Με αφορμή τις πολύνεκρες τραγωδίες στα νερά της Μεσογείου είχαμε ζητήσει εδώ και καιρό από την επίκουρη καθηγήτρια ιατροδικαστικής και επικεφαλής της Μονάδας Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Έλενα Κρανιώτη, να μας διαφωτίσει σχετικά την πολυσύνθετη διαδικασία ταυτοποίησης των πτωμάτων αγνώστων στοιχείων. Μία διαδικασία εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και ανέφικτη πολλές φορές, αλλά απολύτως αναγκαία ως χρέος στη μνήμη εκείνων που χάνονται τόσο άδικα και στις οικογένειες τους που ζητούν απαντήσεις.
Η συνέντευξη παρουσιάζεται στην σκιά της ασύλληπτης τραγωδίας στα ανοιχτά της Πύλου, με τους δεκάδες νεκρούς και τους εκατοντάδες αγνοούμενους. Τόσο η κ. Κρανιώτη όσο και η συνεργάτιδα της, ειδικευόμενη ιατροδικαστικής, Δέσποινα Φλουρή, η οποία ασχολείται ερευνητικά με την ταυτοποίηση σορών αγνώστων στοιχείων, υπογραμμίζουν ότι το DNA, ναι μεν είναι μία εξέταση με αξιόπιστα αποτελέσματα, δεν αποτελεί ωστόσο πανάκεια για την ταυτοποίηση ενός αγνώστου πτώματος όταν δεν υπάρχει συγκριτικό δείγμα ή υποψία για την ταυτότητα του ατόμου.
Αν αυτή η τραγωδία συνέβαινε κοντά στην Κρήτη και οι σοροί χρειάζονταν να μεταφερθούν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου, θα υπήρχε η δυνατότητα σκαναρίσματος με ολόσωμη αξονική τομογραφία όλων των νεκρών, ενισχύοντας τις πιθανότητες ταυτοποίησης τους σε δεύτερο χρόνο καθώς τα ψηφιακά αρχεία είναι… αθάνατα σε σύγκριση με τα σώματα που ενταφιάζονται και χάνονται στο χρόνο. Και αυτή είναι μία πρωτοπορία χρόνων της Μονάδας Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Κρήτης και του ΠΑΓΝΗ.
Από την πλευρά τους υπογραμμίζεται παράλληλα η αναγκαιότητα ύπαρξης μιας ενοποιημένης βάσης δεδομένων για αγνοούμενα και μη ταυτοποιημένα άτομα.
Η συνέντευξη έχει ως εξής:
-Τα τελευταία χρόνια στα νερά της Μεσογείου, ακόμα και ανοιχτά της Κρήτης, έχουν καταγραφεί πολύνεκρα ναυάγια προσφύγων και μεταναστών. Τα τελευταία 24ωρα όλοι παρακολουθούμε συγκλονισμένοι τα όσα διαδραματίζονται ανοιχτά της Πύλου. Μιλάμε για δεκάδες πτώματα αγνώστων στοιχείων, για τα οποία θα πρέπει να κινηθεί η διαδικασία ταυτοποίησης ως ελάχιστο χρέος προς τους ίδιους τους νεκρούς αλλά και τις οικογένειες τους που, σε πολλές περιπτώσεις, ψάχνουν απεγνωσμένα να εντοπίσουν τους αγνοούμενους συγγενείς τους. Πόσο σύνθετη είναι στη χώρα μας η διαδικασία αναζήτησης και ταυτοποίησης των νεκρών αυτών;
Καταρχάς είναι βασικό να τονίσουμε ότι η ταυτότητα ενός ατόμου αποτελεί ένα πανανθρώπινο δικαίωμα το οποίο δεν χάνεται μετά το θάνατο και ως εκ τούτου είναι χρέος δικό μας και των προανακριτικών αρχών να αποδώσουμε την ταυτότητα πίσω σε όσους την έχασαν.
