Οι αλλεπάλληλες δολοφονίες γυναικών συνδυαστικά με την κλιμάκωση της βίας που μας κυκλώνει, αναδύουν την κραυγαλέα ανάγκη να αναπτυχθεί ένας μεγάλος δημόσιος διάλογος μέσα στην κοινωνία για τον τρόπο με τον οποίο πορεύεται στο μέλλον, τα πρότυπα και τις σχέσεις που αναπαράγει. Η ψυχολόγος -κοινωνιολόγος Μαρία Παναγιωτάκη μιλά σήμερα στην «Π» για τα κρίσιμα αυτά ζητήματα, αναλύοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον που αναπαράγει στερεοτυπίες, συμπεριφορές και στάσεις ζωής που καταλήγουν σε φρικτά εγκλήματα.
Η συνέντευξη μαζί της έχει ως εξής:
Ερ.: Ποιες είναι οι σκέψεις που κάνετε βλέποντας τα αλλεπάλληλα περιστατικά δολοφονιών γυναικών που έχουν συγκλονίσει την ελληνική κοινωνία;
Απ.: «Πράγματι, τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια σημαντική αύξηση των γυναικοκτονιών που διακρίνονται μεταξύ άλλων και για τα ιδιαίτερα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, καθώς διαπράττονται με αξιοσημείωτη ένταση και βία. Ο εκκωφαντικός κρότος που προκαλούν διαταράσσουν τις ζωές μας, οι οποίες ούτως ή άλλως δεν ήταν και τόσο εφησυχασμένες. Μια πρώτη σκέψη είναι ότι η υποτιθέμενη πρόοδος που επικαλούμαστε μιλώντας για ανθρώπινες σχέσεις, η αποδοχή, η ισότιμη αντιμετώπιση, η ενσυναίσθηση κι ο σεβασμός, είναι έννοιες που χρησιμοποιούνται κατ’ επίφαση και όχι κατ’ ουσία.
Η κοινωνία μας, βαθιά συντηρητική, παλεύει ακόμη με τα σκοτάδια της και θέλει δρόμο πολύ για να τα διαλύσει. Με άλλα λόγια, η πατριαρχία καλά κρατεί και τα πρόσφατα περιστατικά δεν αποτελούν παρά κάτοπτρό της. Η επιβολή της δύναμης και από την άλλη πλευρά η μαθημένη υποταγή, είναι ζητήματα που καθορίζουν ακόμα τις σχέσεις των ζευγαριών. Εγώ εξουσιάζω, εσύ υπακούς. Δε θέλεις να είσαι μαζί μου, να κοιμηθείς μαζί μου, να υπακούσεις στις επιθυμίες μου; Θέλεις να είσαι αυτεξούσια, να έχεις δικές σου φιλίες, δική σου ζωή; Δε μπορείς.
Εγώ ορίζω τη σχέση, εγώ έχω τη δύναμη: αυτή είναι η ταυτότητα της τοξικής αρρενωπότητας. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ιεραρχικές και η κακοποίηση, δίχως άλλο, αποτελεί μια μορφή εξουσιαστικής βίας. Μια ακόμη σκέψη που αφορά τη σύγχρονη πραγματικότητα είναι ότι οι γυναίκες ναι, φοβούνται μεν αλλά θυμώνουν κιόλας. Μιλούν και αντιδρούν. Οπότε, φαίνεται να μην εξυπηρετούν και πολύ οι στερεοτυπικές αναφορές όπως «τυφλώθηκε από το πάθος του», «ο έρωτας τον οδήγησε στο έγκλημα» ή φταίει η περίφημη «κακιά στιγμή».
Αποτελούν ακόμη ένα βολικό περίβλημα που δίνει απλόχερα άλλοθι στο θύτη -και σ’ αυτό έχουν τεράστια ευθύνη τα ΜΜΕ ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης-. Όμως, το ότι η ωμή βία μάς ζώνει από παντού δεν αφήνει περιθώρια μονόπλευρης και στενόμυαλης αντιμετώπισης του προβλήματος. Χιλιάδες χρόνια πατριαρχίας έχουμε πίσω και ελπίζω να πάψουμε να έχουμε μπροστά. Χρόνια που παγίωσαν στην αντίληψη της κοινωνίας την οπτική των αρσενικών ως τη μόνη σωστή. Και οι γυναίκες πείστηκαν -ως ανίσχυρες, υποτελείς- ότι αυτή η πραγματικότητα της εξουσίας και της υποταγής αξίζει να επιβληθεί με έναν σχεδόν αυτοδίκαιο τρόπο.
