Τα βουνά της Κρήτης είναι το δικό του βασίλειο, ο «αιμοδότης» του, η αναμέτρηση με τον εαυτό του, το βάλσαμό του… Είναι «μπολιασμένος» από την Κρήτη, την οποία κουβαλά μέσα του, ψυχή και σώμα…Στα μυστικά και στις ομορφιές των κρητικών Μαδάρων τον μύησε ο παππούς του από μικρό κοπέλι.
Ο Μανώλης Ασαριώτης, γνωστός δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ, ανυπομονεί κάθε φορά να βγάλει το κοστούμι των ειδήσεων και να κατηφορίσει στην αγαπημένη του Κρήτη με το σακίδιο στην πλάτη, τα ορειβατικά και την κατσούνα του…
Είναι η δική του σειρά (και ευλογία) να μυήσει στη μαγεία της κρητικής φύσης και παράδοσης ξένους επισκέπτες μέσω του Δρομολάτη. «Γκρούβεται» όπως λέει χαρακτηριστικά στα τσιμέντα της Αθήνας και μετράει αντίστροφα για τη στιγμή που θα πατήσει και πάλι στην κορφή, κοιτάζοντας τον έναστρο ουρανό.
Η καζούρα από συναδέλφους του στην Αθήνα δεν λείπει. Συχνά τον αποκαλούν «βοσκό», τίτλος τιμής για τον ίδιο, όπως λέει.
Αν η ζωή του ήταν τοπίο, θα ήταν η θέα από το μιτάτο του Πίρου και αν ήταν μυρωδιά, φυσικά και θα ήταν φασκόμηλο.
Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά…
Θα ήθελα να μου πεις για τον Δρομολάτη. Πώς ξεκίνησε όλο αυτό το εγχείρημα, σε ποιους απευθύνεσαι και τι σημαίνει για κάποιον η συμμετοχή του σε μία τέτοια εκδρομή-πεζοπορία…
«Μία έκρηξη γέννησε τον Δρομολάτη. Μία εσωτερική έκρηξη, σε μια περίοδο που επαγγελματικά όλα μου πήγαιναν στραβά. Σε μία περίοδο που φάνηκε ξεκάθαρα ότι η ελληνική τηλεόραση δεν έχει μέλλον. Τότε, λοιπόν, γεννήθηκε στο μυαλό ο Δρομολάτης, η απόφαση ελήφθη και πολύ γρήγορα πήρε σάρκα και οστά.
Μπορεί «δρομολάτης» να είναι ο πεζοπόρος (όχι φυσικά με τη σημερινή έννοια, γιατί στο παρελθόν κανένας δεν περπατούσε από ευχαρίστηση, αλλά από ανάγκη), αλλά ο Δρομολάτης δεν είναι μόνο πεζοπορία.
Απευθύνεται σε όσους θέλουν να γνωρίσουν την πραγματική Κρήτη πεζοπορώντας. Όρη, φαράγγια, παραλίες, αλλά μέσα από τα πανέμορφα μονοπάτια και όχι με το αυτοκίνητο.
Απευθύνεται σε εκείνους που δεν αρκούνται σε μία ξαπλώστρα κάποιας πανέμορφης παραλίας, αλλά θέλουν να βιώσουν για λίγες μέρες Κρήτη.
Τα ταξίδια του Δρομολάτη είναι ένας συνδυασμός πεζοπορίας και επίσκεψης. Στο τραπέζι του φαγητού προσπαθώ να παρουσιάσω στους φιλοξενούμενους την κρητική διατροφή, πώς ήταν, πώς έχει μεταλλαχθεί μέσα στον χρόνο. Επιχειρώ να τους δείξω τι σημαίνει κρητικό γλέντι, ακόμα και τους κανόνες που ακολουθούμε σε αυτό».
Ο Μανώλης Ασαριώτης κοπέλι ακόμα, μυήθηκε από τον παππού του και τώρα είναι η δική του σειρά να μυήσει τους ξένους επισκέπτες
Έχω την αίσθηση ότι ο «Δρομολάτης» και η επαφή σου με την Κρήτη είναι η δική σου ψυχοθεραπεία…
«Γκρούβομαι στην πόλη, γκρούβομαι στα τσιμέντα. Το πρώτο δευτερόλεπτο, που θα κατέβω απ’ τη Μαδάρα σχεδιάζω στο μυαλό μου την επόμενη ανάβαση, την επόμενη διαμονή κάτω από τα άστρα, επάνω στην κορφή. Μάλλον πως είναι η ανάγκη μου να μην φύγω…
Όταν μου βγορίζει η Μαδάρα, αλλάζουν τα πάντα μέσα μου. Γίνομαι άνθρωπος, γιατί νιώθω πως είμαι «σπίτι» μου».
Ας γυρίσουμε όμως πίσω στα παιδικά σου χρόνια. Όπως διαβάζω στο dromolatis.gr, ξεκίνησες να περπατάς στο βουνό από 9 ετών. Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας κάποιες αναμνήσεις σου από την εποχή εκείνη που μάλλον σε έχει σημαδέψει; Είσαι, θα έλεγα, μπολιασμένος από Κρήτη.
