Όσο και αν οι επιτυχίες των επιστημονικών κέντρων και πανεπιστημίων ξεπερνούν ακόμα και τα σύνορα της χώρας, οι ερευνητές εργάζονται σε καθεστώς επισφάλειας.
Για υποχρηματοδότηση των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων αλλά και υποστελέχωση μιλά στην «Π» ο πρόεδρος ΔΣ Συλλόγου Εργαζομένων στο ΙΤΕ, εκπρόσωπος Εργαζομένων στο ΔΣ-ΙΤΕ και υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων ΔΣ-ΠΟΣΕΕΙΙΔ, κ. Κώστας Χατζηγιαννάκης.
Όπως αναφέρει, οι τακτικοί προϋπολογισμοί των ιδρυμάτων δεν καλύπτουν ούτε τις βασικές ανάγκες τους, ενώ τα τελευταία χρόνια οι προκηρύξεις εθνικών δράσεων χρηματοδότησης των ΕΚ-Ι μέσω συμμετοχής ερευνητικών ομάδων σε ερευνητικά έργα (ΕΣΠΑ, ΕΛΙΔΕΚ κλπ) είναι πολύ περιορισμένες.
Τα έτη 2019-2021 δεν καταβλήθηκαν οι πόροι επιβράβευσης (matching funds).
Από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ανάπτυξης ζητείται οι διοικήσεις των ΕΚ-Ι να καταθέτουν στο τέλος του έτους συνοπτικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνουν στοιχεία αντίστοιχα με αυτά που ίσχυαν το έτος 2018, και επιπλέον ζητείται να είναι και ελαφρώς ισοσκελισμένοι, έως και κατά 6% πλεονασματικοί.
«Χιλιάδες εργαζόμενοι στην έρευνα είναι εγκλωβισμένοι σε ετήσιες ή και ολιγόμηνες συμβάσεις εργασίας που ανανεώνονται επί σειρά ετών που σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνουν τα 20 χρόνια. Είναι δεδομένο ότι οι περισσότεροι από αυτούς καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες όμως το υπουργείο αρνείται να αναγνωρίσει το πρόβλημα», σημειώνει ο κ. Χατζηγιαννάκης.
Την ίδια στιγμή, οι προσλήψεις τακτικού προσωπικού είχαν παγώσει από το 2008.
Το 2017 ανακοινώθηκε ότι θα προκηρυχθούν 152 θέσεις τακτικού (Επιστημονικού Τεχνικού, Τεχνικού και Διοικητικού) προσωπικoού για το σύνολο των ΕΚ-Ι. Η διαδικασία αυτή είναι ακόμη σε εξέλιξη, οι πρώτες προσλήψεις ξεκίνησαν τον περασμένο Οκτώβριο. «Το τακτικό προσωπικό των ΕΚ-Ι βαίνει συνεχώς μειούμενο, μιας και οι ελάχιστες προσλήψεις αδυνατούν να καλύψουν τις αποχωρήσεις στελεχών είτε λόγω συνταξιοδότησης είτε λόγω παραίτησης/ μετάταξης.
-Αν και η φήμη τους ξεπερνά
τα σύνορα,
ζουν σε καθεστώς επισφάλειας…
Αντίστοιχα, οι θέσεις για ερευνητικό προσωπικό (Ερευνητές, Ειδικοί ΛειτουργικοίΕπιστήμονες) που το υπουργείο επιτρέπει στα ΕΚ-Ι να προκηρύξουν είναι περιορισμένες, με αποτέλεσμα αφενός τον περιορισμό των δυνατοτήτων των ΕΚ-Ι στη διεξαγωγή έρευνας ανταγωνιστικής προς τα ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού, αφετέρου δε την αδυναμία επιστημόνων υψηλού επιπέδου, που εργάζονται ως μεταδιδάκτορες επί σειρά ετών και διαθέτουν σημαντική ερευνητική εμπειρία και πλούσιο βιογραφικό, να ενταχθούν σε μία ερευνητική βαθμίδα γεγονός που θα προσέφερε σιγουριά σε αυτούς και τις οικογένειές τους και θα διευκόλυνε την ερευνητική τους δραστηριότητα.
Οι μεταδιδάκτορες αυτοί παραμένουν εγκλωβισμένοι σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, είναι αναγκασμένοι να βρίσκονται υπό τον έλεγχο των λίγων ερευνητών ή μελών ΔΕΠ και αδυνατούν να διεξάγουν ανεξάρτητη έρευνα και να προωθούν τις ιδέες τους», εξηγεί.
