Το προφίλ των θυτών «υψηλής επικινδυνότητας» σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αναλύει διεξοδικά κάθε μήνα, με στόχο την προστασία των θυμάτων, ειδική ομάδα στο Ηράκλειο, η μοναδική πανελλαδικά, που ήδη λειτουργεί εδώ και περίπου ένα χρόνο.
Ο βασικός πυρήνας αυτής της ομάδας είναι η Εισαγγελία, η ΕΛ.ΑΣ και το ΕΛΜΕΠΑ, που καλούνται να αξιολογήσουν, εφαρμόζοντας συγκεκριμένα πρωτόκολλα, ποιοι υπό παρακολούθηση θύτες κατατάσσονται στην κατηγορία «υψηλού κινδύνου», ώστε να επέμβουν καίρια για την αποτροπή του κακού. Αποστολή τους είναι να έχουν πλήρη εικόνα για την εξέλιξη της κάθε περίπτωσης, όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να ακούσουν τα… καμπανάκια, πριν να είναι αργά.
Πρόκειται για μία διεπιστημονική ομάδα αντιμετώπισης θεμάτων ενδοοικογενειακής βίας, στο πλαίσιο λειτουργίας της οποίας έχει υπογραφεί μνημόνιο συνεργασίας και εμπιστευτικότητας λόγω των προσωπικών δεδομένων. Ήταν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Ηρακλείου, κ. Θανάσης Γαλήνας (εισαγγελέας Εφετών σήμερα), ο οποίος οραματίστηκε και «έτρεξε» το συγκεκριμένο πρότζεκτ, αναγνωρίζοντας το κενό διασύνδεσης των υπηρεσιών και των φορέων. Ο στόχος ήταν να στηθεί και να λειτουργήσει ένας μηχανισμός ασφαλούς καταγραφής, επιλογής και διαχείρισης των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας αυξημένης επικινδυνότητας. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η ομάδα έχει στη διάθεσή της όλη τη γνώση και όλη την πληροφορία ανά στάδιο για τη «διαδρομή» ενός θύτη, συνεκτιμά το προφίλ του και αξιολογεί αν υπάρχει κίνδυνος υποτροπής ή αν η πορεία του εξελίσσεται ομαλά και αποδίδει το θεραπευτικό πρόγραμμα το οποίο υποχρεούται να παρακολουθεί βάσει της διαδικασίας της ποινικής διαμεσολάβησης.
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας του ΕΛΜΕΠΑ, κα Μαρία Παπαδακάκη, είναι μία από τους τρεις πυλώνες της διεπιστημονικής ομάδας. Τη συναντήσαμε στο Δικαστικό Μέγαρο Ηρακλείου, λίγο αφ’ ότου είχε ολοκληρωθεί η συνάντηση εργασίας του μήνα με τις αρμόδιες εισαγγελείς αλλά και την επικεφαλής του Γραφείου Ενδοοικογενειακής Βίας της ΕΛ.ΑΣ, την αστυνόμο κ. Αγγελική Μπερνιδάκη.
Στον ένα χρόνο λειτουργίας της ομάδας οι περιπτώσεις ποινικής διαμεσολάβησης που χειρίζονται είναι περισσότερες από 100 και απ’ αυτές αρκετές χαρακτηρίζονται περιπτώσεις «υψηλής επικινδυνότητας».
«Έχουμε ήδη προεπιλέξει τις περιπτώσεις εκείνες που είναι υψηλού κινδύνου, καθώς έχουμε προσυμφωνήσει σε ένα πρωτόκολλο εκτίμησης της επικινδυνότητας που μπορεί να περιλαμβάνει στοιχεία όπως: παραβίαση περιοριστικών όρων, προηγούμενη καταδίκη για αντίστοιχα αδικήματα, οπλοκατοχή, χρήση ουσιών, προσπάθεια στραγγαλισμού του θύματος ή το θύμα εξακολουθεί να εκφράζει φόβους για τη ζωή του» εξηγεί η αναπληρώτρια καθηγήτρια. «Αυτές τις περιπτώσεις, πολύ περισσότερο σε εκείνες που συνυπάρχουν πολλαπλοί παράγοντες συννοσηρότητας, τις αντιμετωπίζουμε ως υψηλής επικινδυνότητας και αυτές τις εξετάζουμε μέσα στην ομάδα για να δούμε πώς θα τις διαχειριστούμε σωστά και συντονισμένα με τις υπηρεσίες που εμπλέκονται ανά περίπτωση. Δεν αφήνουμε να χαθεί χρόνος. Τις βλέπουμε άμεσα. Καλούμε τους φορείς που εμπλέκονται και μας ενημερώνουν για την ισχύουσα κατάσταση. Υπάρχουν υπηρεσίες παιδικής προστασίας που τις κρατάμε σε εγρήγορση».
Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι αν ο θύτης παρακολουθεί ΚΕΘΕΑ, ζητούν ενημέρωση για το εάν είναι συνεπής ή όχι, διότι αυτό είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου. Αν από το ΚΕΘΕΑ ενημερωθούν ότι δεν παρακολουθεί το πρόγραμμα, τότε αμέσως χτυπά ένα πρώτο καμπανάκι κινδύνου. Αντίστοιχα, μπορεί να ζητήσουν ενημέρωση από κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων αν υπάρχουν παιδιά από τον Ξενώνα Κακοποιημένης Γυναίκας, από την Ψυχιατρική κλινική του ΠΑΓΝΗ κ.ά.
Σύμφωνα με την κ. Παπαδακάκη, η ομάδα προσπαθεί να συντονίσει τις υπηρεσίες, επειδή ακριβώς δεν υπάρχει υπηρεσιακή διασύνδεση, δεν έχει προβλεφθεί δηλαδή.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα υπήρχε ένα διϋπηρεσιακό πρωτόκολλο που θα οδηγούσε σε ένα θεσμοθετημένο μονοπάτι. «Δυστυχώς, δεν υπάρχει συνολική εικόνα ενός περιστατικού. Η κάθε υπηρεσία βλέπει αποσπασματικά το κάθε περιστατικό, στο πλαίσιο της δικής της αρμοδιότητας, δεν υπάρχει συνεχής παρακολούθηση της εξέλιξής του και ως αποτέλεσμα έχουμε αποσπασματικές παρεμβάσεις που δεν είναι το ίδιο αποτελεσματικές. Εκεί έχουμε τις υποτροπές και ψάχνουμε να βρούμε πού διέφυγε το θέμα. Εμείς δεν αφήνουμε να φθάσει μία περίπτωση στη γυναικοκτονία, για παράδειγμα. Την παρακολουθούμε την υπόθεση και στο πρώτο ολίσθημα του θύτη, έχουμε τα αντανακλαστικά να επέμβουμε».
Ενημερωτικά όσοι επιλέξουν τον δρόμο της ποινικής διαμεσολάβησης θα πρέπει να γνωρίζουν ότι μπαίνουν σε μία διαδικασία τριετούς χρονικού ορίζοντα. Η πρώτη φάση, η λεγόμενη θεραπευτική, περιλαμβάνει έως και 24 συνεδρίες για τη διακοπή της βίας. «Παρεμβαίνουμε μέσα από ένα σύνολο συνεδριών που αφορούν τόσο την ψυχιατρική εκτίμηση του δράστη όσο και την εκτίμηση διαφόρων παραγόντων σχετικά με τη βία που έχει ασκήσει στην ή στον σύντροφο, και μέσα από αυτές τις συνεδρίες προσπαθούμε να διαχειριστούμε την έκφραση του συναισθήματος, τον θυμό. Όταν ολοκληρώσει το πρόγραμμα, ακολουθεί η περίοδος μεταπαρακολούθησης στη διάρκεια του οποίου ελέγχεται η συμπεριφορά του, αν διατηρείται η επίδραση του προγράμματος στη στάση του αλλά παρακολουθούμε και το θύμα, αν παραμένει ασφαλές».
Μέχρι στιγμής πάντως, ελάχιστοι είναι εκείνοι που εγκαταλείπουν το πρόγραμμα. «Οι περισσότεροι το παρακολουθούν, υπάρχει εμπιστοσύνη επειδή υπάρχει το Πανεπιστήμιο, γιατί είναι επιστήμονες, είναι κάτι έξω από υπηρεσίες, υπάρχει αποδοχή του προγράμματος και των επιστημόνων, είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που εγκαταλείπουν».