Παναγία Σουμελά: Το αρχαίο μοναστήρι που κρέμεται από την πλαγιά ενός γκρεμού

Αν τα αρχαία τείχη του μπορούσαν να μιλήσουν, το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στην ανατολική Τουρκία θα είχε πολλές ιστορίες να πει.
Από την ίδρυσή του τον 4ο αιώνα μ.Χ. από μερικούς από τους πρώτους χριστιανούς που έφτασαν κατά μήκος της ακτής της Μαύρης Θάλασσας, το ιερό υπήρξε μάρτυρας της εξέλιξης της Ρωμαϊκής

Αυτοκρατορίας στη Βυζαντινή εποχή, την άνοδο των Οθωμανών, τον αγώνα για την τουρκική ανεξαρτησία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τις δεκαετίες βανδαλισμών και παραμέλησης, και μιας σχεδόν θαυματουργής ανάστασης στη σύγχρονη εποχή.

Ακόμη πιο ελκυστική από την πολυτάραχη ιστορία της Παναγίας Σουμελά είναι μια τοποθεσία που μοιάζει να είναι δημιούργημα της τεχνητής νοημοσύνης ή των γραφικών ενός υπολογιστή και όχι ένα πραγματικό μέρος – παρεκκλήσια, αυλές, βιβλιοθήκη, κοιτώνες, καμπαναριό, υδραγωγείο και μια πέτρινη ιερή πηγή σκαρφαλωμένη σε μια βραχώδη περιοχή που προεξέχει σχεδόν 1.000 πόδια (300 μέτρα) πάνω από μια δασώδη κοιλάδα ενός ποταμού των Ποντιακών Άλπεων.

Καθημερινά έχει χιλιάδες επισκέπτες – με μερικούς από αυτούς να είναι θρησκευτικοί προσκυνητές, αλλά οι περισσότεροι έλκονται από τη μεγαλοπρέπεια των παλαιοχριστιανικών τοιχογραφιών και της αρχιτεκτονικής, που φαίνεται να αψηφούν τη βαρύτητα – και οδηγούν σε ένα λιθόστρωτο μονοπάτι προς το μοναστήρι. Ακόμα ένα ενδιαφέρον γεγονός είναι ότι η Παναγία Σουμελά βρίσκεται στον κατάλογο της UNESCO με τα μνημεία που πρόκειται μελλοντικά να χαρακτηριστούν ως μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς.

Πλέον ως μουσείο εποπτευόμενο από την πολιτεία και όχι ως ενεργή θρησκευτική κοινότητα, το μοναστήρι υπόκειται εδώ και χρόνια σε σχολαστική αποκατάσταση ώστε ο χώρος να γίνει ασφαλής για τους τουρίστες και να μετριαστούν οι ζημιές, οι οποίες προκαλούνται από πυρκαγιές, κυνηγούς θησαυρών, βανδάλους και επισκέπτες που δε σέβονται το μνημείο.
«Πάντα είχαμε πρόβλημα με την πτώση των βράχων», λέει ο Λεβέντ Άλνιακ, διευθυντής μουσείων και ιστορικών τοποθεσιών για την επαρχία της Τραπεζούντας. «Για να αποτρέψουμε ζημιές στις κατασκευές και κίνδυνο τραυματισμού των επισκεπτών, φέραμε επαγγελματίες ορειβάτες για να ασφαλίσουν τον γκρεμό». Κρεμασμένοι στον αέρα, οι ορειβάτες χρησιμοποίησαν χαλύβδινα καλώδια και τεράστιους μεταλλικούς πασσάλους για να τοποθετήσουν δίχτυα από χάλυβα και προστατευτικά στον πανύψηλο βράχο πάνω από το μοναστήρι.

Οι συνεχιζόμενες εργασίες αποκατάστασης αποκάλυψαν απροσδόκητους θησαυρούς, όπως μια μυστική σήραγγα, η οποία οδηγεί σε ένα παρεκκλήσι το οποίο δεν είχε ανακαλυφθεί προηγουμένως και ενδέχεται να χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο για την υπεράσπιση του μοναστηριού. Μέσα στη μικροσκοπική εκκλησία, οι αρχαιολόγοι βρήκαν δραματοποιημένες τοιχογραφίες οι οποίες απεικονίζουν τον παράδεισο, την κόλαση, τη ζωή και τον θάνατο.

