Ο αρχαιολόγος Μανόλης Κλώντζας καταθέτει τις απόψεις του στην «Π»
Ενώ η Επιτροπή Πολιτών Ιεράπετρας προσφεύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας για την εγκατάσταση του αιολικού σταθμού στην Επισκοπή, ο κ. Μανόλης Κλώντζας, από την έδρα Αρχαιολογίας και Μουσειολογίας UNESCO στο Πανεπιστήμιο Masaryk και μέλος του Επιστημονικού Ινστιτούτου ARCHAIA Brno, με συνέντευξή του στην «Π» απαντά σε κρίσιμα ζητήματα που ανακύπτουν από αυτής της μορφής τις δρομολογούμενες επεμβάσεις.
Ο ίδιος αποκαλύπτει ότι στην Κρήτη κάθε παρέμβαση ανατρέπει άρδην και ανεπιστρεπτί το γεωλογικό φυσικό ανάγλυφο και την ίδια στιγμή συντελούνται ανατρεπτικές αλλαγές στη σχέση των τοπικών κοινωνιών με το ιστορικό φυσικό τοπίο τους. Ο καθηγητής εξηγεί ότι η αποξένωση των τοπικών κοινωνιών από τη γη και τον ιδιαίτερο ιστορικό χαρακτήρα της σε οικονομικό επίπεδο είναι ένας άλλος ακόμα παράγοντας που δρα επιβαρυντικά.
Φτάνουμε σε ένα επίπεδο που τον άνθρωπο δεν τον συνδέει τίποτα με την ιστορία του και τον τόπο του. Αποκτά εν πολλοίς την οπτική του μετανάστη, αποκομμένος καθώς είναι από κάθε φυσικο-ιστορική πληροφορία. Ο τόπος του είναι «ξένος».
-Για τις ανάγκες της καλύτερης κατανόησης του θέματος μας θα σας ζητήσω καταρχάς να προσδιορίσετε την έννοια της λέξης “μνημείο”.
-Μνημείο είναι το κάθε κινητό ή ακίνητο, υλικό ή άυλο αντικείμενο από το οποίο μπορούμε να αντλήσουμε κάποια ιστορική πληροφορία, είναι στην ουσία το κάθε υλικό ή άυλο αποτύπωμα της επενέργειας του ανθρώπου στην φύση. Με βάση αυτή την προσέγγιση, μνημείο αποτελεί και η κρητική διάλεκτος, άσματα και μουσική που επιβιώνουν στο πέρασμα των αιώνων κλπ.
Ένα από τα βιολογικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου είναι ότι κατανοεί την ύπαρξη του παρελθόντος ή του μέλλοντος και προβληματίζεται πάνω σε αυτά. Θέτει ερωτήματα, κάνει αναγωγές και ψάχνει για απαντήσεις που τις χρησιμοποιεί περισσότερο ή λιγότερο, ατομικά ή συλλογικά για την καλυτέρευση του επιπέδου ζωής του.
Είναι μία επίμονη μακρόχρονη διαδικασία που φτάνει στο ανώτερο στάδιό της με την έρευνα. Κατάφερε όμως να φτάσει εξίσου κοπιαστικά με τα όποια ιστορικά πισωγυρίσματα και στο ανώτερο στάδιο έρευνας. Την επιστημονική έρευνα που βασίζεται και αναδεικνύει τη φύση μας ως ενότητα. Η κατανόηση του παρελθόντος αποτελεί στην ουσία (στη βάση της επενέργειας με την οργανική και ανόργανη φύση μας) μία φυσική, βιοχημική, κοινωνική διαδικασία που εξελίσσεται στον χρόνο.
Δεν μένει στάσιμη. Μια διαδικασία που δεν είναι ούτε γραμμική, ούτε έχει πάντα την ίδια δυναμική. Μια από τις βασικές επιστήμες που μελετούν τη σχέση αυτή στο πέρασμα των χιλιετιών είναι η αρχαιολογία. Η ταχύτατη ανάπτυξη της αρχαιολογίας ως επιστήμης εδράζεται στην αναγκαία για τις ανάγκες της έρευνας δημοκρατική και ισότιμη συνεργασία με άλλες επιστήμες. Μια διαδικασία απαραίτητη για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Η αρχαιολογία στις μέρες μας θέτει για το παρελθόν τα ίδια σύνθετα ερωτήματα που θέτει καθημερινά για το σήμερα ο άνθρωπος. Από αυτή την άποψη έχει ξεπεράσει σήμερα τον ίδιο της τον εαυτό περνώντας στο επίπεδο της κοσμολογίας. Από μόνο του όμως αυτό το άλμα ανατρέπει σε μεγάλο βαθμό την οπτική μας για τα ίδια τα μνημεία, αλλά και για τον ίδιο τον ρόλο της επιστήμης ευρύτερα.
