγηματικό, το μυθοπλαστικό, το πνευματικό, και το ηθικό βέβαια), είναι αμέτρητα, πολλά όμως μένουν παραγνωρισμένα.

Ξέρουμε βέβαια ότι το φολκλόρ, οι τουριστικής σκόπευσης “αναβιώσεις” και τα δημοτικοφανή  απειλούν τα πανηγύρια μας. Από την άλλη όμως είναι ιδιαιτέρως παραμυθητικό το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι παίζουν με εξαιρετικό τρόπο τα λαϊκά μουσικά όργανα, και τα πιο δύσκολα, ενώ πληθαίνουν τα συγκροτήματα και οι καλλιτέχνες  σε όλη την Ελλάδα που στρέφονται στον ήχο και τον λόγο της παράδοσης, έστω και για να τον “πειράξουν”.

Η παράδοση δεν είναι κάτι το ασάλευτο και το τετελεσμένο. Αν την αντιμετωπίζουμε σαν “διατηρητέο μνημείο”, απλώς φεύγει μέσα από τα χέρια μας».