Ένας «θρύλος» της εκκλησιαστικής μουσικής ζωντανεύει μέσα από το πρώτο βιβλίο, του Ευάγγελου Θεοδώρου με τίτλο «Πέτρος ο Πελοποννήσιος» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κύπρη». Πρόκειται για μία ιστορική μυθιστορηματική βιογραφία 600 σελίδων μιας σημαντικής φυσιογνωμίας του μουσικού στερεώματος του 18ου αιώνα, στην οποία μύθος και ιστορία… συμπράττουν και φέρνουν στο φως άγνωστες λεπτομέρειες 240 χρόνια μετά την κοίμηση ενός «διδάσκαλου», ο οποίος ξεπέρασε τα μέτρα της εποχής του.
Η «Π» ήταν στην παρουσίαση του βιβλίου και μέσα από τη συζήτηση με τον συγγραφέα αποκαλύπτει, πώς καθιερώθηκε η τέταρτη στη σειρά πηγή της εκκλησιαστικής μουσικής αλλά και στοιχεία της ζωής του μουσικού που μέχρι τώρα ήταν άγνωστα.
-Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να γράψετε τη συγκεκριμένη μυθιστορηματική βιογραφία;
-Από μικρός έβλεπα στο πάρκο του Μητροπολιτικού Ναού στη Σπάρτη την προτομή ενός μουσικού. Υπήρχε ο θρύλος περί Πέτρου, αλλά μέχρι εκεί. Έτσι το ενδιαφέρον μου με έκανε να μάθω ποιος είναι αυτός ο σπουδαίος μουσικός, να μάθω πράγματα για τη ζωή του, για την οποία οι πηγές μας παραδίδουν δυο- τρεις γραμμές, μετά βίας βιογραφικά στοιχεία και μερικά περιστατικά από τη ζωή του.
Όσον αφορά εμένα και τη σχέση μου με τον διδάσκαλο Πέτρο συνέβη αυτό που κάποτε μου είχε πει ο δάσκαλός μου ο Παναγιώτης Τζανάκος (ο οποίος τώρα ζει και ψάλλει στην Πόλη) ότι, αν καταλάβεις τι πάει να πει Πέτρος θα είναι σαν να σε σηκώνει κάποιος να δεις από την άλλη μεριά της μάντρας. Αν δεις από την άλλη μεριά της μάντρας γυρισμό δεν έχει.
Kαι πράγματι δεν είχε για εμένα, καθώς επηρέασε την σχέση μου γενικώς με τη μουσική. Αυτό που μου έκανε πάντοτε εντύπωση είναι ότι, ενώ στην Δύση για τους μουσικούς τους γνωρίζουν πράγματα λεπτομερώς, για παράδειγμα γνωρίζουν απίστευτες λεπτομέρειες για τον Μότσαρτ που είναι περίπου σύγχρονος του Πέτρου, και για τους δικούς μας μουσικούς δεν γνωρίζουν απολύτως τίποτα.
Ο Πέτρος είναι ένας θρύλος της εκκλησιαστικής μουσικής, αλλά τελικά η έρευνα αποδεικνύει ότι υπήρξε ένας θρύλος για την εξωτερική μουσική της εποχής του. Πράγματι υπήρξε ένας κοσμοπολίτης. Είναι αυτός που τόλμησε να δοκιμάσει τα θρησκευτικά όρια, τα φυλετικά και τα κοινωνικά. Αυτό πάντα εξίταρε το ενδιαφέρον μου να μάθω για την ζωή του.
-Παραπάνω είπατε ότι ο Μότσαρτ είναι σύγχρονος του Πέτρου. Όσον αφορά τι;
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, είναι σχεδόν σύγχρονος του Πέτρου όσον αφορά την περίοδο στην οποία έζησαν. Ο μεν Πέτρος έζησε στα μισά του 18ου αιώνα {1731 (δεν μαρτυρείται με σαφήνεια από τις πηγές αλλά είναι δική μου ερμηνεία των πηγών) – 1778} ενώ ο Μότσαρτ στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα {1756-1791}.
Μουσική σχέση του Πέτρου με τον Μότσαρτ δεν υπάρχει, παρά μόνο στο επίπεδο της σύγκρισης του ταλέντου και της εργογραφίας. Δεν είμαι ειδικός της δυτικής μουσικής, αλλά μπορώ να πω πως το έργο που παρέδωσε ο Πέτρος έπαιξε καθοριστικότερο ρόλο στην πορεία της εκκλησιαστικής μουσικής της ορθόδοξης εκκλησίας απ’ ό,τι το έργο του Μότσαρτ στο δικό του περιβάλλον.
