Στους τρεις παράγοντες που εμποδίζουν την Ελλάδα να είναι χώρα ελκυστική για επενδύσεις αναφέρθηκε μιλώντας στην «Π» ο Γερμανός πρέσβης Jens Plötner, που σήμερα πραγματοποιεί εθιμοτυπική επίσκεψη στο Ηράκλειο.
Οι παράγοντες αυτοί είναι η γραφειοκρατία, το φορολογικό σύστημα και η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, για τα οποία- όπως είπε- η κυβέρνηση επεξεργάζεται βελτιώσεις. Ο ίδιος απέκρουσε την κριτική που δέχεται η Γερμανία για το πρόγραμμα σκληρής λιτότητας που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και υποστηρίζει ότι τόσο η χώρα του όσο και οι άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρείχαν τη βοήθειά τους με τον καλύτερο τρόπο.
Παράλληλα αρνείται οποιοδήποτε παραλληλισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με την οικονομική κρίση, επιχειρηματολογώντας ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε ν’ αποφύγει τον πόλεμο, ενώ η οικονομική κρίση είναι στο μεγαλύτερο μέρος της εσωτερικής προέλευσης. Ολόκληρη η συνέντευξη έχει ως εξής:
Τι σημαίνει το πέρασμα ενός διπλωμάτη καριέρας, σαν τον Γενς Πλέτνερ, από την Αθήνα;
«Γνωρίζω την Ελλάδα από τα πολλά ιδιωτικά μου ταξίδια, αλλά και από κάποιες υπηρεσιακές επισκέψεις. Τόσο η χώρα, όσο και ο κόσμος της ασκούσαν πάντα μια γοητεία πάνω μου: Η πλούσια ιστορία της, η ομορφιά των τοπίων της και η εγκαρδιότητα και φιλοξενία του κόσμου της, την καθιστούσαν για εμένα και την οικογένειά μου ιδιαίτερα επιθυμητή θέση».
Η πρώτη σας επίσκεψη στην Κρήτη, τουλάχιστον υπηρεσιακά, τισηματοδοτεί πέρα από το προφανές; Είναι ένα νησί μαρτυρικό αλλά και «τόπος μαρτυρίου» για τους Γερμανούς, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέρα από λογικές συμψηφισμού και αναψηλάφησης ιστορικών ευθυνών, τι πιθανότητες δίνετε στη Γερμανία ν’ αλλάξει τακτική στο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων και της επιστροφής του κατοχικού δανείου;
«Η Ελλάδα ήταν για μένα μια επιθυμητή θέση για έναν ακόμη λόγο: Γερμανούς και Έλληνες μας συνδέει μια μακρά κοινή ιστορία, η οποία εκτείνεται από τις αρχές του νεοελληνικού απελευθερωτικού αγώνα με τους πολλούς Γερμανούς Φιλέλληνες και φτάνει έως σήμερα με την κοινή μας συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Στο ενδιάμεσο υπάρχει βέβαια το σκοτεινό κεφάλαιο της γερμανικής κατοχής κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου, υπό την οποία ειδικά η Κρήτη υπέφερε πολύ. Αυτή η περίοδος της ιστορίας μας δεν θα χαθεί και είμαι κι εγώ της άποψης ότι πρέπει να διατηρήσουμε τη μνήμη αυτού του παρελθόντος ζωντανή. Το χρωστάμε άλλωστε και στα θύματα. Ωστόσο, η μνήμη δεν θα πρέπει να μας παραλύει, αλλά να μας οπλίζει με δύναμη και αποφασιστικότητα, ώστε να φροντίσουμε να μη συμβεί κάτι τέτοιο ποτέ ξανά στην Ευρώπη μας. Και αυτό είναι μια παρακαταθήκη που μας ενώνει όλους μας, τους απόγονους των θυμάτων και των θυτών».
