Από το ξεκίνημά του στα ΝΕΑ, περίοδος 1984-85, τότε που άνοιξαν με Κακαουνάκη-Βιδάκη την "Τόλμη" στο Ηράκλειο
Από το ξεκίνημά του στα ΝΕΑ, περίοδος 1984-85, τότε που άνοιξαν με Κακαουνάκη-Βιδάκη την "Τόλμη" στο Ηράκλειο

Δημοσιογράφος από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, έχει στην… πλάτη του πολλά ρεπορτάζ και στην ερώτηση πόσο έχει αλλάξει σήμερα ο κλάδος απαντά: «Είναι σαν να συγκρίνουμε την λίθινη εποχή με την κλασική Αθήνα του Περικλή».

Ο δημοσιογράφος, κ. Γιώργος Γιουκάκης, αναφέρει, σε συνέντευξή του στην «Π» πως «αστρονομικές ταχύτητες, δυνατότητα να έχεις ανά πάσα στιγμή εικόνα και ήχο, οποιαδήποτε πληροφορία, από κάθε σημείο του πλανήτη δημιουργούν την αίσθηση ότι πλέον τα ξέρουμε όλα».

Μιλά για το βιβλίο του «Ονείρου Στράτα, οδός Πιερ-Λεοστίκ Πετράκη», μια πρόταση έμμετρου θεατρικού έργου, σε δώδεκα πράξεις και πέντε χορικά, με ιστορικό περιεχόμενο και ισχυρές δόσεις μυθοπλασίας. Κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο 2022 από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής».

Το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:

Γράψατε ένα βιβλίο – ύμνο στον 17χρονο Πιερ Λεοστίκ. Γιατί θελήσατε να μιλήσετε για το συγκεκριμένο περιστατικό, το σαμποτάζ στο αεροδρόμιο Ηρακλείου και γιατί τώρα;

Πρόκειται για ένα κορυφαίο γεγονός στον αγώνα κατά του Ναζισμού, για την πρώτη μεγάλης κλίμακας και σημασίας αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Ευρώπη, μήνες πριν από το ελληνικό ορόσημο του Γοργοπόταμου. Εκτός από το γενικό πλαίσιο πόλεμος-αντίσταση στον ναζισμό-αγώνας για την ελευθερία, που δυστυχώς επανέρχεται δραματικά επίκαιρο στις μέρες μας, η ιστορία του σαμποτάζ περικλείει συγκλονιστικές πτυχές που κεντρίζουν τη σκέψη.

Το όχι υψώνει τις γενιές, το ναι τις μαγαρίζει, όποιος το χρέος μπέρδεξε, τιμή δεν τον ορίζει λέει στο βιβλίο ο νεαρός αγωνιστής
'Το όχι υψώνει

Ο Πιερ Λεοστίκ ήταν ένα παιδί μόλις 15 ετών όταν αποφάσισε και φαντάζομαι είπε στη μάνα του ότι φεύγει απ’ το σπίτι του στη Γαλλία για να μπει στην Αντίσταση. Η τραγική μοίρα, με τη συμβολή και του Κρητικού καταδότη, τον ήθελε να σκοτωθεί μόλις στα 17 του στον τόπο μας, αυτός κι όχι κάποιος από τους άλλους πέντε μεγαλύτερους της ομάδας των σαμποτέρ.

Μια άλλη πτυχή είναι η ιστορία του Κωστή Πετράκη, που συμπυκνώνει όλη την ελληνική μεταπολεμική τραγωδία, τη μοίρα που επεφύλαξε το μεταπολεμικό, μετεμφυλιακό κράτος στους ήρωες του τόπου μας.

Κι όμως εκείνος είχε την παληκαριά, ανάμεσα σε φυλακές και εξορίες, να βαφτίσει τον γιο του και να του δώσει το όνομα Πιερ-Λεοστίκ. Τιμούσε τον νεκρό σύντροφό του, αλλά ήταν και σαν να έβγαζε τη γλώσσα στους ανώνυμους και επώνυμους καταδότες, στους μεγαλόσχημους κουκουλοφόρους που άφησαν το Ηράκλειο με 62 Μάρτυρες στημένους στον τοίχο των ναζιστικών αντιποίνων για το σαμποτάζ.

Μια μάνα, ένα παιδί, παιδιά και μανάδες, Έλληνες και ξένοι, στη δίνη του πόνου και του ηρωισμού, έγιναν πρώτη ύλη γι΄ αυτή την απόπειρα θεατρικής καταγραφής μιας μοναδικής ιστορίας, που εντελώς συμπτωματικά κλείνει φέτος 80 χρόνια.