Ο Πέτρος εκτός από συνθέτης, υπήρξε εξηγητής αρχαίων μουσικών, καταγραφέας της μουσικής παράδοσης της εποχής του, αλλά και εφευρέτης εφ’ όσον δημιούργησε δική του παρασημαντική (μουσική γλώσσα/νότες) για το έργο που μας παρέδωσε.
Για το λόγο αυτό καθιερώθηκε και ως η τέταρτη στη σειρά πηγή της εκκλησιαστικής μουσικής. Υπολείπεται δε σε επίπεδο έρευνας η εργογραφία και η συμβολή του στην αστική μουσικής της Πόλης, έργο το οποίο παραμένει ακόμα εν πολλοίς άγνωστο. Σε καμία περίπτωση δεν προσπαθούμε να απομειώσουμε το έργο και την ευφυΐα του Μότσαρτ. Απλά τονίζω το μέγεθος της μουσικής προσωπικότητας του Πέτρου για να ξέρουμε για ποιον μιλάμε.
-Αναφέρατε ότι χάριν του έργου σας έγινε μια έρευνα από την οποία θα προκύψει δημοσίευση ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.
-Η δική μου έρευνα σχετικά με τη ζωή του Πέτρου αποκάλυψε ένα πατριαρχικό συγγίλιο (έγγραφο) του 1754. Το έγγραφο αυτό αφορά την ανάθεση εκ μέρους του Πατριαρχείου στον Πέτρο της εξαρχίας “εφ’ όρου ζωής” ενός μικρού μοναστηριού στην Τρύπη της επαρχίας Μυστρά, στην Λακεδαίμονα. Υπήρχαν ακόμα 2-3 ερευνητές που γνώριζαν την ύπαρξη του εγγράφου αλλά κανείς δεν το είχε διαβάσει ολόκληρο και κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς αφορά.
Αφού εντόπισα το έγγραφο το οποίο ούτε εγώ ασφαλώς μπορούσα να διαβάσω, ζήτησα από τον φίλο μου κ. Βαχαβιώλο, διδάκτορας Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων που έχει μελετήσει επισταμένως την εκκλησιαστική Λακωνική ιστορία κάνοντας σχετικές δημοσιεύσεις κατά καιρούς σε ανάλογα επιστημονικά περιοδικά ή τόμους, να με βοηθήσει.
Σχετίζοντάς το με άλλα πατριαρχικά έγγραφα, μου προσφέρει το πλεονέκτημα να αποκτήσει το έργο μου επιστημονική εγκυρότητα καθώς η σχέση του Πέτρου του Πελοποννήσιου με την Λακεδαίμονα (ιδιαίτερος τόπος καταγωγής του) τεκμηριωνόταν μονάχα από ασαφείς και μεταγενέστερες της εποχής του πηγές!
Ο κ. Βαχαβιώλος έχει συντάξει ολόκληρη τη σχετική μελέτη και αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε διαδικασία συνεννόησης με 2-3 επιστημονικά περιοδικά για την σχετική δημοσίευση.
-Ποιο είναι το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται το έργο σας;
-Το βιβλίο απευθύνεται σε όλους. Έχοντας διακονήσει για χρόνια στις παιδικές κατασκηνώσεις της Ι.Μ. Μονεμβασιάς και Σπάρτης, έχω πάντα στο νου μου τα παιδιά. Θέλησα, λοιπόν, να γράψω ένα βιβλίο που να μπορεί να το διαβάσει ένας νέος, όσο αμύητος κι αν είναι με τα ψαλτικά ή ακόμα και με τον χώρο της Εκκλησίας.
Και μία από τις ευχές μου είναι να παρακινήσω τους αναγνώστες να επισκεφθούν τους τόπους που περιγράφονται στο μυθιστόρημα, σε ένα προσωπικό ταξίδι επάνω στα χνάρια που άφησε ανεξίτηλα ο διδάσκαλος εδώ και 240 χρόνια από την κοίμησή του. Για εμάς τους ψάλτες, θεωρώ πως η μελέτη της εποχής που δημιούργησε εν πολλοίς τα μεγάλα έργα της λεγόμενης κλασικής περιόδου είναι πρόκληση.
– Οι ενδιαφερόμενοι πέρα από το να διαβάσουν το βιβλίο σας έχουν την δυνατότητα και να το ακούσουν. Πώς προέκυψε αυτό;
-Η πρόταση έγινε από τον επίσκοπο Κνωσού κ.κ. Πρόδρομο, ο οποίος μου πρότεινε να παρουσιάσω όλο το βιβλίο σε αποσπάσματα, στον ραδιοφωνικό σταθμό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, για ακροατές μέσω του διαδικτύου από όλο τον κόσμο.