Αν μία μέρα ο Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν ζωντάνευε μέσα από τα κορυφαία έργα του, τι θα μας έλεγε για την τέχνη του και τη ζωή του; Πώς αντιμετώπισε τα επώδυνα τραύματα από την απώλεια της ακοής του; Ποιες ήταν οι αδυναμίες και οι φόβοι του;
Την απάντηση αναλαμβάνει να δώσει ο γνωστός δημοσιογράφος Μηνάς Βιντιάδης, που μέσω της δουλειάς του εκπομπές επί 25 χρόνια στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και κύρια εργασία στα ΝΕΑ και τον Ταχυδρόμο με βασικό αντικείμενο τον Πολιτισμό ήρθε κοντά όχι μόνο στον μεγάλο μουσουργό, αλλά και σ’ όλες τις μεγάλες μορφές των τεχνών.
«Ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, ο Βαν Γκογκ, η Κάλας, οι ποιητές κι οι συγγραφείς, οι πολυτάραχες ζωές τους και τα θεσπέσια έργα τους, πάντα με γοήτευαν» λέει μιλώντας στην «Π» με αφορμή την παρουσίαση του έργου «Μία μέρα με τον Μπετόβεν» στο Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου.
Το ομότιτλο βιβλίο του ήταν πέρσι υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού και προέρχεται από μια σειρά με τίτλο «Γνωρίζω τους Μεγάλους Μουσουργούς κι Ερμηνευτές» που ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια με τον Μπετόβεν και τον Μότσαρτ, που θα συνεχιστεί και φέτος.
«Το έργο μου-διευκρινίζει-απευθύνεται και σε μικρούς και σε μεγάλους, στο μυαλό μου είχα μια παράσταση την οποία θα μπορούσε να δει μια οικογένεια, να μοιραστεί τη δύναμη και τη συγκίνησή της».
Μιλώντας για το Πολιτιστικό Κέντρο ο κ. Βιντιάδης τονίζει ότι έχει ήδη φανεί το μεγάλο όφελός της.
«Το Ηράκλειο-αναφέρει- μπήκε στον Χάρτη των Διεθνών Πόλεων με παραγωγές υψηλής αξίας, έξυπνα προγράμματα. Οι Κρητικοί έχουν τώρα ένα δικό τους “Μέγαρο” και μ’ αρέσει που το στηρίζουν».
Χρόνια «εφημεριδάς», ο Μηνάς Βιντιάδης έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα στη δημοσιογραφία, η οποία ακόμα εξακολουθεί να τον γοητεύει.
«Κάνω – λέει χαρακτηριστικά-σαν τρελός ακόμα! Αναπολώ τα χρόνια των “Νέων” με τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς, την είδηση να σε συγκλονίζει, το κυνήγι του χρόνου, την ένταση. Ευτυχώς αρθρογραφώ στο “Ποντίκι” και βρίσκω την ισορροπία μου».
Αν στη δουλειά βρίσκεται η ισορροπία, η ίδια η ζωή και η αξία της βρίσκεται στο νησί που μεγάλωσε, την Κάσο. Γεννημένος στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, ήρθε σε μικρή ηλικία στο μικρό νησί των Δωδεκανήσων.
«Εκεί ξαναγεννιέμαι! Η ζωή έχει άλλες αξίες στην Κάσο, αν έλθετε θα το καταλάβετε» τονίζει, ενώ όταν η συζήτηση έρχεται στην Κρήτη, αποκαλύπτει ότι η οικογένεια της μητέρας του είναι από το νησί μας, την οποία αναζήτησε σ’ ένα συγκινητικό κλίμα…
«Κάνω σαν τρελός ακόμα για τη δημοσιογραφία»
– Έχετε γράψει χιλιόμετρα στη δημοσιογραφία. Πώς μπήκε στη ζωή σας;
-Μικρός στην Κάσο, πρέπει να ήμουν 12-13, την πρώτη φορά που άκουσα ραδιόφωνο και την πρώτη μέρα που πήρα στα χέρια μου μια εφημερίδα, την ”Ομάδα”, αυτό ήταν. Είπα εγώ θα είμαι μέσα στο ραδιοφωνο, εκεί που ήταν οι μπαταρίες κι αυτή μυρωδιά του μελανιού πάνω στο χαρτί θα είναι η κολώνια μου!
