Τα ψάρια ιχθυοτροφείου δεν είναι πλέον μόνο η πέστροφα και ο σολομός!
Το παραπάνω τονίζει στην «Π» ο διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας & Υδατοκαλλιεργειών στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, κ. Κωνσταντίνος Μυλωνάς.
Μιλά για τη σημασία αυτής της αγροτικής δραστηριότητας παγκοσμίως, την υψηλή αξία των προϊόντων της, τον σημαντικό ρόλο της Ελλάδας αλλά και τον ρόλο που παίζει το ΕΛΚΕΘΕ στην ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας.
Η συνέντευξη έχει ως εξής:
Ποιος είναι σήμερα ο ρόλος των υδατοκαλλιεργειών στη ζωή μας;
«Η υδατοκαλλιέργεια -η εκτροφή υδρόβιων φυτών και ζώων- έχει αρκετά μικρότερη ιστορία και εξάπλωση από τη γεωργία και κτηνοτροφία στη χέρσο.
Μέχρι μόλις τα μέσα του προηγούμενου αιώνα περισσότερο από το 95% των «ιχθυηρών» (ψάρια, όστρακα, μαλάκια, καρκινοειδή, κτλ) που καταναλώναμε παγκοσμίως προέρχονταν από τη φύση και ήταν προϊόν αλιείας (Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών, www.fao.org).
Τα τελευταία όμως 50 χρόνια, η παραγωγή των υδατοκαλλιεργειών αυξήθηκε ραγδαία, με αποτέλεσμα σήμερα το 52% των ιχθυηρών που καταναλώνει η ανθρωπότητα να προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια!
Στην Ελλάδα, το 62% των ιχθυηρών παράγονται από την υδατοκαλλιέργεια, η οποία αποτελεί τον πρώτο εξαγωγικό κλάδο ζωικής παραγωγής, συμβάλλοντας θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Επίσης, ο τομέας εργοδοτεί περίπου 12,000 εργαζόμενους κυρίως σε απομακρυσμένες και νησιωτικές περιοχές της ελληνικής επικράτειας, γεγονός που συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών.
Είναι γνωστό ότι τα ιχθυηρά, ειδικά τα θαλάσσια ψάρια, έχουν υψηλή διατροφική αξία, και η ιχθυοκαλλιέργεια έδωσε τη δυνατότητα στον καταναλωτή να βάλει στη καθημερινή του διατροφή αυτό το υψηλής ποιότητας τρόφιμο σε πολύ ανταγωνιστική τιμή».
Τι θέση έχει η χώρα μας στην ιχθυοκαλλιέργεια και πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί;
«Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) και τη δεύτερη σε όλη τη Μεσόγειο στην παραγωγή θαλασσινών ψαριών (εκτός σολομού).
Παράγει ως επί το πλείστο τσιπούρα και λαβράκι, και πολύ μικρότερες ποσότητες κρανιού, μυτακίου, συναγρίδας και Γιαπωνέζικης τσιπούρας (είδος πολύ παρόμοιο με το μεσογειακό φαγκρί).
Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού το 2018 στην Ε.Ε. ήταν 100.109 και 85.343 τόνοι, αντίστοιχα, με την Ελλάδα να παράγει το 58% αυτής της ποσότητας.
Η περαιτέρω βελτίωση της θέσης της Ελλάδας, που θα έρθει με την αύξηση της παραγωγής, εξαρτάται εν μέρη από την πολιτεία και τις νομοθετικές ρυθμίσεις που θα εφαρμόσει, ώστε να υποστηριχθεί η επέκταση της ιχθυοκαλλιέργειας σε περιοχές, όπου δεν υπάρχουν έντονα ανταγωνιστικά συμφέροντα -κυρίως με τον τουρισμό- αλλά και από την επιτυχία του ίδιου του κλάδου να διατηρήσει τις τιμές πώλησης των προϊόντων του σε ικανοποιητικά επίπεδα, με δράσεις προώθησης και διαφήμισης στην Ελλάδα και εξωτερικό, ώστε η κερδοφορία να επιτρέψει νέες επενδύσεις σε τεχνολογία, εξοπλισμό και βελτίωση των παραγωγικών μεθόδων, και να μειωθεί το κόστος παραγωγής.