Ένα άλλο πρόβλημα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ερευνητές είναι πως οι Οργανισμοί (οργανογράμματα) των ΕΚ-Ι καθυστερούν να ολοκληρωθούν, με ευθύνη κυρίως από τη μεριά του Υπουργείου Εσωτερικών, με αποτέλεσμα την αδυναμία συμμετοχής των ΕΚ-Ι στους κύκλους κινητικότητας για την προσέλκυση εργαζομένων από άλλους χώρους του Δημοσίου.
Ταυτόχρονα, οι υψηλών ακαδημαϊκών προσόντων (μεταπτυχιακό, διδακτορικό) εργαζόμενοι στα ΕΚ-Ι είναι περιζήτητοι από άλλους οργανισμούς του δημοσίου, με αποτέλεσμα τη συνεχή αποχώρηση στελεχών τα οποία επιλέγουν αυτή τη λύση προκειμένου να βρουν λιγότερο πιεστικές συνθήκες εργασίας και περισσότερες ευκαιρίες μισθολογικής/βαθμολογικής εξέλιξης.
Ο πρόεδρος των ερευνητών του ΙΤΕ σημειώνει ότι πάγιο αίτημα του Ερευνητικού Προσωπικού των Ε.Κ.-Ι. αποτελεί η μισθολογική και ακαδημαϊκή εξίσωσή τους με τα μέλη Δ.Ε.Π. με στόχο τη δημιουργία του Ενιαίου Χώρου της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και των Ερευνητικών Κέντρων. Κατ’ αντιστοιχία, είναι απαραίτητη η εξίσωση του προσωπικού των ΕΚ-Ι με αυτό των αντιστοίχων κατηγοριών των Πανεπιστημίων. Για παράδειγμα, για τα Πανεπιστήμια το Επιστημονικό Τεχνικό Προσωπικό υποχρεούται σε εβδομαδιαία παρουσία 26 ωρών ενώ το αντίστοιχο προσωπικό των ΕΚ-Ι σε 40ωρη εβδομαδιαία παρουσία.
Τα μισθολόγια των εργαζόμενων στην έρευνα (Ειδικά μισθολόγια για τους ερευνητές και ενιαίο μισθολόγιο για το λοιπό προσωπικό) παραμένουν «παγωμένα» εδώ και πολλά χρόνια με αποτέλεσμα να μην ανταποκρίνονται στη σημερινή οικονομική πραγματικότητα. Αυτό έχει ως συνέπεια τη φυγή εργαζομένων των ΕΚ-Ι είτε προς το εξωτερικό (brain drain), όπου μπορούν να εργασθούν σε άλλα ερευνητικά ιδρύματα ή πανεπιστήμια κάτω από πολύ καλύτερες συνθήκες, είτε προς τον ιδιωτικό τομέα, όπου λόγω των υψηλών προσόντων τους συνήθως καταλαμβάνουν θέσεις με υψηλές αποδοχές.
Ακόμη, κατά τις προσλήψεις νέου τακτικού και έκτακτου προσωπικού, επιτρέπεται η αναγνώριση προϋπηρεσίας έως 7 έτη, ενώ δεν αναγνωρίζεται καθόλου η προϋπηρεσία που προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό, σε συνδυασμό με τα μη επικαιροποιημένα μισθολόγια, έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία προσέλκυσης έμπειρων στελεχών που μπορούν να προέρχονται είτε από το εξωτερικό (brain gain) είτε από τον ιδιωτικό τομέα, καθώς οι μισθολογικές τους απολαβές θα είναι χαμηλές σε σχέση με τα προσόντα τους.
«Αγκάθι» για μεταπτυχιακούς και για υποψήφιους διδάκτορες
Μεταπτυχιακοί φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες εργάζονται στα ΕΚ-Ι με το καθεστώς των ανταποδοτικών υποτροφιών. «Οι υποτροφίες αυτές προσφέρουν χαμηλές αποδοχές σε αυτές τις κατηγορίες εργαζομένων, ενώ ταυτόχρονα δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές, με συνέπεια οι συνάδελφοι αυτοί να μην μπορούν να κατοχυρώσουν εργασιακά (προϋπηρεσία) και ασφαλιστικά δικαιώματα (συντάξιμα χρόνια, κάλυψη ατυχήματος κλπ)», εξηγεί ο κ. Χατζηγιαννάκης.
Αν και η πρόσληψη των φοιτητών αυτών με συμβάσεις εργασίας οι οποίες επιτρέπουν την κατοχύρωση εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων είναι εφικτή, εντούτοις οι διοικήσεις των ΕΚ-Ι και οι Επιστημονικοί Υπεύθυνοι (ΕΥ) των ερευνητικών έργων συνήθως δεν επιλέγουν τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων, αφού στην περίπτωση αυτή το κόστος είναι μεγαλύτερο. Σε πολλές περιπτώσεις οι φοιτητές αυτοί επιλέγουν να συνεχίσουν τις μεταπτυχιακές τους σπουδές στο εξωτερικό, όπου τυχαίνουν καλύτερων αποδοχών και εργασιακών δικαιωμάτων.