Έμαθαν ότι ο κακοποιητικός άνδρας όταν δεν καλύπτει τις ανάγκες του μειώνει και αποδομεί τον άλλον, απειλεί και εκβιάζει, ενώ παράλληλα δείχνει και να τον «λατρεύει», επομένως οποιαδήποτε εκφοβιστική συμπεριφορά θα πρέπει να του συγχωρείται. Στο κάτω-κάτω, «είναι άντρας»!
Περιορισμένες γνώσεις
Ερ.: Τι κατά τη γνώμη σας είναι αυτό που οπλίζει το χέρι των δραστών και φτάνουν στο σημείο να αφαιρέσουν μια ανθρώπινη ζωή;
Απ.: «Η κοινή γνώμη συνδέει συχνά μια αποτρόπαια πράξη με μια νοητική ή ψυχική απόκλιση. Χρειάζεται να τονιστεί αρχικά ότι οποιαδήποτε αυθαίρετη σύνδεση της ψυχικής ασθένειας με μια εγκληματική πράξη είναι άτοπη και αντιεπιστημονική.
Το υπογραμμίζω διότι συνήθως η διαταραγμένη ψυχική υγεία γίνεται αντιληπτή ως γενεσιουργός αιτία των παραβατικών πράξεων. Τέτοιες παρερμηνείες, διασύρουν συλλήβδην τους ψυχικά νοσούντες και ενισχύουν το στίγμα της ψυχικής αρρώστιας. Συνεπώς οποιαδήποτε απόπειρα ψυχιατρικοποίησης της εγκληματικής συμπεριφοράς όχι μόνο αποτυγχάνει πλήρως να ερμηνεύσει την πράξη, αλλά εντείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και το φόβο των πολιτών απέναντί τους.
Η εγκληματολογία μας υπενθυμίζει ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει εγκληματίες. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με εγκλήματα έμφυλης βίας που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, περισσότερο κοινωνικά παρά ατομικά προσδιορισμένα. Αξίζει να τονιστεί ότι τα εγκλήματα που πλήττουν τη γενετήσια ελευθερία ανήκουν στον σκοτεινό, τον αφανή αριθμό της εγκληματικότητας. Δεν αποκαλύπτονται συχνά, δε βγαίνουν στην επιφάνεια, θάβονται κάτω από το πέπλο της σιωπής και της συγκάλυψης.
Στο πεδίο της αφανούς εγκληματικότητας οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες και ως εκ τούτου διερευνούμε τα σχετικά περιστατικά όχι μόνο με αγωνία, αλλά κυρίως με προσοχή και σύνεση. Στη δε περίπτωση των εγκλημάτων στα οποία υπάρχει έντονο το στοιχείο της έμφυλης διάστασης, ενεργοποιείται μια ολόκληρη διαδικασία σταδίων, όπου η κορύφωσή της είναι «εξόντωση» -συμβολική ή πραγματική- του «άλλου».
Πώς επιλέγεται το θύμα, πώς καθυποτάσσεται και εκφοβίζεται; Πώς κατακερματίζεται η αξιοπρέπεια και η υπόστασή του; Πώς τραυματίζεται βαθιά ο ψυχισμός του και πώς τελικά «εξοντώνεται»; Το γιατί ο θύτης του αφαιρεί την τελευταία του αναπνοή θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδοθεί σε μια ύστατη προσπάθεια ολοκληρωτικής κυριαρχίας πάνω του. Η επιβολή της εξουσίας ως το τέλος. Έχει προηγηθεί η ψυχική του ακινητοποίηση και η πλήρης ισοπέδωσή του για να ακολουθήσει με την αφαίρεση της ζωής του ο εκμηδενισμός. Το πέρασμα από την ύπαρξη στην ανυπαρξία έχει επιτευχθεί έτσι, πλήρως».
Oι ανισότητες
Ερ.: Ποιος είναι κατά την άποψη σας ο ρόλος των ανισοτήτων πάνω στις οποίες είναι δομημένη η κοινωνία και πώς αυτές αλληλεπιδρούν στη εκδήλωση της βίας της επιθετικότητας;
Aπ.: «Σε μια κοινωνία ανισοτήτων όπου η πολιτεία μέσα από τους θεσμούς της επί της ουσίας συντηρεί και αναπαράγει αυτές τις ανισότητες, η βία βρίσκει πρόσφορο έδαφος να ριζώσει και να αναπτυχθεί. Ο αδικημένος, κακοπληρωμένος -συχνά φτωχοποιημένος- και αδύναμος νέος άνθρωπος που στερείται το όνειρο και την ελπίδα, που αντιλαμβάνεται ότι άλλες κοινωνικές ομάδες ευνοούνται πολλαπλά από το κοινωνικό σύστημα, είναι πολύ πιθανό να εξωτερικεύσει το θυμό και την αγανάκτηση του με την τέλεση μιας βίαιης πράξης στην οποία αποτυπώνει την απόγνωση και την απελπισία του.