Η παραγωγή αναδυόμενων ή νέων ειδών, όπως ο κρανιός, το μαγιάτικο και το φαγκρί μπορεί επίσης να προσφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη του κλάδου, διαφοροποιώντας σημαντικά τα προϊόντα που προσφέρει.
Ειδικά η εκτροφή γρήγορα αναπτυσσόμενων ειδών, όπως το μαγιάτικο, που φτάνουν τα 3-5 κιλά βάρος σε 2-3 χρόνια (σε σχέση με 400-1000 γρ για τη τσιπούρα και το λαβράκι στο ίδιο χρονικό διάστημα), θα βοηθήσει την ιχθυοκαλλιέργεια, δίνοντας στις εταιρείες τη δυνατότητα παραγωγής πολλαπλών προϊόντων προστιθέμενης αξίας (φιλέτων, έτοιμων γευμάτων, κ.α.) πέραν του ολόκληρου ψαριού, προϊόντα τα οποία οι νέες γενιές βρίσκουν περισσότερο «βολικά» στην ετοιμασία και κατανάλωση τους».
Τα άγρια ψάρια
Οι καταναλωτές φαίνεται να προτιμούν τα λεγόμενα άγρια ψάρια από τα εκτροφής. Για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό; Υπάρχουν προκαταλήψεις και ποια είναι η αλήθεια;
«Όπως ανέφερα ήδη, μέχρι πρόσφατα το 95% των «ιχθυηρών» που καταναλώναμε παγκοσμίως ήταν προϊόν της αλιείας. Ο καταναλωτής δεν έχει εξοικειωθεί ακόμα με την ιδέα ότι τα ψάρια μπορεί να είναι προϊόν εκτροφής, εκτός από την πέστροφα και τον σολομό!
Όμως σίγουρα υπάρχουν προκαταλήψεις και είναι αρκετοί οι καταναλωτές που προτιμούν τα άγρια. Ένα μεγάλο μέρος των προκαταλήψεων οφείλεται στα συχνά αρνητικά δημοσιεύματα για τις ιχθυοκαλλιέργειες, που όμως δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Αναφέρονται συχνά σε χρήση αντιβιοτικών και χημικών, τη στιγμή που το ψάρι υδατοκαλλιέργειας αποτελεί ένα από τα ασφαλέστερα τρόφιμα για τον άνθρωπο, με ελάχιστη έως καθόλου χρήση αντιβιοτικών σε κάθε κύκλο παραγωγής.
Για την προκατάληψη εναντίον της ιχθυοκαλλιέργειας, όμως, πιστεύω ευθύνονται εν μέρη και οι ιχθυέμποροι, οι οποίοι έχουν περισσότερο κέρδος από τα άγρια ψάρια και τα προωθούν περισσότερο.
Επίσης, τις μεγάλες τσιπούρες και τα λαβράκια που προέρχονται από την ιχθυοκαλλιέργεια (περίπου 1 κιλό σε βάρος) τα πουλάνε σαν «πελαγίσια» ή «αλανιάρικα» σε τιμές παρόμοιες με τα άγρια ψάρια, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση στον καταναλωτή ότι τα άγρια είναι γενικά ανώτερα από αυτά της ιχθυοκαλλιέργειας. Αυτά τα ψάρια προέρχονται από ακριβώς τις ίδιες μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας όπως τα μικρότερα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας που πουλιούνται στον διπλανό πάγκο!
Υπάρχουν πολλές αλήθειες σχετικά με τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας, κάποιες γνωστές και κάποιες όχι! Είναι γεγονός ότι τα ψάρια από αλιεία υπερτερούν σε άρωμα και γεύση. Αυτό είναι φυσικό, γιατί σε όλα τα ζώα που αποτελούν τροφή του ανθρώπου, αυτά που μεγαλώνουν στην άγρια φύση έχουν καλύτερη γεύση και άρωμα, λόγω της μεγαλύτερης ποικιλίας στην τροφή τους.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες «αλήθειες» που κάποιος θα πρέπει να λάβει υπόψη όπως είναι η τιμή, η ασφάλεια του τροφίμου, η σταθερότητα στην ποιότητα και η φρεσκότητα, όπου τα εκτρεφόμενα υπερτερούν ξεκάθαρα των αλιευμένων ψαριών.
