Νεκτάριος Ταβερναράκης

Είχε την τύχη να πραγματοποιήσει τα πρώτα του βήματα στον χώρο της έρευνας δίπλα στους Φώτη Καφάτο και Γιώργο Θηραίο. Όσο και αν το πρόγραμμά του γέμισε με διοικητικές υποχρεώσεις, λόγω της θέσης του στο «τιμόνι» του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, ο κ. Νεκτάριος Ταβερναράκης, δεν έπαψε ποτέ να είναι επιστήμονας, πάνω από όλα.

«Θεωρώ ότι ο πρόεδρος ενός ερευνητικού Ιδρύματος αριστείας όπως το ΙΤΕ, πρέπει πρώτα από όλα να είναι ο ίδιος καταξιωμένος επιστήμονας. Αυτό είναι η σημαντικότερη προϋπόθεση για να είναι αποτελεσματικός στην άσκηση διοίκησης και να εμπνέει τους συναδέλφους του», αναφέρει στην «Π», στην πρώτη του συνέντευξη, μετά από την επανεκλογή του.

Μιλά για τα μελλοντικά σχέδια του Ιδρύματος, όπως τη δημιουργία ενός Επιστημονικού Συνεδριακού Κέντρου που θα αποτελεί πυρήνα καινοτομίας και εκπαίδευσης.

Το κείμενο της συνέντευξης που παραχώρησε στην «Π» ο Νεκτάριος Ταβερναράκης, πρόεδρος Διοικητικού Συμβουλίου, Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), καθηγητής, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, εκλεγμένος αντιπρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου, European Research Council (ERC) και ακαδημαϊκός, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών έχει ως εξής:

 

Ο πρόεδρος του ΙΤΕ, κ. Νεκτάριος Ταβερναράκης
Ο πρόεδρος του ΙΤΕ, κ. Νεκτάριος Ταβερναράκης, παραχωρεί στην «Π» την πρώτη του συνέντευξη μετά από την επανεκλογή του, μιλά για τα πρώτα του βήματα πλάι στους Φ. Καφάτο και Γ. Θηραίο και τα σχέδιά του για το μέλλον του Ιδρύματος.

Η επανεκλογή σας γίνεται στη μέση μίας πανδημίας που και το ΙΤΕ έχει βάλει στο στόχαστρο. Ποια η συμβολή του Ιδρύματος στην αντιμετώπισή της και τι έχει γίνει μέχρι σήμερα σε αυτό το πεδίο;

«Το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) ήταν από τα πρώτα ερευνητικά κέντρα της χώρας που ανταποκρίθηκαν στις προκλήσεις της πανδημίας COVID-19. Όχι μόνο αυτό, αλλά και με μια σειρά συγκεκριμένων δράσεων, το ΙΤΕ έχει συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της κρίσης περισσότερο από κάθε άλλο ερευνητικό Ίδρυμα.

Από την αρχή, έχουμε τεθεί στη διάθεση της Πολιτείας και των υγειονομικών Αρχών, ώστε να συνεισφέρουμε με το υψηλό επίπεδο υποδομών και τεχνογνωσίας που διαθέτουν τα Ινστιτούτα του ΙΤΕ, στην κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας. Ενδεικτικά μόνο, αναφέρω κάποιες δράσεις και εφαρμογές που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας:

  • Κατανόηση των μοριακών μηχανισμών παθογένεσης της νόσου COVID-19, με έμφαση στους μηχανισμούς παθολογικής διέγερσης των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος.
  • Δημιουργία Κόμβου των 3 Εθνικών Δικτύων Ιατρικής Ακριβείας και συμμετοχή στην εθνική Εμβληματική Δράση για την αντιμετώπιση της νόσου COVID-19.
  • Ανάπτυξη εφαρμογής @HOME για την παρακολούθηση της κατάστασης της υγείας ασθενών με COVID-19, για το διάστημα της παραμονής τους στο σπίτι.
  • Λειτουργία Κέντρου Εφαρμογών & Υπηρεσιών Ηλεκτρονικής Υγείας: Τεχνική υποστήριξη σε νοσοκομεία αναφοράς.
  • Διερεύνηση της αερογενούς μετάδοσης του ιού.