Είναι άλλωστε γνωστές οι κοινωνικές θεωρίες αιτιολόγησης της εγκληματογένεσης που τονίζουν την ένταση η οποία προκαλείται στα υποκείμενα όταν επικρατεί ανομία.
Σε κάθε βίαιη πράξη αναγνωρίζει κανείς φυλετικά, έμφυλα ή ταξικά χαρακτηριστικά δράστη και θύματος. Η καταγωγή, το επάγγελμα, η οικονομική κατάσταση, η κοινωνική θέση άλλοτε ενοχοποιούν το δράστη κι άλλοτε υποβοηθούν στη συγκάλυψή του.
Ιδίως τα ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας, ως καλά κρυμμένα μυστικά, υπογραμμίζουν μια ανισότητα αιώνων που αντιστέκεται σθεναρά στην κοινωνική εξέλιξη.
Εδώ θα πρέπει να σταθεί κανείς και στο πώς αντιλαμβανόμαστε τον άλλον. Ιδίως σε κοινωνίες πολυπολιτισμικές όπως οι δικές μας.
Το πώς προσλαμβάνουμε την ετερότητα είναι ένα πολυσύνθετο αλλά ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα. Κατανοούμε ότι ο άλλος είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος με διαφορετικές επιθυμίες, ανάγκες, αντιλήψεις, σκέψεις; Είναι ζήτημα ωρίμανσης, ενηλικίωσης αλλά και πολιτισμού.
Παράλληλα, δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε ότι ζούμε σε μια μετα- δικαιωματική εποχή, σε μια εποχή υποχώρησης του δικαιωματικού λόγου και επικράτησης του κυρίαρχου λόγου που ενισχύει την ανισότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Σήμερα το αίτημα για περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και για τη μετάβαση από το «εγώ» στο «εμείς», είναι επιτακτικό».
Eρ.: Θεωρείτε ότι το ασφυκτικό περιβάλλον της καραντίνας έχει παίξει το ρόλο του σε ό,τι αφορά στις πιέσεις που ασκούνται στην κοινωνία και δεν εννοώ μόνο σε σχέση με τον εγκλεισμό αλλά και τη φτωχοποίηση των ανθρώπων, την απομόνωση και τις δυσκολίες στην έκφραση κάθε μορφής συλλογικότητας;
Απ.: «Ο εγκλεισμός λόγω καραντίνας μάς έφερε στο «κόκκινο». Στα όριά μας. Ψυχικά, πνευματικά, κοινωνικά. Έχοντας ήδη ένα «βαρύ» παρελθόν όσον αφορά στις δυσκολεμένες ανθρώπινες σχέσεις, στα πολλά και δυσεπίλυτα ψυχικά προβλήματα, στις καθημερινές εγωκεντρικές και αντικοινωνικές πρακτικές, στην απαξίωση της πολιτικής έκφρασης αλλά και της ιδιότητας του πολίτη, στις τεράστιες ελλείψεις όσον αφορά στις προνοιακές δομές και γενικά σε ό,τι αποκαλούμε «κοινωνικό κράτος», είδαμε τα ανθρώπινα δικαιώματα να τσαλακώνονται, τους συνανθρώπους μας να πεθαίνουν, αισθανθήκαμε στο σβέρκο μας την εξουσία ως τιμωρητική και απειλητική κι εμείς, ως ανήμπορα «θύματα» αφεθήκαμε στη ροή των πραγμάτων.
Οι συλλογικότητες, η αλληλεγγύη και η κοινωνική ενσυναίσθηση είναι έννοιες που αποκτούν ξανά νόημα και τις χρειαζόμαστε. Να βρούν χώρο μέσα μας και να μας συνδέσουν με την ουσία της κοινωνίας: τη συμμετοχή, το μοίρασμα, τη σύνδεση με τον εαυτό και τον άλλο. Χρειάζεται χρόνος και κόπος για να τινάξουμε από πάνω μας αυτή τη δυσοσμία που μάς ζώνει από παντού. Αποφυλακιζόμαστε σιγά-σιγά και ίσως να τα καταφέρουμε».