Προφανώς και ερωτήσεις σαν την προηγούμενη δεν είναι και ό,τι πιο ευχάριστο, αλλά δυστυχώς της γεννά η ιστορία. Και η ιστορία συνεχίζεται, όχι με πολέμους, αλλά για την Ελλάδα με οικονομικά δεινά, που σε μερικές περιπτώσεις είναι πιο καταστροφικά και από τον πόλεμο. Η κρίση έφερε ξανά αντιμέτωπους τους Έλληνες με την πολιτική ηγεσία της Γερμανίας, η οποία θεωρήθηκε ως υπαίτια της σκληρής λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα. Υπάρχουν ψήγματα αλήθειας σε αυτή την αντίληψη ή είναι εντελώς εσφαλμένη;
«Δεν ενοχλούμαι από την ερώτησή σας, γιατί είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει την ιστορία του, προκειμένου να οικοδομήσει ένα καλύτερο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα συνέκρινα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την οικονομική κρίση! Ειδικά εδώ στην Κρήτη με τόσα μαρτυρικά χωριά θα το θεωρούσα όχι μόνο λάθος, αλλά και ασεβές προς τα θύματα και τις οικογένειές τους. Ο πόλεμος έφτασε τότε στην Ελλάδα, χωρίς η χώρα να μπορεί να κάνει κάτι για αυτό. Τα αίτια της οικονομικής κρίσης, και αυτό μου το έχουν πει πάρα πολλοί Έλληνες, ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους εσωτερικής προελεύσεως. Η Ελλάδα αποφάσισε ότι θα παραμείνει στη ζώνη του Ευρώ και ότι θα χρησιμοποιήσει τη βοήθεια των ευρωπαίων εταίρων της, ώστε να προβεί στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Αυτή τη βοήθεια την παρείχαμε μαζί με τους εταίρους μας όσο καλύτερα γινόταν. Ήταν, βλέπετε, για όλους μας μια εντελώς νέα κατάσταση».
Και μέσα στην ελληνική κρίση η χώρα επωμίστηκε το βαρύ φορτίο του προσφυγικού, σηκώνοντας βάρη που δεν της αναλογούσαν. Και βέβαια εισέπραξε εύσημα, ευχολόγια και κάποιες χρηματοδοτήσεις. Είναι όμως αρκετά αυτά για το εγχείρημα που ανέλαβε και συνεχίζει να διαχειρίζεται; Διότι καλή η αλληλεγγύη, αλλά να έχεις και τις πραγματικές δυνατότητες να την προσφέρεις.
«Η ανθρωπιά που επέδειξε η Ελλάδα στην προσφυγική κρίση ήταν και είναι εντυπωσιακή. Επισκέφθηκα ο ίδιος τα νησιά, που έχουν πληγεί κυρίως από την κρίση, και διαπίστωσα την καταπληκτική δουλειά που γίνεται εκεί, κάτω από ιδιαιτέρως δύσκολες συνθήκες. Διαπίστωσα, όμως, ακόμη, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει αφήσει την Ελλάδα μόνη της με αυτή τη μεγάλη πρόκληση: Δραστηριοποιούνται εκεί αστυνομικοί και συνεργάτες των εθνικών υπηρεσιών ασύλου από σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, ενώ και η ΕΕ ως σύνολο υποστηρίζει την Ελλάδα με σημαντικά οικονομικά μέσα».
Υπηρετείτε σε μια χώρα, που λόγω του δανεισμού και της επιτροπείας έχει απωλέσει την εθνική κυριαρχία της, όπως όλοι έχουν παραδεχτεί. Εσείς εισπράττετε κάτι τέτοιο; Και, αν ναι, πόσο ασφαλές βρίσκετε το ελληνικό περιβάλλον;
«Όχι, δεν έχω εισπράξει κάτι τέτοιο. Έχω ακούσει συχνά από Έλληνες συνομιλητές ότι οι μεταρρυθμίσεις, που τώρα υλοποιούνται, θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί εδώ και χρόνια με ελληνική πρωτοβουλία. Μία σύγχρονη διοίκηση, που βρίσκεται στην υπηρεσία του πολίτη, ένα κτηματολόγιο, το τέλος της φοροδιαφυγής, υγιείς τράπεζες: Όλα αυτά δεν ωφελούν τον κόσμο στο Ταλίν, στη Λισαβόνα ή στο Βερολίνο, αλλά τον κόσμο εδώ, στην Ελλάδα. Και σε ό,τι αφορά την παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, όλοι μας στην ΕΕ, και ιδιαίτερα τα μέλη της Ευρωζώνης, αποφασίσαμε αυτοβούλως να συνδέσουμε ένα σημαντικό μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας με την ΕΕ, με την Ευρωζώνη. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να υπερασπιστούμε και μελλοντικά σε έναν όλο και πιο περίπλοκο κόσμο τα ευρωπαϊκά μας ενδιαφέροντα και τις αξίες μας».