Ζωντανεύοντας τις τοιχογραφίες

Η αποκατάσταση των εξαιρετικών τοιχογραφιών του μοναστηριού βρίσκεται σε εξέλιξη, ένα πολυετές έργο, το οποίο περιλαμβάνει σχολαστική και εντατική εργασία από ειδικούς συντηρητές έργων τέχνης.

Κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου, όταν η έλλειψη υγρασίας στην ατμόσφαιρα επιτρέπει την ανάληψη αυτού του λεπτού έργου, οι επισκέπτες μπορούν να δουν από κοντά τους αναστηλωτές τη στιγμή που αφαιρούν τα γκράφιτι και τις άλλες ζημιές που προκλήθηκαν μεταξύ των δεκαετιών του 1920 και του 1960 όπου το μοναστήρι ήταν ακατοίκητο και απροστάτευτο .
«Για πολλά χρόνια δεν υπήρχε αρκετή επίβλεψη εδώ και συνέβησαν πολλοί βανδαλισμοί», λέει ο συντηρητής Σενόλ Ακτάς, κάνοντας ένα διάλειμμα από την εργασία του σε μια τοιχογραφία του 18ου αιώνα μιας εικόνας της Παναγίας, η οποία συνομιλεί με έναν άγγελο στην πρόσοψη μιας απίστευτης βραχώδους εκκλησίας. «Οι άνθρωποι έγραψαν τα ονόματά τους και διάφορα άλλα στις τοιχογραφίες, τα οποία προσπαθούμε να αφαιρέσουμε ζωγραφίζοντας πάνω από τα γκράφιτι σε παρόμοια στυλ και χρώματα με αυτά που χρησιμοποίησαν οι αρχικοί καλλιτέχνες».

Όσο εντυπωσιακές και αν είναι οι εξωτερικές τοιχογραφίες, δεν φαίνονται τόσο ζωηρές σε σύγκριση με τις ακόμη παλαιότερες εικόνες στο εσωτερικό. Πίσω από την πρόσοψή της η εκκλησία εξαφανίζεται μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά γεμάτη από ολοζώντανες εικόνες που δημιουργήθηκαν τον 13ο αιώνα. Μεγάλα πορτρέτα του Ιησού και της Παναγίας κοιτάζουν προς τα κάτω από την οροφή, ενώ οι τοίχοι προορίζονται για τους αγγέλους, τους αποστόλους και τους αγίους, συμπεριλαμβανομένης μιας μάλλον γλαφυρής απεικόνισης του Αγίου Ιγνατίου που τον σχίζουν τα λιοντάρια μέσα σε μια ρωμαϊκή αρένα.

Τα μάτια στις εικόνες είναι βγαλμένα σε πολλές από τις χαμηλότερες τοιχογραφίες, που είναι εύκολα προσβάσιμες από τα ανθρώπινα χέρια. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι οι εικόνες παραμορφώθηκαν σκόπιμα από μουσουλμάνους.

Αλλά ο Οζνούς Ντοκσέζ, ο οποίος ξεναγεί τους επισκέπτες στην Παναγία Σουμελά από τη δεκαετία του 1980 όπου και άνοιξε για πρώτη φορά για το κοινό, λέει ότι υπάρχει κάποια άλλη πιθανή εξήγηση. «Η Παναγία αποτελεί ιερό πρόσωπο και για τον μουσουλμανικό λαό. Έτσι, οι άνθρωποι που ζουν εδώ γύρω ήρθαν και έγδαραν τα πρόσωπά τους, ειδικά τα μάτια, έβρασαν τα κομματάκια της μπογιάς και ήπιαν αυτό το ζουμί νομίζοντας ότι θα είχαν την ευλογία του. Δεν ξέρουμε αν αυτή η ιστορία είναι αληθινή ή όχι, αλλά αυτό λέει ο κόσμος».

