Όταν επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας το 2019 εφαρμόζονταν για πρώτη φορά το μεταφορικό ισοδύναμο και για την Κρήτη, ακούγόταν ως ένα μάλλον κοινότυπο αστείο. Σύμφωνα με αυτό, χρειαζόταν να βρεθούν μαζί ένας Κρητικός υπουργός, όπως ο Γιάννης Πλακιωτάκης, που είχε τότε την ευθύνη του Υπουργείου Ναυτιλίας, ένας Κρητικός γραμματέας, όπως ο Μανώλης Κουτουλάκης ως γενικός γραμματέας Νησιωτικής Πολιτικής, και ένας Κρητικός πρωθυπουργός για να διεκδικήσει και να πάρει η Κρήτη τα αυτονόητα.
Δυστυχώς φαίνεται από τις εξελίξεις ότι το αστείο δεν ήταν καθόλου αστείο, αφού όταν «κόπηκε» ένας και μόνο κρίκος της αλυσίδας με την αλλαγή ηγεσίας στο Υπουργείο Ναυτιλίας, ουσιαστικά το μεταφορικό ισοδύναμο για την Κρήτη έμμεσα έπαψε να υφίσταται.
Γι’ αυτό άλλωστε και με κοινή ανακοίνωση τους όλα τα Επιμελητήρια της Κρήτης έχουν εκφράσει γραπτά και δημόσια την έντονη δυσαρέσκεια τους για τις εξελίξεις και ειδικότερα για τις κυβερνητικές αποφάσεις σε σχέση με την Κρήτη.
Οι εκπρόσωποι των Επιμελητήριων υποστηρίζουν ότι η Κρήτη στοχοποιείται ηθελημένα από την ηγεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας, ενώ επιχειρείται να υιοθετηθούν δικλείδες «ασφάλειας» που στην ουσία στερούν τη δυνατότητα υπαγωγής στο μέτρο των Κρητικών παραγωγών κι επιχειρηματιών.
Συγκεκριμένα, με την Κοινή Υπουργική Απόφαση (αριθ. 4113.80-02/1501/29-12-2023) του αναπληρωτή υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής προκηρύσσεται η Δράση: «Πρόσκληση επιχειρήσεων» για υποβολή αιτήσεων υπαγωγής στο μέτρο «Μεταφορικό Ισοδύναμο (Μ.Ι.) επιχειρήσεων», στα νησιά της ελληνικής επικράτειας που προβλέπονται από τον ν. 4832/2021, για το έτος 2023.
Στην πρόσκληση αυτή, μεταξύ των άλλων, προβλέπονται τα εξής: α) για τις επιχειρήσεις με έδρα νησιά πληθυσμού άνω των 150.001 κατοίκων (φωτογραφίζοντας – στοχεύοντας την Κρήτη) ο κατανεμημένος προϋπολογισμός ορίζεται σε οκτώ εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το 20% του συνολικού Προϋπολογισμού της Δράσης (για τις δαπάνες του έτους 2023), β) για τις εν λόγω επιχειρήσεις, το ανώτατο ποσό χρηματοδότησης σε κάθε παραστατικό, δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% της επιλέξιμης αξίας, όταν, στην προηγούμενη Πρόσκληση για το 2022 ήταν έως 60%.
Ταυτόχρονα, το αντίστοιχο ποσοστό για τις λοιπές νησιωτικές επιχειρήσεις της χώρας κυμαίνεται στην παρούσα Πρόσκληση, από 40% έως 70%.
Όπως αναφέρεται στο παρασκήνιο, οι συγκεκριμένοι περιορισμοί από πλευράς του Υπουργείου και του αρμόδιου υφυπουργού που χειρίζεται το θέμα, είναι εσκεμμένοι και «φωτογραφικοί», σε μια προσπάθεια να περιορίσουν πόρους προς την Κρήτη, αλλά και να αποτρέψουν τους Κρητικούς με διπλούς περιορισμούς να υποβάλουν αιτήσεις για το μέτρο. Γιατί συνέβη ωστόσο όλο αυτό και γιατί μια κυβέρνηση φθάνει να τιμωρεί τον ίδιο της τον εαυτό και να υιοθετεί μέτρα που ζημιώνουν αφενός την Κρήτη και αφετέρου σημαντικό κομμάτι ψηφοφόρων της;
Η αλήθεια είναι λίγο … περίεργη και μάλλον «πονηρή». Κι αυτό γιατί, αρχικά στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του μεταφορικού ισοδύναμου όλα πήγαιναν καλά. Η Κρήτη λάμβανε από 10 – 13 εκατομμύρια ευρώ ενισχύσεις, που θεωρούνταν αφενός αντικειμενικές κι αφετέρου ικανοποιητικές, σε ένα σύνολο ενισχύσεων της τάξης των περίπου 30 εκατομμυρίων. Λάμβανε δηλαδή ενισχύσεις λίγο κάτω από το 40% από το συνολικό μεταφορικό ισοδύναμο και όχι το 20% του συνολικού προϋπολογισμού της δράσης, όπως προβλέπεται να ισχύσει με τις νέες ρυθμίσεις.
Στη συνέχεια ωστόσο αυξήθηκαν σημαντικά οι ΚΑΔ μέσω των οποίων μπορούσαν να γίνουν αιτήσεις για το μεταφορικό ισοδύναμο, αυξήθηκαν ραγδαία οι αιτήσεις από την Κρήτη και ο προϋπολογισμός της δαπάνης, η οποία δίνεται μέσα από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων, εκτοξεύθηκε στα περίπου 70.000.000 ευρώ.
Οπότε έπρεπε με κάποιο τρόπο να δικαιολογηθούν μειώσεις των δαπανών. Οι μειώσεις αυτές βέβαια, με την τροπολογία που πέρασε, θεωρούν πως μόνο η Κρήτη παίρνει πλεονάζον χρήμα λόγω του μέτρου, οπότε και πρέπει να … τιμωρηθεί.
Οι επιχειρηματίες του κλάδου ωστόσο και οι δικαιούχοι του ισοδύναμου ισχυρίζονται πως, αν κάποιοι από τους παραγωγούς ή επιχειρηματίες της Κρήτης έκαναν κάτι επιλήψιμο, μπορεί πολύ εύκολα να γίνει αντιληπτό από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και να το σταματήσουν. Τα Επιμελητήρια μάλιστα υπερθεματίζουν τις αυξήσεις των ελέγχων και ζητούν απ’ όλους τους συναρμόδιους να είναι αυστηροί ως προς την τήρηση του νόμου.
Αυτό που δεν μπορεί να γίνει δεκτό όμως, είναι η στάση του Υπουργείου Ναυτιλίας, το οποίο θεωρεί πως για το μεταφορικό ισοδύναμο μοναδικό πρόβλημα είναι η Κρήτη, οπότε μ’ έναν μάλλον «πονηρό» νομοθετικό τρόπο τη βγάζει εκτός διεκδικήσεων πρακτικά.