-Εξακολουθεί να σας γοητεύει η δουλειά;
– Κάνω σαν τρελός ακόμα! Αναπολώ τα χρόνια των “Νέων”, με τις ατέλειωτες ώρες δουλειάς, την είδηση να σε συγκλονίζει, το κυνήγι του χρόνου, την ένταση. Ευτυχώς αρθρογραφώ στο “Ποντίκι” και βρίσκω την ισορροπία μου.
-Γιατί κατά τη γνώμη σας η δημοσιογραφία έχει πέσει σε ανυποληψία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Κατά τη γνώμη σας, ως χρόνια “εφημεριδάς”, η εφημερίδα έχει μέλλον;
-Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έκαναν τη μεγάλη ζημιά. Τώρα όλοι είναι δημοσιογράφοι, λες ένα ψέμα και το βλέπεις παντού, δεν υπάρχει εξακρίβωση, η ταχύτητα σκοτώνει. Η εικόνα καταβρόχθισε τον λόγο, ο εντυπωσιασμός υπερτερεί της πληροφορίας. Όσο για το μέλλον των εφημερίδων, θα στηριχτούν στις ηλεκτρονικές τους εκδόσεις και σε μερικούς παθιασμένους εφημεριδοφάγους.
Ποτέ δεν μ’ άρεσε να μεμψιμοιρώ, οι εποχές αλλάζουν, τα γούστα διαφοροποιούνται, το μόνο που έχω να πω σ’ όσους γράφουν ή κρατούν ένα μικρόφωνο να αναρωτιούνται αν κάθε στιγμή είναι υπερήφανοι.
«Οι πολυτάραχες ζωές των μεγάλων μορφών της τέχνης και τα θεσπέσια έργα τους πάντα με γοήτευαν»
-Πως αποφασίσατε να γράψετε για τον Μπετόβεν και μάλιστα για παιδιά;
-Οι εκπομπές που έκανα επί 25 χρόνια στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όπως και η κύρια εργασία μου στα ΝΕΑ και τον Ταχυδρόμο με βασικό αντικείμενο τον Πολιτισμό, μ’ έφεραν κοντά σ’ όλες τις μεγάλες μορφές των τεχνών. Ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν, ο Βαν Γκογκ, η Κάλας, οι ποιητές κι οι συγγραφείς, οι πολυτάραχες ζωές τους και τα θεσπέσια έργα τους πάντα με γοήτευαν.
Χρωστούσα- και στον εαυτό μου – μια σειρά με τίτλο “Γνωρίζω τους Μεγάλους Μουσουργούς κι Ερμηνευτές”, αυτή που ξεκίνησα πριν από τρία χρόνια στην Ελληνοεκδοτική, με τον Μπετόβεν και τον Μότσαρτ, που θα συνεχιστεί και το ‘24. Κι είμαι περήφανος που το βιβλίο “Μια μέρα με τον Μπετόβεν” ήταν υποψήφιο πέρυσι για το Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού.
-Ο Μπετόβεν θα ζωντανέψει στη σκηνή του Πολιτιστικού Κέντρου Ηρακλείου. Αν και τα θεατρικά σας έργα έχουν ανέβει στη σκηνή, πώς νιώθετε που ένας «ήρωάς» σας θα απευθυνθεί σε παιδιά;
-Να διευκρινίσω ότι το έργο μου απευθύνεται και σε μικρούς και σε μεγάλους, στο μυαλό μου είχα μια παράσταση την οποία θα μπορούσε να δει μια οικογένεια, να μοιραστεί τη δύναμη και τη συγκίνησή της. Γι’ αυτό και στο Πολιτιστικό Κέντρο υπάρχουν τα πρωινά παραστάσεις για σχολεία και Παρασκευή και Σάββατο βράδυ για μεγάλους.
Τα παιδιά είναι οι πιο δύσκολοι θεατές, χρειάζεται ο συγγραφέας να χρησιμοποιήσει μια “έξυπνη” γλώσσα, κατανοητή, χωρίς να τα υποτιμήσει. Νιώθω πάντα συγκίνηση όταν βρίσκομαι με παιδιά, θα επισκεφτώ και έξι σχολεία του Ηρακλείου για να τους μιλήσω και να κάνουμε μαζί ένα δρώμενο με βάση το βιβλίο. Έχω πάει, μ’ αφορμή το βιβλίο, σε πολλά σχολεία, στα Χανιά, τις Σέρρες, τον Βόλο, τη Λάρισα, τα Μέγαρα, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, έχω… χάσει τον λογαριασμό.