Επίσης, η πρωτοποριακή έρευνα και η τεχνογνωσία που έχει παραχθεί στο ΙΤΕ, έχουν οδηγήσει στη δημιουργία νεοφυών επιχειρήσεων που αναπτύσσουν καινοτόμα προϊόντα για την ανίχνευση και την πρόληψη του ιού. Για παράδειγμα, το σύστημα “IRIS” της εταιρείας BIOPIX-T είναι μια φορητή συσκευή μοριακής διάγνωσης του ιού, με δυνατότητα ανάλυσης εντός 30 λεπτών. Η εταιρεία EnzyQuest έχει αναπτύξει δύο τεστ διάγνωσης του ιού, ενώ η εταιρεία PCNano materials δημιουργεί μάσκες προσώπου με αντιβακτηριδιακή επίστρωση. Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρω την παροχή της δυνατότητας για δωρεάν τεστ διάγνωσης του ιού σε όλο το προσωπικό του ΙΤΕ, με τη συνεισφορά του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας και των ανθρώπων του».

Στα τέσσερα χρόνια της θητείας σας είχαμε τη δημιουργία δύο Ινστιτούτων αλλά και τη συμμετοχή του ΙΤΕ σε εμβληματικές δράσεις. Τι ακολουθεί;

«Το ΙΤΕ είναι το μεγαλύτερο και πιο πολυθεματικό ερευνητικό κέντρο της Ελλάδας, καθώς διεξάγει υψηλής στάθμης έρευνα, καλύπτοντας εκτεταμένα και κομβικά επιστημονικά πεδία. Διαθέτει κορυφαίο ερευνητικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό και έχει αξιολογηθεί επανειλημμένα ως το καλύτερο ερευνητικό κέντρο της Ελλάδας. Αποτελεί σημείο αναφοράς στο επιστημονικό και ερευνητικό γίγνεσθαι της χώρας, ενώ έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον όσον αφορά τη διεκδίκηση εθνικών και ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων και την προσέλκυση νέων ταλαντούχων επιστημόνων. Είναι πυλώνας ανάπτυξης σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, όπου έχει να επιδείξει σημαντική συνεισφορά. Σήμερα, το ΙΤΕ έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον που ευνοεί την έρευνα και την καινοτομία. Η στρατηγική μας για την επίτευξη του στόχου αυτού περιλαμβάνει τρεις κύριους πυλώνες. Ο πρώτος αφορά την στοχευμένη επιστημονική έρευνα σε επιλεγμένους τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας για την Ελλάδα, ο δεύτερος σχετίζεται με την εκπαίδευση και την προετοιμασία της επόμενης γενιάς των επιστημόνων σε στενή συνεργασία με πανεπιστημιακά Ιδρύματα της Χώρας, και ο τρίτος με την αξιοποίηση του προϊόντος της έρευνας μέσα από την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών, προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομικής ανάπτυξης του τόπου.

Σε ό,τι αφορά τον αναπτυξιακό σχεδιασμό του Ιδρύματος, άμεση προτεραιότητα είναι η επανίδρυση του Ινστιτούτου Βιοϊατρικών Ερευνών στα Ιωάννινα, ως διακριτού Ινστιτούτου του ΙΤΕ. Η επανίδρυση του Ινστιτούτου είναι ιδιαίτερης αναπτυξιακής σημασίας, καθώς θα επιτρέψει στο ΙΤΕ να προχωρήσει στο μέλλον με μια διαφορετική δυναμική. Προς την κατεύθυνση αυτή, πρωταρχικό στόχο του Ιδρύματος αποτελεί η προσέλκυση νέων ερευνητών. Επόμενος στόχος είναι η διευκόλυνση της ερευνητικής δραστηριότητας που διεξάγεται στο Ίδρυμα. Συγκεκριμένα, η απλοποίηση των διαδικασιών, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας και η αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους ερευνητές του Ιδρύματος αποτελούν κύριες προκλήσεις και προτεραιότητες του αναπτυξιακού μας σχεδιασμού.