Για παράδειγμα, μέσα από αυτή την οπτική, μια ελιά χιλιάδων ετών αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα ανθρώπινο τεχνούργημα. Ειδικά στην περίπτωση που δεν μιλάμε για άγρια ελιά, αλλά για ένα δένδρο που για εκατοντάδες γενιές, πρόγονοί μας, με τον ιδρώτα τους καλλιέργησαν για να καλύψουν τις φυσικές ανάγκες τους.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στον Ισθμό της Ιεράπετρας οι άνθρωποι εκείνοι που με τον ιδρώτα τους χρόνια τώρα διαφύλαξαν και προστάτεψαν αυτά τα δένδρα ήταν εκείνοι που πρωτοστάτησαν στην υπεράσπιση του ενιαίου αρχαιολογικού χώρου από την καταστροφή. Βρέθηκαν εξαιτίας αυτής της οπτικής τους δίπλα σε κορυφαίους αρχαιολόγους που είτε κατάγονται είτε αφιέρωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην ανατολική Κρήτη όπως η Μεταξ. Τσιποπούλου, ο Αντ. Βασιλάκης, ο Ν. Παναγιωτάκης ή ο Γιαν. Χαμιλάκης.
Είναι μεγαλείο που οφείλεται ακριβώς στην ιδιαίτερη αυτή σχέση με την ίδια τη φύση. Σήμερα η UNESCO μνημειακές ενότητες, όπως αυτό του Ισθμού Ιεράπετρας, που αγκαλιάζονται από τις τοπικές κοινωνίες προσπαθεί να αναδείξει. Η επιλογή μεμονωμένων μνημείων και αποσπασμένων από τη σχέση τους με την τοπική κοινωνία αποτελεί ξεπερασμένο παρελθόν. Δυστυχώς όμως η καταστροφή που λαμβάνει χώρο εκεί κλείνει τις πόρτες σε τέτοιες προσπάθειες ένταξης του ενιαίου αρχαιολογικού, φυσικού, ιστορικού τοπίου στην UNESCO.
Φυσικά κατά την προσωπική μου άποψη, ακριβώς αυτή η διαδικασία υπεράσπισης των μνημείων από την τοπική κοινωνία κόντρα στον άναρχο χαρακτήρα της παραγωγής, κόντρα στη βία που ασκείται εκεί από τις εταιρείες, την κεντρική ή τοπική διοίκηση, σε συνδυασμό με τον σημαντικότατο μνημειακό πλούτο της περιοχής είναι εκείνο που η UNESCO πρέπει να προστατεύσει. Θεωρώ ότι η τοπική κοινωνία μέσω των πολιτιστικών συλλόγων της και άλλων συλλογικοτήτων θα μπορούσε να καταφέρει να το θέσει ως στόχο.
-Ποια κατά τη γνώμη σας είναι η λειτουργική σχέση που συνδέει την έννοια του μνημείου με τον άνθρωπο και τη φύση;
-Η όλη σχέση εντάσσεται σε μια αδιάσπαστη ενότητα και αυτό γιατί ο άνθρωπος και η κοινωνία του δεν μπορεί να κατανοηθεί αποκομμένα από τη φύση. Αποτελούν αδιάσπαστη ενότητα στο πλαίσιο της οποίας αλληλοεπιδρούν και μεταλλάσσονται. Αποτελέσματα της διαδικασίας αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση είναι η εξέλιξη του ίδιου του ανθρώπου, όπως και σε μεγάλο βαθμό οι αλλαγές στη φύση είναι αποτέλεσμα της επενέργειας του ανθρώπου στο πλαίσιο της.
Ο άνθρωπος εξελίσσεται ως βιολογικό ον στο πλαίσιο της φύσης, αλλάζει χρώμα, ύψος, αισθητηριακές δεξιότητες, τρόπο ζωής. Ταυτόχρονα με την επενέργειά του στη φύση αλλάζει ιστορικά τον χαρακτήρα της φύσης. Μεταλλάσσει τη φύση προσαρμόζοντάς την στις ανάγκες του. Τα μνημεία δεν είναι τίποτα άλλο από αδιάσπαστο μέρος αυτής της ίδιας ενότητας. Η κοινωνική βιοχημική ανάγκη του ανθρώπου για κατανόηση του παρελθόντος του είναι αποδεδειγμένη αρχαιολογικά.