Όσον αφορά στην ασφάλεια του τροφίμου, η διαδικασία της ιχθυοκαλλιέργειας εξασφαλίζει ότι τα ψάρια εκτροφής μπορεί να είναι ανώτερα από τα αλιευμένα άγρια ψάρια! Πρώτα-πρώτα, στην ιχθυοκαλλιέργεια ελέγχουμε απόλυτα πού και με τί εκτρέφονται τα ψάρια, και οι τροφές τους είναι ελεγμένες για τοξίνες και βαρέα μέταλλα.
Αντίθετα, τα άγρια ψάρια μπορεί να εκτίθενται σε διάφορες πηγές ρύπανσης και αυτό είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί στην αγορά. Εκτός των βλαβερών ουσιών, τα άγρια ψάρια είναι συχνότερα φορείς παρασίτων από ό,τι τα ψάρια εκτροφής.
Ανάλογα επίσης με την εποχή, μπορεί να αλλάζει η διατροφική αξία των άγριων ψαριών σε σχέση με τη διαθεσιμότητα τροφής και τη φάση της αναπαραγωγής τους. Στην ιχθυοκαλλιέργεια τα ψάρια τρώνε σταθερά και καθημερινά ανάλογα με την όρεξη τους, έτσι η διατροφική τους αξία είναι πιο σταθερή. Επίσης, τα ψάρια της ιχθυοκαλλιέργειας μόλις βγουν από το νερό μπαίνουν αμέσως σε πάγο και θανατώνονται άμεσα, χωρίς να παλεύουν σε αγκίστρια και να τραυματίζονται σε δίχτυα.
Διατηρούνται σε ψυγεία σε θερμοκρασία κάτω των 4°C μέχρι να φτάσουν στο καλάθι του καταναλωτή. Έτσι η φρεσκάδα τους διατηρείται για περισσότερο χρονικό διάστημα. Τέλος, ποτέ δεν εξαλιεύονται περισσότερα από ό,τι ζητά η αγορά και δε «μένουν στο ράφι» για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Έτσι, κάτω από τις σωστές προδιαγραφές, η ποιότητα των εκτρεφόμενων ψαριών είναι άριστη, εξίσου ή και ανώτερη από κάποια άγρια, αλιευμένα είδη. Πιστεύω, λοιπόν, ότι όσο θα ωριμάζουν οι συνθήκες, όσο ο καταναλωτής θα εξοικειώνεται με την ιδέα του εκτρεφόμενου ψαριού και θα πληροφορείται σωστά, οι προκαταλήψεις αυτές θα εκλείπουν».
Ο πόλος του ΕΛΚΕΘΕ
Η ιχθυοκαλλιέργεια είναι ένας τομέας, όπου υπάρχει συνεργασία φορέων της έρευνας και της βιομηχανίας. Το ΕΛΚΕΘΕ τι ρόλο παίζει σε αυτό το κομμάτι;
«Πράγματι, λόγω των σημαντικών τεχνολογικών απαιτήσεων της διαδικασίας εκτροφής ψαριών, ο τομέας της ιχθυοκαλλιέργειας ήταν ανέκαθεν συνυφασμένος με την έρευνα και καινοτομία, και εξακολουθεί να εξαρτάται από τη νέα γνώση που παράγεται από μελέτες για την κατανόηση της φυσιολογίας των ψαριών, τον έλεγχο της αναπαραγωγής τους, την εκτροφή των πρώιμων αναπτυξιακών σταδίων και παραγωγή ιχθυδίων, την παραγωγή ισορροπημένων τροφών, την ανάπτυξη εμβολίων και τη διαχείριση της υγείας των ψαριών.
Το ΕΛΚΕΘΕ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των ιχθυοκαλλιεργειών στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα. Έχοντας επενδύσει σε ερευνητικές υποδομές και εξοπλισμό, με 16 τακτικούς ερευνητές πραγματοποιεί μελέτες σε όλα τα επίπεδα της παραγωγικής διαδικασίας.
Συμμετέχει σε σχεδόν όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα με θέμα τις ιχθυοκαλλιέργειες θαλασσινών ψαριών θερμών υδάτων (βλέπε www.diversifyfish.eu), και σε όλα αυτά τα προγράμματα, συμμετέχουν ενεργά πολλές και διάφορες ελληνικές εταιρείες υδατοκαλλιεργειών.