“Χρειαζόμαστε μια άλλη κουλτούρα”
Ερ.: Υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για το πόσο η οικογένεια ή το σχολείο μπορούν να βάλουν φρένο σε ακραίες σε βίαιες συμπεριφορές νέων ανθρώπων σε μια κοινωνία όπου η βία αναπαράγεται σε όλες τις μορφές της… Ποια είναι η δική σας άποψη; Τι ακριβώς πρέπει να γίνει;
Απ.: «Οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις των ανθρώπων αλλάζουν πολύ αργά μέσα στο χρόνο και σίγουρα, απαιτείται πολλή δουλειά προκειμένου να θεμελιωθεί μια στάση κοινωνικής συνείδησης, ενσυναίσθησης και ουσιαστικού σεβασμού των δικαιωμάτων. Χρειαζόμαστε μια άλλη κουλτούρα, όχι απαραίτητα αυστηροποίηση των ποινών όπως πολλοί με περίσσια ζέση προτείνουν. Οι κοινωνικές συνθήκες γεννούν τη βία, οι πεποιθήσεις και οι στάσεις των ανθρώπων την ενδυναμώνουν, επομένως εκεί χρειάζεται να στραφούμε για να θεραπεύσουμε τις κοινωνικές παθογένειες.
Η οικογένεια, το σχολείο και τα ΜΜΕ μπορούν να γίνουν βασικοί πυλώνες αλλαγής. Στην οικογένεια, ας είναι οι γονείς θετικά πρότυπα για τα παιδιά. Η θετική συμπεριφορά του πατέρα προς τη μητέρα, η δίκαιη δόμηση των σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και η καθημερινή έμπρακτη επίδειξη αλληλοσεβασμού, αποδοχής, ισότιμης αντιμετώπισης των παιδιών ανεξάρτητα από το φύλο τους, καθώς και η διαπαιδαγώγηση τους σε θέματα που αφορούν κοινωνικούς ρόλους, προσδοκίες και επιταγές, δεν μπορούν παρά να είναι καθήκον ιερό της οικογένειας.
Το σχολείο από την άλλη, μέσα στο θεσμικό του πλαίσιο -και μακάρι εδώ η πολιτεία να δει την αναγκαιότητα και να την υποστηρίξει έμπρακτα- χρειάζεται να εφαρμόσει προγράμματα για την κατανόηση της έμφυλης βίας, να δώσει στα παιδιά να κατανοήσουν τι σημαίνει το φύλο ως κοινωνική κατασκευή, να εκπαιδευτούν οι μαθητές στη δημιουργία υγιών διαπροσωπικών σχέσεων όπου ο φόβος, η ντροπή, η ενοχή, ο εκφοβισμός δεν έχουν καμία θέση.
Γίνονται στα σχολεία αποσπασματικά προγράμματα αγωγής υγείας με θέμα την έμφυλη βία, αλλά χρειάζονται προγράμματα ενταγμένα στο σχολικό πρόγραμμα και προστατευμένα από πιθανές παρεμβάσεις φορέων ή γονέων που αντιδρούν. Το ποίημα του Αζίζ Νεσίν «Σώπα, μη μιλάς» είναι βαθύ και δυνατό και γνωρίζω πως συχνά αποτελεί το έναυσμα για ουσιαστικές συζητήσεις με τους εφήβους στις σχολικές τάξεις.
Να έχουμε στο νου μας βέβαια ότι έχει διαμορφωθεί και μια νεανική μουσική υποκουλτούρα -η trap μουσική όπως λέγεται- που βρίσκει πολλούς έφηβους θαυμαστές και η οποία βρίθει φαλλοκρατικών αντιλήψεων. Στους στίχους των τραγουδιών παρουσιάζεται η γυναίκα μονίμως διαθέσιμη, ως σεξουαλικό απόκτημα, ως τρόπαιο, απόλυτα εξευτελισμένη. Αυτά λοιπόν τα πατριαρχικά κατάλοιπα που ντύνονται τη σύγχρονη μουσική και δηλητηριάζουν την παιδική σκέψη, σαφώς και χρειάζεται να ξηλωθούν μέσα από την οικογένεια, το σχολείο αλλά και τα media.
Τα ΜΜΕ έχουν τεράστια ευθύνη για την αναπαραγωγή στερεοτύπων που δυναμιτίζουν βίαιες συμπεριφορές κι εδώ δεν μπορώ να μη μιλήσω για έναν δημοσιογραφικό πολιτισμό που με σοβαρότητα και κοινωνική ευθύνη θα έπρεπε να αποτυπώνεται στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Στην ερώτησή σας «τι ακριβώς πρέπει να γίνει» ο ποιητής έχει την απάντηση: «Δίνω το χέρι στη Δικαιοσύνη, διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή». Πρόκειται για θέση που με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. Η υποχώρηση της βίας είναι δυνατή μόνο με την επικράτηση της Δικαιοσύνης».