Παράλληλα, η περαιτέρω προώθηση της διεπιστημονικότητας μέσω της στενότερης συνεργασίας των Ινστιτούτων και των ερευνητών του ιδρύματος είναι πρωταρχικής σημασίας για το ΙΤΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη θέσπιση του θεσμού των FORTH Synergy Grants. Για πρώτη φορά στην ιστορία του, το ΙΤΕ προχώρησε στη δημιουργία ενός Εσωτερικού Προγράμματος Χρηματοδότησης Διεπιστημονικών Ερευνητικών Προτάσεων, με στόχο την προώθηση της επιστημονικής συνεργασίας μεταξύ των Ινστιτούτων του Ιδρύματος, μέσα από την υλοποίηση συνεργατικών ερευνητικών προτάσεων. Το ευρύ φάσμα των επιστημονικών πεδίων που συνυπάρχουν στο ΙΤΕ, αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα για την επιτυχημένη αξιοποίηση των πόρων των προγραμμάτων αυτών.

Με στόχο την ενδυνάμωση του συνόλου των δραστηριοτήτων του, το ΙΤΕ σχεδιάζει, επίσης, τη δημιουργία ενός Επιστημονικού Συνεδριακού Κέντρου που θα αποτελεί πυρήνα καινοτομίας και εκπαίδευσης. Έχει εκπονηθεί ήδη το σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο και γίνονται επαφές με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ελληνικό Δημόσιο για την υποστήριξη του εγχειρήματος. Φιλοδοξούμε να δημιουργήσουμε ένα έργο διεθνούς βεληνεκούς που θα προσδώσει σημαντική αναπτυξιακή δυναμική στην τοπική οικονομία, αποφέροντας επίσης πολλαπλά οφέλη για το επιστημονικό οικοσύστημα της Κρήτης. Συμπληρωματικά με την προοπτική αυτή, το ΙΤΕ σε συνεργασία με την Περιφέρεια Κρήτης, σχεδιάζει την ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων του, ώστε να διασφαλίσει τη συνέχιση της παροχής άρτια εξοπλισμένων και σύγχρονων εγκαταστάσεων και υποδομών προς τους Ερευνητές του.

Συμπερασματικά λοιπόν, ο αναπτυξιακός σχεδιασμός του Ιδρύματος είναι μακροπρόθεσμος, πολύ-επίπεδος και βασίζεται στις αρχές της αριστείας, της αξιοκρατίας, της προστιθέμενης αξίας και της διαφοροποίησης. Ειδικά για ένα ερευνητικό κέντρο στην περιφέρεια της Ευρώπης, η διασφάλιση του περιβάλλοντος αυτού είναι θέμα επιβίωσης. Ουσιαστικά, το όραμά μας είναι να διατηρήσουμε και να ενισχύσουμε ένα περιβάλλον που να ευνοεί τη μάθηση, την έρευνα και την καινοτομία, ως μοχλούς βιώσιμης περιφερειακής και εθνικής ανάπτυξης και προόδου».

Στο ΙΤΕ χάνουμε ερευνητές λόγω brain drain ή τελικά έρχονται περισσότεροι επιστήμονες και από το εξωτερικό;

«Το brain drain αποτελεί ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα για την Ελλάδα, καθώς στερεί τη χώρα από το πολύτιμο και υψηλής στάθμης επιστημονικό δυναμικό της, δηλαδή τους νέους επιστήμονες, τους υψηλά καταρτισμένους ανθρώπους που η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να χάνει. Υπάρχουν κρίσιμα σημεία στα οποία η Ελλάδα μπορεί να εστιάσει ώστε να διασφαλίσει ένα σταθερό αναπτυξιακό σχεδιασμό. Ένα από αυτά είναι η συντονισμένη προσπάθεια για την ανάσχεση του brain drain και του brain waste, το οποίο θεωρώ ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα.