Παράλληλα, σύμφωνα με τον ίδιο, η διαφοροποίηση μεταξύ των ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων πλέον δεν προσφέρει τίποτα το θετικό και ουσιαστικό, απεναντίας τροφοδοτεί και περιπλέκει την πολυνομία. Ενδεικτικό της κατάστασης αυτής είναι η χορήγηση του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας στους εργαζόμενους των ΝΠΔΔ ΕΚ-Ι (από το 2012) σε αντίθεση με τους εργαζόμενους των ΝΠΙΔ ΕΚ-Ι οι οποίοι δεν το λαμβάνουν και είναι αναγκασμένοι να διεκδικήσουν δικαστικά το επίδομα αυτό.
Τα ΝΠΙΔ Ερευνητικά Κέντρα αντιμετωπίζουν ένα πολύπλοκο νομοθετικό πλαίσιο, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις ακολουθούν τη νομοθεσία που αφορά το δημόσιο τομέα, ενώ σε άλλες ακολουθούν τον αμιγώς ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα τη συνεχή σύγχυση σε πληθώρα ζητημάτων και τη κατά βούληση ερμηνεία και λήψη σχετικών αποφάσεων από τις διοικήσεις των Ε.Κ.
Γραφειοκρατία και έρευνα δεν συμβιβάζονται
« Η δυσβάσταχτη γραφειοκρατία που στο όνομα μιας στρεβλής και προσχηματικής γραφειοκρατικής διαφάνειας έχει εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια για τον έλεγχο των διαδικασιών (πρόσληψη έκτακτου προσωπικού, προμήθειες κλπ) που ακολουθούνται κατά την εκτέλεση ερευνητικών έργων αποτελεί τροχοπέδη για αυτά, καθώς επιβάλλει ακόμη και στο επιστημονικό προσωπικό να αφιερώνουν ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς τους για τη διαχείριση των έργων και όχι για την παραγωγή ερευνητικών αποτελεσμάτων, γεγονός που επιβραδύνει την ερευνητική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να μην είμαστε διεθνώς ανταγωνιστικοί, αλλά και αποθαρρύνει το προσωπικό των ΕΚ-Ι από το να εργασθούν για την προσέλκυση νέων έργων» εξηγεί.
Στο παρελθόν τα ΕΚ-Ι είχαν τη δυνατότητα να παρέχουν στους εργαζόμενους μη μισθολογικές παροχές όπως ιδιωτικά συμβόλαια ασφάλισης, μίσθωση ιδιωτικού λεωφορείου για την καθημερινή μετακίνηση των εργαζομένων κλπ. Οι παροχές αυτές σε αρκετές περιπτώσεις δεν επέφεραν οικονομική επιβάρυνση για τα ΕΚ-Ι, καθώς αποτελούσαν μικρό μέρος μιας σύμβασης που το ΕΚ-Ι ήταν υποχρεωμένο να συνάψει, ενώ σε λιγότερες περιπτώσεις που υπήρχε οικονομική επιβάρυνση, αυτή καλυπτόταν από τα ιδιωτικά έσοδα των ΕΚ-Ι.
Από το 2017, στο πλαίσιο του περιορισμού των δαπανών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τα ΕΚ-Ι δεν επιτρέπεται να προσφέρουν στους εργαζόμενους μη μισθολογικές παροχές, ακόμα και αν αυτές δεν επιφέρουν καμία επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό. Ζητείται να δοθεί και πάλι η δυνατότητα στα ΕΚ-Ι να μπορούν να προσφέρουν μη μισθολογικές παροχές (κυρίως τη δυνατότητα κάλυψης των εξόδων ιδιωτικής ασφάλισης) εφόσον η δαπάνη αυτή καλύπτεται από κονδύλια που προέρχονται από διεθνείς ή ιδιωτικούς πόρους.
Τέτοιου τύπου μη μισθολογικές παροχές επιτρέπουν στα ΕΚ-Ι να είναι ανταγωνιστικότερα στην προσέλκυση ικανών στελεχών και έμμεσα επιτρέπουν την αύξηση των εσόδων των ΕΚ-Ι, αφού τα στελέχη αυτά αναμένεται να φέρουν στα ΕΚ-Ι περισσότερα και ανταγωνιστικότερα ερευνητικά έργα.