«Νουνεχείς πουρκουάδες» υπάρχουν στις μέρες μας;

Μα πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Τα μεγάλα έπη, πάντοτε στην ιστορία, τα έγραφαν μικρές ή μεγαλύτερες πρωτοπόρες μειοψηφικές, αλλά μειοψηφίες. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης οδηγεί τους πολλούς στη συνθηκολόγηση και κάποιους, επίσης λίγους ευτυχώς, στην απόλυτη υποταγή και συνεργασία.

Αυτό έγινε στα κρητικά και ελληνικά βουνά της Αντίστασης, αυτό καταγράφηκε στην αντιδικτατορική πάλη, μειοψηφίες δόξασαν την Νομική και το Πολυτεχνείο το ΄73,  κάτι ανάλογο επαναλήφθηκε και στο αντιμνημονιακό κίνημα.

Γνωρίσαμε πολλούς «νουνεχείς» συναδέλφους μου από την κλειστή ΕΡΤ,  που έσπευσαν το καλοκαίρι του 2013 να συνθηκολογήσουν, να πουν το «ναι» και να στελεχώσουν την εκτρωματική «Δ.Τ». των Καψή-Βενιζέλου-Σαμαρά.

Έπρεπε να συντηρήσουν τα σπίτια τους και τα παιδιά τους, μας έλεγαν τότε, σάμπως εμείς που μείναμε στο δρόμο του αγώνα για να ξανανοίξει η ΕΡΤ, μεγαλώναμε… κουλούκια και δεν είχαμε υποχρεώσεις. Δεν είχα πάντως εκείνους υπ’ όψιν μου όταν έβαλα τον Πιερ Λεοστίκ να λέει

“το όχι υψώνει τις γενιές, το ναι τις μαγαρίζει,

όποιος το χρέος μπέρδεξε, τιμή δεν τον ορίζει”.

Η συνθηκολόγηση με την αδικία, με τη φτώχεια, η αποδοχή του λίγου για να “μην το  χάσουμε κι αυτό”, η συναίνεση σε τρομακτικές εκπτώσεις, κυριαρχούν σε κάθε έκφανση της κοινωνικής μας δραστηριότητας. Γι΄αυτό άλλωστε, χρόνια τώρα, υποχωρεί κάθετι το συλλογικό, προς δόξα του άκρατου νουνεχούς ατομισμού.

Σχεδόν 40 χρόνια δημοσιογράφος… Πόσο έχουν αλλάξει τα δεδομένα στον χώρο;

Είναι σαν να συγκρίνουμε την λίθινη εποχή με την κλασική Αθήνα του Περικλή, όχι φυσικά με μέτρα ποιότητας αλλά μέσων και δυνατοτήτων. Από το μολύβι και τη στενογραφία στο χαρτί, έχουμε τους ψηφιακούς μετατροπείς της φωνής σε διορθωμένο κείμενο έτοιμο για εκτύπωση. Αρχές της δεκαετίας του ΄80 ενημέρωση σήμαινε εφημερίδα, κραταιοί τίτλοι, ασύλληπτες κυκλοφορίες και παρεμβατική ισχύς μεγατόνων.

Προς θετική ή αρνητική κατεύθυνση, πάντα κριτής είναι ο κόσμος, ο αναγνώστης και η Ιστορία. Ραδιόφωνο και τηλεόραση ήταν μόνο η τότε ΕΡΤ. Πέραν των προφανών αλλαγών που επέφερε η λεγόμενη «ελεύθερη» ραδιοφωνία και τηλεόραση, αυτό που ανατρέπει άρδην το χώρο, είναι οι θεαματικές εξελίξεις στην επικοινωνία. Αστρονομικές ταχύτητες, δυνατότητα να έχεις ανά πάσα στιγμή εικόνα και ήχο, οποιαδήποτε πληροφορία, από κάθε σημείο του πλανήτη δημιουργούν την αίσθηση ότι πλέον τα ξέρουμε όλα.

Μόνο που ο όγκος της ενημέρωσης και των πληροφοριών είναι τέτοιος που είναι αδύνατον να καταναλωθεί, πόσω μάλλον να αναλυθεί και να μετατραπεί σε γνώση. Επιπλέον, στην εποχή του FB και του Twitter, με τα αναρίθμητα σάιτ και πλατφόρμες, δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι καθένας μπορεί να γίνει «δημοσιογράφος», να ενημερώσει τους πάντες κι από εδώ αρχίζει το χάος της ανοησίας, της ευτέλειας, της παραπληροφόρησης.