Και να περάσουμε στο επενδυτικό περιβάλλον. Στο επίμονο κάλεσμα της κυβέρνησης, ανά τον κόσμο, για επενδύσεις στην Ελλάδα πώς βλέπετε να αντιδρά η Γερμανία; Είναι σήμερα ελκυστική η χώρα μας για τον επίδοξο Γερμανό επενδυτή;
«Η Ελλάδα έχει μεγάλες οικονομικές δυνατότητες. Εδώ ξεχωρίζω τους τομείς της υλικοτεχνικής υποστήριξης, της φαρμακευτικής βιομηχανίας, της γεωργίας, αλλά και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Και οι γερμανικές εταιρείες δεν ανήκουν μόνο στους πρωτοπόρους εδώ στην Ελλάδα, αλλά παρέμειναν και πιστές στη χώρα κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Αυτό που αποτρέπει ακόμη κάποιες δυνητικές επενδύσεις είναι μία γραφειοκρατία, η οποία θεωρείται ασαφής, η ελλιπής ασφάλεια κατά τον προγραμματισμό σε σχέση με το φορολογικό σύστημα και ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης με διαδικασίες μακράς διάρκειας. Γνωρίζω, ωστόσο, ότι η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τα προβλήματα αυτά και επεξεργάζεται βελτιώσεις».
Ο «συνασπισμός Τζαμάικα» και η «Γερμανική Ευρώπη»
Ας αφήσουμε όμως την Ελλάδα και ας πάμε στη Γερμανία. Πόσο κοντά είναι ο «συνασπισμός Τζαμάϊκα» και πώς βλέπετε την πορεία του ακροδεξιού AfD στη Μπούντεσταγκ; Και για να σας προλάβω, και στην Ελλάδα αποδώσαμε τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής (χωρίς να θέλω να εξομοιώσω τα δυο κόμματα) σε ψήφο διαμαρτυρίας και τώρα βλέπουμε ένα κόμμα, που η ηγεσία του κατηγορείται για συμμέτοχη σε εγκληματική οργάνωση!
«Ξεκινώ με την ερώτησή σας για το AfD: Δημοσκοπήσεις έδειξαν ότι πάνω από το 60% των ψηφοφόρων έδωσε την ψήφο του στο κόμμα αυτό ως ψήφο διαμαρτυρίας και όχι διότι συμφωνούσε με το πρόγραμμά του.
Τώρα βρίσκεται στην Κάτω Βουλή και θα έρθει αντιμέτωπο με την κοινοβουλευτική καθημερινότητα και τη συγκεκριμένη επεξεργασία προτάσεων για την επίλυση προβλημάτων.
Θα δούμε πώς αυτό θα επιδράσει στη δημοτικότητά του. Μία πρώτη διάσπαση επήλθε ήδη.
Σχετικά με τη μελλοντική κυβέρνηση συνασπισμού: Οι διαπραγματεύσεις μεγάλης διάρκειας και οι πολύ συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες για ένα κοινό εγχείρημα κατά τη βουλευτική περίοδο, αποτελούν παράδοση στη Γερμανία. Είναι, λοιπόν, φυσιολογικό, οι συζητήσεις για τον σχηματισμό ενός «συνασπισμού Τζαμάικα» να πάρουν κάποιο χρόνο».
Έχετε πει ότι ο στόχος δεν είναι μια «Γερμανική Ευρώπη αλλά μια Ευρωπαϊκή Γερμανία», πιστεύεται ότι κυρίως ο ευρωπαϊκός νότος μπορεί να πειστεί από τις… αγαθές προθέσεις σας;
«Δεν γνωρίζω εάν με πιστεύουν. Γνωρίζω, ωστό-σο, ότι εννοούσα αυτό που είπα…».