Στην ουσία τα όποια μνημεία δεν είναι τίποτα άλλο από μεταλλαγμένη φύση με την οποία ο άνθρωπος συνδέεται μέσα από τη διαδικασία της ιστορικής, κοινωνικής σκέψης. Μνημειακούς τόπους και αναφορές ο άνθρωπος είχε σε όλη τη μακρόχρονη περίοδο που αντιλαμβανόμαστε τον άνθρωπο ως τέτοιο. Άρα λοιπόν αποτελεί μια διαδικασία που περνάει κατά πολύ τη θεσμοθετημένη από τις πολιτειακές ή κρατικές δομές μνημειακή πολιτική. Η σύγχρονη επιστήμη ακριβώς αυτή την ιδιαίτερη σχέση προσπαθεί να κατανοήσει και να αναδείξει.
Άρα οι αρχαιολόγοι, οι ανθρωπιστικοί επιστήμονες που ασχολούνται με τα μνημεία και την κοινωνία θα πρέπει να επικαιροποιούν, να επικοινωνούν τη νέα γνώση και να αφουγκράζονται ταυτόχρονα τις τοπικές κοινωνίες. Τα μνημεία μέσα από αυτό το πρίσμα είναι το ανώτατο επίπεδο μεταλλαγμένης φύσης, όταν αποκτούν δηλαδή υπόσταση και στο επίπεδο της μνήμης ή της συνείδησης.
-Πώς αλλάζει η σχέση του ανθρώπου με τη φύση το ιστορικό παρελθόν και το μέλλον μέσα από τη ραγδαία εξάπλωση των ΒΑΠΕ;
-Τα βιομηχανικά αιολικά πάρκα έχουν διαφορετικές επιπτώσεις από τόπο σε τόπο. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχουν όλοι οι τόποι το ίδιο γεωλογικό φυσικό ανάγλυφο, γιατί δεν έχουν όλοι οι τόποι τις ίδιες κλιματολογικές, υδρολογικές συνθήκες, πολύ περισσότερο δεν έχουν όλοι οι τόποι την ίδια φυσική ιστορικότητα και τις ίδιες φυσικές παραγωγικές δυνατότητες.
Ας πάρουμε το παράδειγμα της Ολλανδίας: πολύ μεγάλο μέρος της χώρας έχει ένα φυσικό ιστορικό τοπίο που χρονολογείται μόλις μερικούς αιώνες, με αλούβια γεωλογικά στρώματα. Εκεί έχουμε ελάχιστες επιπτώσεις. Το ίδιο συμβαίνει και σε χώρες όπως πχ η Ουγγαρία. Στην Κρήτη όμως κάθε παρέμβαση ανατρέπει άρδην και ανεπιστρεπτί το γεωλογικό φυσικό ανάγλυφο, αφού τα αλούβια εδάφη είτε αποτελούν ένα πολύ μικρό επιφανειακό στρώμα είτε απουσιάζουν εντελώς.
Οι σημερινές γενιές παραλάβαμε ένα σχετικά παρθένο φυσικό ιστορικό τοπίο και ως τέτοιο πρέπει να το παραδώσουμε. Όχι έρημο από ανόργανα υλικά. Η καταστροφή της χλωρίδας και της πανίδας είναι ένας άλλος παράγοντας, εύκολα κατανοητός. Ο επηρεασμός από υδρογεωλογική άποψη είναι κάτι που δυσκολότερα μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχει.
Ειδικά μάλιστα στην Κρήτη που η άναρχη υπεράντληση υδάτων επηρεάζει αποδεδειγμένα τη διαδικασία ερημοποίησης. Εκατοντάδες γενιές Κρητικών μάζευαν νερό και μετέτρεπαν διαχρονικά με την εργασία τους τον τόπο σε γόνιμο. Οι δύο τελευταίες γενιές έχουν ανατρέψει όλον αυτόν τον πλούτο.
Με τα βιομηχανικά αιολικά πάρκα η κατάσταση θα ανατραπεί ραγδαία προς το χειρότερο. Η καταστροφή μνημείων ως φυσικο-ιστορικών συνόλων, δηλαδή ως μέρος της ίδιας της φύσης, μας είναι μια μαχαιριά στην ιστορία της Κρήτης, στην οικονομία που βασίζεται στον τουρισμό και στην αγροτοκτηνοτροφία.
-Πώς επενεργεί η εγκατάσταση αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων στο φυσικό περιβάλλον;
-Δεν είμαι ο κατάλληλος για την ολοκληρωμένη απάντηση αυτής της ερώτησης. Υπάρχουν κορυφαίοι επιστήμονες των φυσικών επιστημών, που μπορούν να ορίσουν την επενέργεια αυτή με αντικειμενικό τρόπο. Εγώ θα παραθέσω μια ιστορική ή αρχαιολογική οπτική στρατηγικού χαρακτήρα. Βλέποντας αντίστοιχες ανθρώπινες επιλογές και δράσεις ιστορικά ως αρχαιολόγοι θέτουμε το ερώτημα «qui bono».