Οι μυθικές και ιστορικές ρίζες της Παναγίας Σουμελά

Εν τω μεταξύ, κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα, αν η ιστορία της καταγωγής του μοναστηριού είναι αληθινή ή απλώς ένας μύθος.

Σύμφωνα με τον μύθο, η Παναγία Σουμελά έχει τις ρίζες της στο 386 μ.Χ.και σε μια θαυματουργή ανακάλυψη από τους Έλληνες μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο. Τους οδήγησε στην απομακρυσμένη περιοχή ένα όραμα κατά το οποίο η Παναγία τους μίλησε για μια εικόνα, την οποία ζωγράφισε ο Απόστολος Λουκάς, που βρισκόταν κρυμμένη κάπου στις Ποντιακές Άλπεις. Οι μοναχοί τελικά ανακάλυψαν το ιερό λείψανο – ένα σκοτεινό πορτρέτο της Παναγίας Βρεφοκρατούσας που το βάφτισαν Παναγία Σουμελά – στη σπηλιά που αργότερα θα στεγαζόταν η Εκκλησία του Βράχου.

Το σπήλαιο παρέμεινε τόπος προσκυνήματος για εκατοντάδες χρόνια. Μόλις τον 13ο αιώνα το μοναστήρι όπως το γνωρίζουμε σήμερα ιδρύθηκε από Ορθόδοξους μοναχούς σε μια περίοδο, που η περιοχή κυβερνώνταν από το τελευταίο χριστιανικό βασίλειο. Συνέχισε να ακμάζει υπό την Οθωμανική κυριαρχία, που ανέλαβε τον έλεγχο της περιοχής το 1461.
Παρόλο που ήταν μουσουλμάνοι, οι Οθωμανοί παρείχαν στους υπηκόους τους έναν εκπληκτικό βαθμό θρησκευτικής ελευθερίας — εφόσον ήταν πιστοί στον αυτοκράτορα.
«Μερικές φορές μετέτρεπαν κάποια εκκλησία σε τζαμί, όπως η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη», εξηγεί ο Αλνιάκ. «Αλλά τις περισσότερες φορές, επέτρεπαν στους Χριστιανούς να λατρεύουν ελεύθερα». Επίσης υποστήριξαν ακόμη και μερικές από τις πιο σημαντικές χριστιανικές τοποθεσίες. «Οι σουλτάνοι θεωρούσαν την Παναγία Σουμελά ιερό μέρος και βοήθησαν το μοναστήρι παρέχοντας στους μοναχούς δωρεές και περισσότερη γη», προσθέτει.

Η Παναγία Σουμελά ήταν δημοφιλής μεταξύ των χριστιανών και μουσουλμάνων προσκυνητών και αποτελούσε ένα ενεργό ελληνορθόδοξο μοναστήρι, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία επήλθε μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Τούρκοι και οι Έλληνες της πρώην αυτοκρατορίας ξεκίνησαν έναν εμφύλιο πόλεμο ο οποίος τελείωσε το 1923 με μια μαζική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ του ασιατικού και του ευρωπαϊκού τμήματος αυτής.

Πολλοί από τους Έλληνες που ζουν στις Ποντιακές Άλπεις και τις κοντινές ακτές της Μαύρης Θάλασσας επέλεξαν να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των μοναχών της Παναγίας Σουμελά . Φοβούμενοι ότι θα τους ληστέψουν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την Ελλάδα, οι μοναχοί έθαψαν τους θησαυρούς του μοναστηριού σε μυστικές τοποθεσίες στην κοιλάδα Αλτίντερε, ελπίζοντας ότι θα τους ανακτήσουν κάποια στιγμή στο μέλλον.

Το εγκαταλελειμμένο μοναστήρι έγινε πόλος έλξης για αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι αναζητούσαν τα πολύτιμα εκείνα αντικείμενα. Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά τελικά ανακτήθηκε από τους μοναχούς και τώρα στεγάζεται στο μοναστήρι της Νέας Σουμελά στη Βόρεια Ελλάδα. Ωστόσο, ορισμένα κειμήλια μεταφέρθηκαν λαθραία από την Τουρκία και τώρα βρίσκονται σε μουσεία ή ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο.