Την ίδια στιγμή, «πίσω» από κάθε νεκρό Αγνώστων Στοιχείων υπάρχει μια οικογένεια που αναρωτιέται, ψάχνει και θρηνεί. Τα τελευταία χρόνια, με την έξαρση της μεταναστευτικής κρίσης και την αθρόα εισροή προσφύγων και μεταναστών στη Μεσόγειο δια των θαλάσσιων οδών, καταγράφεται μία μεγάλη αύξηση στον αριθμό των ανθρώπων που θάβονται ως «Αγνώστων Στοιχείων». Η Μεσόγειος έχει άλλωστε χαρακτηριστεί ως «η θάλασσα των ανώνυμων νεκρών».
Η διαδικασία ταυτοποίησης ενός σώματος Αγνώστων Στοιχείων είναι φυσικά μία σύνθετη διαδικασία στην οποία εμπλέκονται Προανακριτικές Αρχές (Αστυνομία, Λιμενικό) και Ιατροδικαστικοί Φορείς, καθώς επίσης Προξενεία Κρατών και Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί (πχ ICRC, International Committee of the Red Cross). Στην περίπτωση σωμάτων που αφορούν ή πιθανά αφορούν πρόσφυγες ή μετανάστες είναι η έλλειψη συγκριτικών δεδομένων που δυνητικά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ταυτοποίηση τους: δεν υπάρχει αναφορά αγνοούμενου ατόμου, δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή της εισόδου τους στη χώρα και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν υπάρχει καμία «υπόθεση ταυτότητος» ή έστω υπόθεση καταγωγής.
Επιπλέον, ιδιαίτερα για τα σώματα που ανασύρονται από τη θάλασσα, η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω εξαιτίας της προχωρημένης αποσύνθεσης στην οποία συνήθως βρίσκονται, γεγονός που αφενός δεν επιτρέπει την καταγραφή χαρακτηριστικών της φυσικής εμφάνισης, αφετέρου δυσχεραίνει τον προσδιορισμό του χρόνου που έχει επέλθει από τη στιγμή του θανάτου (μεταθανάτιο διάστημα), της αιτίας και του είδους του θανάτου.
-Ποια είναι η ενδεδειγμένη πρακτική στη διαδικασία περισυλλογής, καταγραφής και ταυτοποίησης ενός πτώματος αγνώστων στοιχείων; Υπάρχει πλέον στη χώρα μας μηχανισμός διαχείρισης τέτοιων περιστατικών;
Από ιατροδικαστικής σκοπιάς η εξέταση ενός σώματος «Αγνώστων Στοιχείων» κινείται γύρω από τους ίδιους άξονες όπως κάθε ιατροδικαστική διερεύνηση, στοχεύοντας στον προσδιορισμό του χρόνου, του είδους και της αιτίας θανάτου και στην διαλεύκανση των συνθηκών γύρω από τον θάνατο. Η διαδικασία της ταυτοποίησης που επιχειρείται επιπλέον, είναι επί της ουσίας μια συγκριτική διαδικασία και η ιδέα πίσω από αυτή είναι στη βάση της αρκετά απλή:
γίνεται προσπάθεια σύγκρισης και ταύτισης χαρακτηριστικών που είχε ένα άτομο εν ζωή (βιολογικό προφίλ, δακτυλικά αποτυπώματα, DNA, χαρακτηριστικά εξωτερικής εμφάνισης κλπ) με τα στοιχεία που συλλέγονται κατά τη διάρκεια της εξέτασης της σορού. Στην Ελλάδα, μηχανισμός διαχείρισης σωμάτων Αγνώστων Στοιχείων δεν υπάρχει με την έννοια ενός εθνικού πρωτοκόλλου ενδεδειγμένης αντιμετώπισης.
Επιπλέον δεν υπάρχει μία ενιαία βάση δεδομένων για την καταγραφή των αταυτοποίητων σωμάτων στην οποία να έχουν πρόσβαση όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς (Εργαστήρια Ιατροδικαστικής, Αστυνομία, Λιμενικό κλπ) γεγονός που δημιουργεί προβλήματα αποκέντρωσης και αποσπασματοποίησης της πληροφορίας. Ο τρόπος συλλογής και καταγραφής της πληροφορίας είναι κάτι που επίσης παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε συνάρτηση με τον χρόνο και με τον τόπο καθώς επί της ουσίας η πραγματοποιούμενη δειγματοληψία, η συλλογή λοιπών πειστηρίων και ο τρόπος καταγραφής αυτών υπόκειται στην κρίση του κάθε εξεταστή εφόσον δεν υπάρχει εθνικό πρωτόκολλο.