Η στρατηγική αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς θεωρώ ότι η επένδυση στο υψηλής στάθμης και εκπαίδευσης ανθρώπινο δυναμικό της Ελλάδας αποτελεί μοχλό και κινητήριο δύναμη για την ανάπτυξη της χώρας. Τα τελευταία χρόνια καταβάλλονται σημαντικές προσπάθειες από τους ερευνητικούς φορείς και την Πολιτεία για τη στήριξη των νέων επιστημόνων, μέσω ερευνητικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Παράλληλα, επιχειρείται η δημιουργία ενός ευνοϊκού θεσμικού πλαισίου που να απλοποιεί και να διευκολύνει την ερευνητική δραστηριότητα και την αξιοποίηση αυτής, μέσω της προώθησης της νεοφυούς επιχειρηματικότητας σε ερευνητικά κέντρα και Πανεπιστήμια.

Στόχος των δράσεων αυτών είναι να ενθαρρύνουν τους νέους επιστήμονες να παραμείνουν και να πραγματοποιήσουν την έρευνά τους στην Ελλάδα, συμβάλλοντας έτσι στον περιορισμό της φυγής τους στο εξωτερικό. Πρόσφατες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή σχετίζονται με προκηρύξεις ερευνητικών χρηματοδοτικών προγραμμάτων για τη στήριξη των νέων επιστημόνων, από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας και το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας. Επιπλέον, πολλά ευαγή Ιδρύματα της χώρας, όπως το Ίδρυμα Νιάρχος, το Ίδρυμα Ωνάση, το Ίδρυμα Μποδοσάκη, το Ευγενίδειο Ίδρυμα και άλλα, αναπτύσσουν παρόμοιες δράσεις και χρηματοδοτικές πρωτοβουλίες.

Τέλος, το εσωτερικό πρόγραμμα χρηματοδότησης “FORTH Synergy Grants” που έχει θεσπίσει το ΙΤΕ, αποτελεί μοναδική, για τα ελληνικά δεδομένα, χρηματοδοτική πρωτοβουλία.

Είμαι λοιπόν αισιόδοξος καθώς οι αξιόλογες αυτές ευκαιρίες καλλιεργούν ένα πρόσφορο έδαφος για την επιστροφή και τη δραστηριοποίηση νέων ερευνητών στην Ελλάδα».

 

«Είχα την τύχη να βρεθώ με κορυφαίους»

Και μία λίγο πιο προσωπική ερώτηση. Πότε ενταχθήκατε στο δυναμικό του ΙΤΕ, ποιος ήταν ο μέντοράς σας, αν υπήρχε και τι σχέση έχει το Ίδρυμα του τότε με το σήμερα;

«Ολοκληρώνοντας τις προπτυχιακές μου σπουδές στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, είχα τη ευκαιρία να συνεχίσω με διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο ΙΤΕ. Εξαιρετική τύχη για εμένα ήταν η ύπαρξη του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας (ΙΜΒΒ) του ΙΤΕ, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου το Ηράκλειο, του οποίου πρωτεργάτης και πρώτος διευθυντής υπήρξε ο αείμνηστος Φώτης Καφάτος.

Το εξαίρετο ανθρώπινο δυναμικό, τα άρτια εξοπλισμένα εργαστήρια του ΙΜΒΒ, καθώς και η διεπιστημονικότητα του ΙΤΕ, δημιουργούν ένα, μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα, ερευνητικό περιβάλλον που επιτρέπει να κάνει κάποιος διεθνώς ανταγωνιστική ερεύνα. Σε αυτό το περιβάλλον, είχα την τύχη να πραγματοποιήσω τη διδακτορική μου διατριβή με την επίβλεψη ενός ακόμα εξαίρετου επιστήμονα και ερευνητή, του αείμνηστου Γιώργου Θηραίου.