Αυτή, πάντως, που παραμένει αναλλοίωτη είναι η ουσία της δημοσιογραφίας. Σκαλίζω, ερευνώ, μαθαίνω, συνομιλώ, διασταυρώνω, διαθέτω τη συγκρότηση να βγάλω στον αέρα, ως κείμενο ή ως λόγο, αυτό που θεωρώ άξιο να γίνει κτήμα του κόσμου. Αυτή ήταν πάντα και αυτή παραμένει η έννοια της δημοσιογραφίας, με σταθερό μέτρο πάντα το μεράκι και την αξιοπρέπεια του κάθενός μας.

Από τα τόσα ρεπορτάζ υπάρχει κάποιο που ξεχωρίζετε;

Οι αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής δύσκολα μπαίνουν σε τάξη. Πάντως αν ήθελα να ξεχωρίσω στιγμές που διαμορφώνουν συνείδηση και στάση ζωής, θα στεκόμουν στο ότι ήμουν παρών, βράδυ 17 Νοέμβρη 1985, στη δολοφονία του 15χρονου μαθητή Μιχάλη Καλτεζά, με πισώπλατο πυροβολισμό από τον αστυνομικό Μελίστα, στην οδό Στουρνάρη.

Τσέρνομπιλ, μπροστά στη "σαρκοφάγο", κρατώντας τον μετρητή ραδιενέργειας
μαγαρίζει,

Μόλις είχα συμπληρώσει ένα χρόνο δουλειάς στα «ΝΕΑ». Αργότερα, το ’89 έζησα για την «Πρώτη» για μια εβδομάδα στα κολαστήρια της Λέρου, φωτίζοντας αδιανόητες καταστάσεις στις οποίες στηρίζονταν ακόμα τότε η «ψυχιατρική πολιτική» στην Ελλάδα και ακολούθησε ένα πολυήμερο ταξίδι με το πρώτο πλοίο της Greenpeace που ήρθε στην Ελλάδα, τον «Σείριο». Σαλπάραμε για 10 μέρες ως την Ισπανία, για να μεταφέρουμε στο ελληνικό κοινό την εμπειρία της ριζοσπαστικής οικολογίας, του αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος.

Πολλά χρόνια μετά, το 2000, βρέθηκα για το «Έθνος της Κυριακής» στο Τσέρνομπιλ, μπροστά στη σαρκοφάγο του «αντιδραστήρα 4» για να μετρήσω, 14 χρόνια μετά την πυρηνική τραγωδία της γενιάς μας, την ραδιενέργεια 60 φορές υψηλότερη από τα φυσιολογικά επίπεδα.

Το Τσέρνομπιλ, η νεκρή του ζώνη, τα εκθέματα στο «Μουσείο του Τσέρνομπιλ» στο Κίεβο, συνθέτουν την πιο αποστομωτική απάντηση στους ανόητους του πλανήτη, που ελαφρά τη καρδία σήμερα, επαναλαμβάνουν απειλές και αναλύουν την… προοπτική ενός πυρηνικού πολέμου. Δεν ξεχνιέται επίσης, τον Σεπτέμβρη του 2013, η ζωντανή ραδιοφωνική μεταφορά σε όλη την Ελλάδα, από το κατειλημμένο τότε στούντιο της Αγίας Παρασκευής, με τη βοήθεια του τηλεφώνου ενός φίλου δασκάλου απ΄ το Κερατσίνι, των κραυγών της Μάγδας Φύσσα πάνω απ΄το ανοιχτό φέρετρο του Παύλου.

Τέλος πάντων, με τα χρόνια συνειδητοποίησα πως αξιόλογα ίσως, αλλά πολύ δυσκολότερα «ρεπορτάζ», γίνονται μέσα από την ανάγνωση βιβλίων. Έτσι με μια τέτοια αφετηρία μου προέκυψε το «Ονείρου Στράτα», ένα θεατρικού τύπου «ρεπορτάζ» για τον Πιερ Λεοστίκ, την μάνα και τους συντρόφους του, διαβάζοντας το έργο του Ζακ Σιμπάρ «Αποστολή στην Κρήτη», που εξέδωσε η Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, με τον καίριο υπομνηματισμό από την Λυδία Καστρινογιάννη και τον Κώστα Μαμαλάκη.