-Πολύς κόσμος πιστεύει ότι το DNA αρκεί από μόνο του για την ταυτοποίηση. Προφανώς και δεν είναι έτσι. Δακτυλικά αποτυπώματα (εφόσον είναι εφικτό), εξέταση οδοντοστοιχίας, φυσική περιγραφή, τατουάζ κ.α, πόσο σημαντικά στοιχεία είναι στη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη για την ταυτοποίηση ενός αγνώστου πτώματος;
Η σύγκριση γενετικού υλικού (DNA) είναι ίσως η πιο γνωστή χρησιμοποιούμενη μέθοδος ταυτοποίησης και είναι πράγματι μία εξέταση που παράγει αξιόπιστα αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, δεν είναι πανάκεια. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που προκύπτει, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις προσφύγων και μεταναστών είναι το ζήτημα της συγκριτικής δειγματοληψίας. Είναι λοιπόν δύσκολο, έως και ανέφικτο πολλές φορές, να αποκτηθεί δείγμα γενετικού υλικού από το αγνοούμενο άτομο ή από κάποιο συγγενικό σε αυτό πρόσωπο.
Επιπλέον πολλές φορές υπάρχει η τάση το DNA να χρησιμοποιείται ως μονόδρομος με αποτέλεσμα να μην εξερευνώνται άλλα πιθανά «μονοπάτια» ταυτοποίησης. Τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι, όπως και το γενετικό υλικό, μοναδικά για τον κάθε άνθρωπο, είναι μία μέθοδος ωστόσο που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σώματα που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο αποσύνθεσης.
Η εξέταση της οδοντοστοιχίας είναι μία ακόμα εξέταση που προτείνεται ως αξιόπιστη μέθοδος ταυτοποίησης και πράγματι φαίνεται να επιτρέπει την γρήγορη και ασφαλή ταυτοποίηση σωμάτων σε περιπτώσεις όπου τα αγνοούμενα άτομα κατάγονται από κάποιο εύρωστο ευρωπαϊκό κράτος (π.χ. Γερμανία). Αντίθετα, σε περιπτώσεις Ελλήνων ή προσφύγων και μεταναστών άγνωστου κράτους προέλευσης η λήψη οδοντιατρικών αρχείων για σύγκριση είναι στην πράξη ανέφικτη. Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Εταιρία Δικαστικών Ανθρωπολόγων (Forensic Anthropology Society of Europe, FASE) πρότεινε μια διαφορετική προσέγγιση που στηρίζεται στη χρήση των λεγόμενων «ανθρωπολογικών δεικτών».
Οι δείκτες αυτοί στηρίζονται στην αξιολόγηση χαρακτηριστικών της εξωτερικής εμφάνισης (τατουάζ, ουλές, σπίλοι, φακίδες κλπ) και σκελετικών χαρακτήρων που είναι μοναδικοί για κάθε άνθρωπο. Για παράδειγμα αν κάποιος αγνοούμενος έχει σε οποιαδήποτε φάση της ζωής του υποβληθεί σε ακτινογραφία, αξονική ή μαγνητική τομογραφία κεφαλής μπορεί αυτή να συγκριθεί με μεταθανάτια απεικονιστικά ευρήματα και να οδηγήσει σε ασφαλή ταυτοποίηση του ατόμου. Για το λόγο αυτό, η Μονάδα Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Κρήτης έχει ενσωματώσει στο πρωτόκολλο διαχείρισης τέτοιων περιστατικών την πραγματοποίηση ολόσωμης αξονικής τομογραφίας.
-Ποια είναι η αλυσίδα της διαχείρισης τέτοιων περιστατικών; Υπάρχει ο ενδεδειγμένος συντονισμός μεταξύ των υπηρεσιών;
Στην Ελλάδα, υπεύθυνη για την ταυτοποίηση είναι η εκάστοτε Προανακριτική Αρχή, η οποία συλλέγει πληροφορίες κατά τη διενέργεια προανάκρισης, και από τα Εργαστήρια Ιατροδικαστικής και Εγκληματολογίας (πχ Βάση Δεδομένων DNA) ώστε να προχωρήσει στην ταυτοποίηση.