-Το Ηράκλειο τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει το Πολιτιστικό Κέντρο. Έχοντας την πολύχρονη εμπειρία του πολιτιστικού ρεπορτάζ, τι πιστεύετε ότι θα προσφέρει στο Ηράκλειο και στο νησί μας;
-Έχει ήδη φανεί το μεγάλο όφελος της πόλης κι αξίζει ένα μεγάλο μπράβο στον καλλιτεχνικό διευθυντή Μύρωνα Μιχαηλίδη, όπως και στη δημοτική Αρχή που τον στηρίζει. Το Ηράκλειο μπήκε στον Χάρτη των Διεθνών Πόλεων με παραγωγές υψηλής αξίας, έξυπνα προγράμματα. Οι Κρητικοί έχουν τώρα ένα δικό τους “Μέγαρο” και μ’ αρέσει που το στηρίζουν.
-Κάνοντας την έρευνά σας γι’ αυτόν τον μεγάλο μουσουργό βρήκατε πράγματα που δεν ξέρατε και σας εντυπωσίσαν;
-Ήξερα ότι ο Μπετόβεν είχε χάσει την ακοή του, για παράδειγμα, αλλά ότι έγραψε την “Ενάτη” και δεν την άκουσε ποτέ με συγκλόνισε.
-Έχετε κάποια στρατηγική, ώστε το παιδί να κρατηθεί στο βιβλίο;
-Δράση, χρήσιμες πληροφορίες, ωραίες εικόνες. Κι εδώ δεν μπορώ να μην αναφέρω την άξια εικονογράφο του βιβλίου Ράνια Ηλιάδου, που έκανε… μαγικά!
-Είναι εύκολο σήμερα με το κινητό-προέκταση του χεριού ένα παιδί να γίνει αναγνώστης;
-Πολύ δύσκολο κι εκεί οι γονείς παίζουν τον πιο σημαντικό ρόλο. Χρειάζεται έξυπνη εισαγωγή στον κόσμο της τεχνολογίας και μετά σωστή χρήση.
-Ποια η διαφορά στη συγγραφή ενός μυθιστορήματος κι ενός θεατρικού;
– Ένα μυθιστόρημα διαβάζεται, μπορεί και για ένα μήνα σε παράξενες ώρες, με τόσα γεγονότα να συμβαίνουν στη ζωή, ο αναγνώστης φαντάζεται ό,τι θέλει. Ένα θεατρικό έργο παίζεται μπροστά στον θεατή, διαρκεί μία ώρα και κάτι, δεν επικοινωνεί με τον έξω κόσμο, είναι εκεί, δεν φεύγει αν δεν σβήσουν τα φώτα.
Για τον συγγραφέα που γράφει και θέατρο και λογοτεχνία, αν εξοικιωθεί με τις φόρμες που υπάρχουν, έχει ένα μόνο στόχο: να προκαλέσει την προσοχή του κοινού, να το κρατήσει σε εγρήγορση, να τον κάνει να χαρεί που πλήρωσε για να “αγοράσει” μια ιστορία.
-Έχετε δει θεατρικά σας έργα ν’ ανεβαίνουν στη σκηνή. Πώς νιώθετε που ανάμεσα σε σας και το έργο σας παρεμβαίνει ο σκηνοθέτης και η δική του οπτική;
-Είναι περίεργη αίσθηση. Ο κάθε συγγραφέας όταν γράφει, χωρίς να το θέλει “σκηνοθετεί”, δίνει οδηγίες για τα σκηνικά, τα ρούχα, τις κινήσεις, τη δράση. Και μετά προσεύχεται να βρει μια… ”αδελφή ψυχή” στο πρόσωπο του σκηνοθέτη, που δεν θα κάνει το έργο αγνώριστο γι’ αυτόν που το έγραψε. Εγώ ήμουν γενικά τυχερός μέχρι σήμερα, οι σκηνοθέτες που συνεργάστηκα έκαναν τα έργα μου καλύτερα, ανέδειξαν το δημιούργημά μου.