Μέχρι τη δεκαετία του 1970, το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας ξεκίνησε τις πρώτες προσπάθειες συντήρησης και ανακαίνισης της Παναγίας Σουμελά ως εθνικού θησαυρού. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η πρόσβαση βελτιώθηκε για να διευκολυνθούν οι επισκέψεις των τουριστών και των προσκυνητών.
Η στιγμή που αποτέλεσε ορόσημο για την ανάσταση του μοναστηριού ήρθε στις 15 Αυγούστου 2010, ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τέλεσε την πρώτη ορθόδοξη λατρευτική λειτουργία στην Παναγία Σουμελά μετά από 88 χρόνια. Η τελετή πλέον λαμβάνει χώρα κάθε Δεκαπενταύγουστο, αν και επιτρέπεται στους πιστούς να προσεύχονται στα παρεκκλήσια της μονής όλο το χρόνο.

Η επίσκεψη στη Παναγία Σουμελά σήμερα

Το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά βρίσκεται στο Εθνικό Πάρκο της κοιλάδας Αλτίντερε περίπου μία ώρα οδικώς νότια της Τραπεζούντας, η οποία είναι μια πόλη-θέρετρο στην ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας.

Οι επισκέπτες μπορούν να την πρασεγγίσουν με το αυτοκίνητό τους. Επίσης μπορούν να συμμετάσχουν σε ξεναγήσεις με βαν και μίνι λεωφορείο στο μοναστήρι, τις οποίες προσφέρουν ταξιδιωτικά γραφείαστην Τραπεζούντα. Αφού φτάσουν στο πάρκινγκ, τα λεωφορεία μεταφέρουν τους επισκέπτες στο κάτω μέρος ενός απότομου μονοπατιού και τελικά τα σκαλοπάτια τα οποία οδηγούν στην είσοδο του μοναστηριού.

Η είσοδος κοστίζει 20 ευρώ ή 60 τουρκικές λίρες. Το μοναστήρι μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου είναι ανοιχτό από τις 8 το πρωί έως τις 7 το απόγευμα, ενώ μεταξύ Οκτωβρίου και Μαΐου είναι ανοικτό από 8 π.μ. έως 5 μ.μ.. Μια ταινία μικρού μήκους με θέμα την ανακαίνιση προβάλλεται σε ένα από τα κελιά. Ο αναμενόμενος χρόνος παραμονής στην τοποθεσία υπολογίζεται από μία έως δύο ώρες.
Ακριβώς έξω από την πύλη εισόδου υπάρχει ένα μικρό κατάστημα με σνακ, αναμνηστικά, μηχανήματα αυτόματης πώλησης, τραπέζια εξωτερικού χώρου και τουαλέτες.
Συνιστάται οι επισκέπτες να φορούν γερά παπούτσια και να είναι ντυμένοι κατάλληλα για τις καιρικές συνθήκες, την πιθανότητα βροχών κατά τους θερμότερους μήνες και το χιονιού κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

Η Τραπεζούντα απέχει περίπου 13 ώρες οδικώς από την Κωνσταντινούπολη αλλά λιγότερο από δύο ώρες αεροπορικώς. Η Turkish Airlines έχει 10 πτήσεις την ημέρα από την Κωνσταντινούπολη προς την Τραπεζούντα και αντίστροφα.
Τα πλησιέστερα καταλύματα προσφέρει το χωριό Κοσάντερε, συμπεριλαμβανομένου του ξενοδοχείου τριών αστέρων Sümela Holiday Hotel . Υπάρχουν πολύ περισσότερες δυνατότητες διανυκτέρευσης στην Τραπεζούντα, όπως το παραθαλάσσιο ξενοδοχείο Ramada Plaza και το Radisson Blu στην κορυφή του λόφου.

ΠΗΓΗ: ertnews.gr