Με την ολοκλήρωση των διδακτορικών μου σπουδών, μου δόθηκε η δυνατότητα να εκπαιδευτώ και να εργαστώ στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου είχα την ευκαιρία να αποκτήσω πολύτιμη εμπειρία για την μετέπειτα ανεξάρτητη ερευνητική μου δραστηριότητα. Επέστρεψα στην Ελλάδα και στο ΙΜΒΒ, ως ανεξάρτητος πλέον ερευνητής.

Το περιβάλλον του ΙΜΒΒ καθώς και η ερευνητική αρτιότητα του ΙΤΕ, μου προσέφεραν δυνατότητες που σπάνια συνυπάρχουν, ακόμα και σε κορυφαία ερευνητικά ιδρύματα του εξωτερικού. Έτσι, καταφέραμε, μαζί με τους εξαιρετικούς συνεργάτες που είχα την τύχη να έχω ως μέλη της ερευνητικής μου ομάδας, να διεξάγουμε ανταγωνιστική έρευνα, σε τομείς αιχμής με υψηλή προστιθέμενη αξία για τη χώρα.

Πέρα όμως από την ίδια την υψηλής στάθμης ερευνητική δραστηριότητα, θεωρώ χρέος μου να βοηθήσω κι εγώ, όσο μπορώ, στη δημιουργία και τη διατήρηση ενός περιβάλλοντος το οποίο να ευνοεί νέους επιστήμονες να δραστηριοποιηθούν με αξιώσεις, σε σύγχρονες ερευνητικές κατευθύνσεις, όπως έκανα κι εγώ στα πρώτα μου βήματα. Αυτό προσπάθησα να κάνω, αρχικά με την εκλογή μου στη θέση του διευθυντή του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας και, στη συνέχεια, από τη θέση του προέδρου του ΙΤΕ».

 

“Συνεχίζω την ερευνητική  μου δραστηριότητα”

Παρά τις υποχρεώσεις σας λόγω της θέσης σας, δεν εγκαταλείψατε το εργαστήριό σας. Τι περιμένουμε από τον ερευνητή Νεκτάριο Ταβερναράκη;

«Το ΙΤΕ είναι το μεγαλύτερο ερευνητικό Ίδρυμα της χώρας, έχοντας παρουσία σε όλη την Ελλάδα, καθώς περιλαμβάνει οχτώ ερευνητικά Ινστιτούτα σε Ηράκλειο, Ρέθυμνο, Χανιά, Πάτρα και Ιωάννινα. Διαθέτει δομές σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Βόλο, όπως οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, το Επιστημονικό και Τεχνολογικό Πάρκο Κρήτης, καθώς και το Δίκτυο μεταφοράς τεχνολογίας ΠΡΑΞΗ, με σημαντική εμπειρία στη διασύνδεση των ερευνητικών δραστηριοτήτων, όχι μόνο του ΙΤΕ αλλά και ερευνητικών κέντρων και Πανεπιστημίων σε όλη την Ελλάδα, με τον επιχειρηματικό κόσμο και τη βιομηχανία.

Συνεπώς, οι απαιτήσεις των καθηκόντων του Πρόεδρου είναι πολύ μεγάλες και συνεχείς. Όμως θεωρώ ότι ο πρόεδρος ενός ερευνητικού Ιδρύματος αριστείας όπως το ΙΤΕ, πρέπει πρώτα από όλα να είναι ο ίδιος καταξιωμένος επιστήμονας. Αυτό είναι η σημαντικότερη προϋπόθεση για να είναι αποτελεσματικός στην άσκηση διοίκησης και να εμπνέει τους συναδέλφους του.