Έτσι, αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά σημαντικά προβλήματα του κλάδου, δημιουργείται άμεση δικτύωση του τεχνικού προσωπικού των εταιρειών με τους ερευνητές που βρίσκονται στην αιχμή της έρευνας, και γίνεται γρήγορη και αποτελεσματική μετάδοση της παραγόμενης γνώσης και καινοτομίας από τα ερευνητικά κέντρα προς τη βιομηχανία».
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας & Υδατοκαλλιεργειών (ΙΘΑΒΒΥΚ) είναι ένα από τα τρία ινστιτούτα του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) με έδρα το Ηράκλειο Κρήτης και εγκαταστάσεις στην Ανάβυσσο, Αττικής και Σούδα, Χανίων. Με προσωπικό 120 ατόμων και 27 τακτικούς ερευνητές, δραστηριοποιείται στη θαλάσσια βιοποικιλότητα, γενετική και γενομική, και τις υδατοκαλλιέργειες».
Η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει την ιχθυοκαλλιέργεια
Η ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως η υπεραλίευση, και η κλιματική αλλαγή κατά πόσο επηρεάζουν την ιχθυοκαλλιέργεια;
«Η υπεραλίευση είναι ένας από τους λόγους που αναπτύχθηκαν τόσο γρήγορα τα τελευταία χρόνια οι υδατοκαλλιέργειες. Παρά τον εκμοντερνισμό και αύξηση του αλιευτικού στόλου, της έκτασης και βάθους που δραστηριοποιείται, και της ανάπτυξης προηγμένης τεχνολογίας εντοπισμού των αλιευμάτων, η παγκόσμια αλιευτική παραγωγή έχει σταθεροποιηθεί από το 1990 .
Η υδατοκαλλιέργεια υποστηρίχθηκε πολιτικά και αναπτύχθηκε οικονομικά για να καλύψει το κενό που άρχισε να διαφαίνεται μεταξύ ζήτησης και προσφοράς ιχθυηρών.
Φυσικά, επειδή τα πιο πολλά εκτρεφόμενα ψάρια (ειδικά τα θαλασσινά) είναι σαρκοφάγα και η διατροφή τους εξαρτάται προς το παρόν κυρίως από την αλιεία μικρών πελαγικών ψαριών, υπάρχει άμεση ανάγκη για την ιχθυοκαλλιέργεια να βρει νέες πρώτες ύλες που να μην προέρχονται από την αλιεία.
Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, φυσικά και θα επηρεάσει σημαντικά την ιχθυοκαλλιέργεια. Κάποιες επιπτώσεις μπορεί να είναι θετικές, όπως για παράδειγμα ο ρυθμός αύξησης των ψαριών τον χειμώνα, αφού ψηλότερη θερμοκρασία σημαίνει ψηλότερος μεταβολισμός και περισσότερη σωματική αύξηση.
Επίσης, ίσως γίνει δυνατή η εκτροφή κάποιων ειδών σε περιοχές που μέχρι σήμερα ήταν πολύ κρύες για αυτά τα είδη (πχ τσιπούρες στη Νορβηγία). Αντίθετα, πολύ ψηλές θερμοκρασίες το καλοκαίρι θα καταστήσουν προβληματική την εκτροφή κάποιων ειδών σε περιοχές που παλιά ήταν οι συνηθισμένοι βιότοποι τους (πχ λαβράκια στη Μεσόγειο).
Επίσης, τα ακραία καιρικά φαινόμενα που είναι αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής (καταιγίδες, ψηλά κύματα, αυξημένη βροχόπτωση) θα προκαλέσουν σίγουρα περισσότερες καταστροφές στις υποδομές και την παραγωγή των υδατοκαλλιεργειών στη θάλασσα.
Η παραγωγή των υδατοκαλλιεργειών όμως θα συνεχίσει να αυξάνεται, για να καλύψει την αυξημένη ζήτηση ιχθυηρών άριστης ποιότητας παγκοσμίως, και η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην Ευρώπη. Αυτό θα επιτευχθεί τόσο με την αύξηση της παραγωγής της και τον εμπλουτισμό των ειδών εκτροφής, αλλά και με τη συνεχή υποστήριξη της έρευνας και της καινοτομίας, η οποία μπορεί να αποτελέσει πηγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών για εμπορική εκμετάλλευση».