Ποιος ωφελείται και ποιος όχι. Ο τυχαίος και μόνο στη βάση των αιολικών δυνατοτήτων τρόπος χωροθέτησης και το τεράστιο κόστος για την κοινωνία λόγω της φορολόγησης φτάνει για να δώσει απάντηση στο θεμελιακό αυτό ιστορικό ερώτημα. Ιστορικά οι νέες τεχνολογίες βοηθούν την κοινωνική ανάπτυξη και τη ζωή των ανθρώπων.
Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η φύση και η κοινωνία σηκώνουν όλο το βάρος για μια συγκεκριμένη τεχνολογική επιλογή. Τέτοιες επιλογές ιστορικά δεν αντέχουν αφού αποτελούν βαρίδιο για την ανάπτυξη.
Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχει καμία σοβαρή περιβαλλοντική μελέτη, πολύ περισσότερο καμία φυσικο-ιστορική μελέτη. Το βιομηχανικό πάρκο που κατασκευάζεται στον εννιαίο αρχαιολογικό φυσικό ιστορικό χώρο του Ισθμού αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. Αν από την αρχή γινόταν μια στοιχειώδης αντικειμενική καταγραφή της βίας και της όχλησης στο αρχαιολογικό φυσικο-ιστορικό σύνολο, δεν θα είχαμε οδηγηθεί ως εδώ.
Χρόνια τώρα η επιστήμη έχει εξελίξει τεχνολογίες που αποτυπώνουν την όχληση ή τη βία προς τα μνημεία με τρόπο αντικειμενικό. Εντοπίζονται αρχαιοεγκληματολογικά οι όποιες επεμβάσεις στο δοσμένο τοπίο με τρόπο αντικειμενικό και στο διηνεκές. Αυτό που λέω και ο χάρτης που πάνω σε αυτή τη βάση δημιούργησα δεν είναι κάτι νέο επιστημονικά. Είναι πάγια πρακτική σε όλο τον κόσμο. Αντίθετα, η προσέγγιση του « βλέπω δεν βλέπω» όχληση και βία στη βάση της όποιας υποκειμενικής οπτικής είναι πέρα για πέρα αντιεπιστημονική, άρα και επικίνδυνη.
-Στη συζήτηση που είχαμε νωρίτερα περιγράψατε ότι με αυτές τις παρεμβάσεις που προκαλούνται στο φυσικό περιβάλλον θα καταλήξουμε να είμαστε μετανάστες στον τόπο μας…
-Ναι, εκ πρώτης όψης είναι τραβηγμένο, αλλά μέσα από την ιστορική αρχαιολογική οπτική δεν είναι. Ακριβώς η σχέση των τοπικών κοινωνιών με το ιστορικό φυσικό τοπίο τους είναι αυτό που χαρακτηρίζει την κάθε κοινωνία. Τον τρόπο ζωής της, την οικονομία της, το πώς αντιλαμβάνεται αυτό που ονομάζουμε ιδιαίτερη πατρίδα, αυτό που μακροπρόθεσμα επηρεάζει τόσο μορφολογικά όσο και πολιτισμικά το “είναι” της.
Όταν το ιστορικό φυσικό τοπίο ανατρέπεται από φυσικούς ή ανθρωπογενείς παράγοντες έχει άμεση επίπτωση για την κοινωνία. Έχουμε αρκετά αρχαιολογικά παραδείγματα πολιτισμών που ανατρέποντας το φυσικό ιστορικό τοπίο τους οδηγήθηκαν είτε σε καταρρεύσεις είτε σε μαζική μετανάστευση. Η αποξένωση των τοπικών κοινωνιών από τη γη και τον ιδιαίτερο, ιστορικό χαρακτήρα της σε οικονομικό επίπεδο είναι ένας άλλος ακόμα παράγοντας που δρα επιβαρυντικά.
Φτάνουμε σε ένα επίπεδο που τον άνθρωπο δεν τον συνδέει τίποτα με την ιστορία του και τον τόπο του. Αποκτά εν πολλοίς την οπτική του μετανάστη, αποκομμένος καθώς είναι από κάθε φυσικο-ιστορική πληροφορία. Ο τόπος του είναι «ξένος».
Μακριά από εκατομμύρια πληροφορίες που οι πρόγονοί του από γενιά σε γενιά αποκτούσαν ήδη στην παιδική κιόλας ηλικία τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις ιστορικά παρατηρούμε αύξηση της βίας, αύξηση των φαινομένων διαφθοράς, κατάρρευση των φυσικών θεσμών ή δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, οικονομική επιβράδυνση ή καταρρεύση.