«Από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο ζω στην Κάσο, εκεί ξαναγεννιέμαι»
-Εξακολουθείτε να ζείτε πολύ χρόνο στην Κάσο, τον τόπο καταγωγής σας. Πώς πήρατε την απόφαση να εγκαταλείπετε συχνά την πολύβουη Αθήνα και να πηγαίνετε σ’ένα πολύ μικρό νησί στην άκρη του χάρτη; Πως είναι η καθημερινότητά σας, τι αγαπάτε να κάνετε;
-Εκεί ξαναγεννιέμαι!Η ζωή έχει άλλες αξίες στην Κάσο, αν έλθετε θα το καταλάβετε. Όσους συναντάς θα σε καλημερίζουν, θα σε κερνάνε, θα σε οδηγούν όπου θέλεις να πας, θα σου εξηγούν ό,τι δεν καταλαβαίνεις. Σύντομα θα νομίζεις ότι τους ξέρεις όλους. Ε, εγώ τους ξέρω όλους. Είμαστε σαν μια οικογένεια οι 1.000 μόνιμοι κάτοικοι, μ’ αρέσει να περιποιούμαι τα φυτά και τα δέντρα μου, να βλέπω το υπέροχο ηλιοβασίλεμα, να κολυμπώ στο Λιβυκό, να γράφω κάτω από τον πιο έναστρο ουρανό της Ελλάδας. Λείπω καιρό και τώρα από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο ξαναγυρίζω!
-Ποια αυτονόητα δεν υπάρχουν σ’ ένα μικρό νησί;
-Ένα νησί, που με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων χαρακτηρίστηκε Ηρωικό, εφέτος μ’ αφορμή τις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από το Ολοκαύτωμά του το 1824, θα διεκδικήσει καλύτερη ζωή. Περίθαλψη, μόρφωση, εργασία για τους νέους, καλύτερες και φτηνότερες συγκοινωνίες, περισσότερη προσοχή από την κεντρική διοίκηση, ιστορική αναγνώριση.
-Στο Πορτ Σάιντ έχετε πάει;
-Πήγα το 2000 που να μην πήγαινα! Εκείνο το θαύμα των πρώτων εξήντα χρόνων του 20ού αιώνα δεν υπάρχει, οι δέκα χιλιάδες Έλληνες και Κασιώτες είναι τώρα μια χούφτα άνθρωποι. Είδα σπίτι, σχολείο, εκκλησία και δεν τα γνώρισα. Ανάμνηση θα μείνει…
«Αναζήτησα τις ρίζες μου στην Κρήτη σ’ ένα συγκινητικό κλίμα»
-Την Κρήτη τη γνωρίζετε;
-Πολύ καλά! Κάτι που δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι η οικογένεια της μητέρας μου, Μαρίνας, το γένος Καραγιαννάκη, είναι από τον Άγιο Θωμά, όπου πήγα κι αναζήτησα τις ρίζες σ’ ένα συγκινητικό κλίμα. Προπάππους μου ήταν ο καπετάν Κόρακας, κι η κουλτούρα της Κρήτης είναι βαθιά μέσα σ’έναν Κασιώτη που έζησε και ζει τόσο κοντά της!
Στις 15 και 16 Μαρτίου οι παραστάσεις στο ΠΣΚΗ
Η παράσταση θα παρουσιαστεί την Παρασκευή 15 και Σάββατο 16 Μαρτίου, στις 8 το βράδυ, στην αίθουσα «Ανδρέας και Μαρία Καλοκαιρινού», στο ΠΣΚΗ.
Το έργο του Μηνά Βιντιάδη ξετυλίγει το νήμα της ζωής και της πλούσιας καριέρας του Μπετόβεν, με τη συνοδεία κορυφαίων συνθέσεών του με τη συνδρομή ενός πιανίστα, σε μία παράσταση που απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους.
Συντελεστές: Κείμενο: Μηνάς Βιντιάδης, σκηνοθεσία: Μανώλης Ιωνάς, χορογραφία: Ρούλα Κουτρουμπέλη, σκηνική – κοστούμια: Νίκος Κασαπάκης, φωτισμοί: Μανώλης Μπράτσης, μουσική επιμέλεια: Αυγερινός Σουλόπουλος
Παίζουν: Περικλής Λιανός-Ρούλα Κουτρουμπέλη.