Εμείς από την πλευρά μας, κάθε φορά που διαχειριζόμαστε ένα τέτοιο περιστατικό αποστέλλουμε προκαταρκτική έκθεση κατά τη διάρκεια της εξέτασης της σορού στην οποία αναγράφεται το βιολογικό προφίλ του ατόμου (φύλο, ηλικία, ανάστημα, φυλετική καταγωγή) και καταγράφονται επίσης αναλυτικά όλα τα χαρακτηριστικά φυσικής εμφάνισης (χρώμα μαλλιών και ματιών, τατουάζ κλπ), πιθανά τραύματα (παλαιά ή φρέσκα), αναγνωρίσιμες παθολογικές αλλοιώσεις, χειρουργικά εμφυτεύματα και όλα τα προσωπικά αντικείμενα που ανακτήθηκαν από την σορό.
Από πλευράς της αρμόδιας Προανακριτικής Αρχής ζητείται η αποστολή των στοιχείων πιθανών αντιστοιχιών με αγνοούμενα άτομα, δεδομένου ότι η ανάλυση ενός δείγματος γενετικού υλικού χρειάζεται μερικές μέρες για να ολοκληρωθεί. Η ιατροδικαστική εξέταση της σορού είναι ικανή να δώσει προκαταρκτικά στοιχεία και να προσανατολίσει περαιτέρω τη διερεύνηση του περιστατικού και για αυτό το λόγο χρειάζεται καλός συντονισμός μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων και προς αυτή την κατεύθυνση υπογραμμίζεται ξανά η ανάγκη δημιουργίας ενοποιημένης βάσης δεδομένων για αγνοούμενα και αταυτοποίητα άτομα.
-Θεωρείτε ότι είναι επαρκής η εκπαίδευση των κρίκων αυτής της αλυσίδας; Πόσο καταλυτική είναι για τους ιατροδικαστές η σωστή περισυλλογή και καταγραφή των σορών και των αντικειμένων (ρούχα, ρολόι, κάποιο δακτυλίδι, προσωπικά έγγραφα κλπ) που τις συνοδεύουν;
Η εκπαίδευση σε τέτοιου είδους διαδικασίες οφείλει να είναι συνεχιζόμενη και κυρίως να στηρίζεται στη συνεργασία και στην αμφίδρομη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Πολλές διαδικασίες στη χώρα μας δυστυχώς βρίσκονται ακόμα σε αναλογικά στάδια και είναι τώρα περισσότερο από ποτέ υπαρκτή η ανάγκη για ψηφιοποίηση και συγκέντρωση της πληροφορίας.
Σε σχέση με την συλλογή και καταγραφή προσωπικών αντικειμένων ανακτηθέντων μαζί με τις σορούς, προφανώς είναι ένα πολύ βασικό βήμα στην διαδικασία που ακολουθείται και μάλιστα πολλές φορές μπορεί να δώσει πολύτιμες πληροφορίες ικανές να κατευθύνουν την προανακριτική διαδικασία και να διευκολύνουν εν τέλει την επιτυχή ταυτοποίηση.
Πρέπει ωστόσο να υπάρχει ιδιαίτερη προσοχή και σε καμία περίπτωση να μην στηρίζεται η όλη διαδικασία εξ’ ολοκλήρου στην ανάκτηση προσωπικών αντικειμένων, όπως τα δελτία αστυνομικής ταυτότητας, καθώς αυτά, όπως και τα είδη ρουχισμού, αποτελούν ευκαιριακά πειστήρια και η συσχέτιση τους με τη σορό στην οποία βρέθηκαν δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτη. Τέτοιου είδους αντικείμενα λοιπόν πρέπει σαφώς να καταγράφονται επιμελώς και να συλλέγονται με σκοπό τον προσανατολισμό της έρευνας, ποτέ όμως να μην χρησιμοποιούνται ως συνθήκη απόλυτα ικανή να αποκαλύψει την ταυτότητα.