Για το λόγο αυτό, δεν θα μπορούσα να μην δώσω την ανάλογη προσοχή και στην ερευνητική δραστηριότητα του εργαστηρίου μου. Έξαλλου, μέσα από αυτή την προσπάθεια προβάλλεται με τον καλύτερο τρόπο και το ΙΤΕ. Η έρευνα είναι μια συνεχής προσπάθεια και ο συνδυασμός των διοικητικών και ερευνητικών υποχρεώσεων μπορεί να αποτελεί ένα επίπονο εγχείρημα, όμως τα αποτελέσματά της προσπάθειας αυτής αποζημιώνουν κάθε επένδυση.

Τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μελέτη των μοριακών μηχανισμών που διέπουν τη λειτουργία και την παθοφυσιολογία του νευρικού συστήματος. Με τις επιστημονικές του μελέτες, το εργαστήριό μας έχει συμβάλει σημαντικά στην κατανόηση των μηχανισμών νευροεκφυλισμού, μνήμης και μάθησης, καθώς και της γήρανσης. Έχει επίσης συνεισφέρει στην ανάπτυξη καινοτόμων πειραματικών εργαλείων και μεθόδων για τη μελέτη του νευρικού συστήματος και της βιολογίας του κυττάρου. Συγκεκριμένα, το αντικείμενο της έρευνας του εργαστηρίου μας σχετίζεται με τρεις κατευθύνσεις.

Η πρώτη αφορά την εξέλιξη της γήρανσης, όχι μόνο του ανθρώπου αλλά όλων των έμβιων οργανισμών. Οι παθολογικές καταστάσεις που συνοδεύουν τη γήρανση αποτελούν ένα από τους διαρκώς αυξανόμενους παράγοντες ανθρώπινης αναπηρίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Στο εργαστήριο μελετάμε το πώς η γήρανση αυξάνει την πιθανότητα να νοσήσει κάποιος από τις ασθένειες αυτές.

Εάν καταλάβουμε τους μηχανισμούς που είναι υπεύθυνοι για αυτό, θα γίνει στη συνέχεια εφικτό να επέμβουμε έτσι ώστε να αντιμετωπίσουμε πολλές ασθένειες της τρίτης ηλικίας και να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής κατά την περίοδο αυτή. Κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις μέρες μας, εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και κατά συνέπεια της αυξημένης συχνότητας των ασθενειών αυτών, οι οποίες πριν από μερικές δεκαετίες θεωρούνταν σπάνιες.

Η δεύτερη είναι η μελέτη του νευροεκφυλισμού που ασχολείται με νοσήματα όπως το Alzheimer’s και το Parkinson’s. Πρόκειται για έρευνα με στόχο την αποκάλυψη των μηχανισμών που είναι υπεύθυνοι για νευροεκφυλιστικά νοσήματα όπως για παράδειγμα η νόσος Alzheimer’s και η νόσος Parkinson’s. Όπως είναι γνωστό, πολλές από αυτές τις νευροεκφυλιστικές νόσους σχετίζονται άμεσα με τη γήρανση. Δηλαδή, τα συμπτώματα εκδηλώνονται κυρίως σε μεγάλη ηλικία. Είναι άγνωστο με ποιο τρόπο η γήρανση επηρεάζει την εμφάνιση αυτών των νευροεκφυλιστικών νοσημάτων, αλλά και μια σειρά από άλλες ασθένειες των οποίων η συχνότητα εξαρτάται από την ηλικία, όπως για παράδειγμα ο καρκίνος, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, μεταβολικά νοσήματα όπως ο διαβήτης τύπου 2, και άλλα.

Η τρίτη σχετίζεται με τη λειτουργία του νευρικού συστήματος και συγκεκριμένα με το πώς μπορεί ο οργανισμός να αποθηκεύει και να ανακαλεί μια πληροφορία (μνήμη και μάθηση). Πρόσφατα μάλιστα, με τους συνεργάτες μου καταφέραμε να αποκαλύψουμε πώς οι συνθήκες στρες και η πείνα επηρεάζουν σύνθετες λειτουργίες του εγκέφαλου, όπως η μνήμη και η μάθηση».