«Σε εκείνη την ηλικία περνούσα πολύ χρόνο με τον παππού μου. Μανιώδης κυνηγός ο Φραγκιαδάκης, κάθε πρωί έβγαινε στο βουνό. Ακόμα και την περίοδο απαγόρευσης του κυνηγιού, έβγαινε μόνο με τους σκύλους του. Δίπλα του κι εγώ. Κάπως έτσι ξεκίνησε…
Θυμούμαι που ήθελε να με σκληραγωγήσει και περνούσε επίτηδες μέσα από ασπαλάθους και δεν έκανε τον γύρο. Αν κοντοστεκόμουν, φώναζε: «σάλευε, ήντα ανιμένεις;».
Πάντα με μια κατσούνα στο χέρι… πάντα μ’ ένα σφαλιχτάρι στη μέση… Όλα αυτά μπήκαν στο DNA, νομίζω».
Τι γεύση έχει η ελευθερία στην κορυφή;
«Έχει τη γεύση του ίδρωτα, έχει ένα κάψιμο στα πόδια, έχει την αίσθηση της νύστας, γιατί ξύπνησες πρωί-πρωί για να φτάσεις, έχει ένα βάρος στην πλάτη, αλλά… Αλλά έχει και ένα εκατομμύριο θετικά, που δεν μπορώ να τα περιγράψω με τα λόγια. Σίγουρα έχει ωραία θέα».
Να επιστρέψουμε όμως στον Δρομολάτη… Θέλεις να μας μεταφέρεις τις εντυπώσεις «συνοδοιπόρων» σου; Πώς τους φάνηκε όλη αυτή η εμπειρία; Θυμάσαι κάποια ξεχωριστή στιγμή;
«Τα μέρη μας είναι πανέμορφα. Υπάρχουν διαφορές με τα βουνά που εκείνοι περπατούν. Για να είμαστε ειλικρινείς, όμως, δεν είναι μόνο το πεζοπορικό κομμάτι που τους ενθουσιάζει.
Αυτό που λατρεύουν είναι ο κόσμος μας, η απλότητά μας, η φιλοξενία μας, η ιστορία μας, τα έθιμά μας και ο τρόπος με τον οποίο όλα αυτά τα παντρεύουμε με την καθημερινότητα, την τεχνολογία και το «σήμερα».
Στις Κουρούτες Αμαρίου, ένα χωριό χωρίς τουρισμό, μπήκαμε στο καφενείο άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Ο πρώτος, που μας είδε, είπε τη γνωστή (σ’ εμάς) φράση: «κέρασέ τσι» και, όταν το εξήγησα στους Βρετανούς φιλοξενούμενούς μου, εντυπωσιάστηκαν. Ξετρελάθηκαν, όταν τους είπα πως πρέπει να πουν «γεια μας» με την πρώτη τους γουλιά στον άνθρωπο που κέρασε.
Ξετρελάθηκαν, όταν τους εξήγησα πως καλό θα ήταν να κεράσουν εκείνοι τον επόμενο, που θα μπει στο καφενείο. Πολύ γρήγορα τους έκανα «ένα» με το χωριό.
Φεύγοντας, παραδέχθηκαν ότι ήταν κάτι που θα τους μείνει αξέχαστο».
Αν η ζωή σου ήταν ένα τοπίο, ένα φαγητό, μία μυρωδιά και μία μαντινάδα, ποια θα ήταν;
«Για τοπίο διαλέγω χωρίς δεύτερη σκέψη τη θέα από το Μιτάτο του Πιρού, του καλού φίλου Γιάννη Παπασήφη, εκεί όπου τα πάντα έχουν διαφορετική γεύση, ακόμα κι ο καφές, εκεί όπου λειτουργούν όλες οι αισθήσεις τ’ ανθρώπου ταυτόχρονα: όραση, ακοή, όσφρηση.
Στο φαγητό θα μείνω «πιστός» στο βραστό με μπόλικο αλάτσι και λεμόνι.
Η μυρωδιά που κάνει τα ρουθούνια μου ν’ ανοίγουν διάπλατα και διαπερνά όλα τα νεύρα του εγκεφάλου είναι μία: του φασκόμηλου.
Όσο για τη μαντινάδα; Επιλέγω μια που λέει ο Μαρτσάς (Αντώνης Μαρτσάκης βιολάτορας της Κισσάμου): «Καλιά στα όρη άρχοντας, παρά στον κάμπο δούλος, θωρώ τον κόσμο από ψηλά κι είναι δικός μου ούλος. «Είναι κι η αγαπημένη του γιου μου άλλωστε».
«Ο βοσκός, για μένα, είναι τίτλος τιμής»
Σε αντίθεση με άλλους που ενδεχομένως δεν θεωρούν πολύ «σικ» να προβάλλουν την «ταυτότητά» τους, εσύ το διατρανώνεις σε κάθε ευκαιρία… πολλά από τα άρθρα σου έχουν αφετηρία ή ερεθίσματα από την Κρήτη η προσωπική σου σελίδα στο Facebook είναι γεμάτη από μαντινάδες, κρητικά τραγούδια και φωτογραφίες από την Κρήτη και τις εμπειρίες σου από τον Δρομολάτη…
«Η συμπεριφορά του ανθρώπου και ο χαρακτήρας του διαμορφώνονται από πολλούς παράγοντες.
Ένας από αυτούς είναι και οι προσλαμβάνουσες που έχεις.
Η Κρήτη για μένα είναι τα 2/3 της ζωής μου. Το άλλο 1/3 είναι η οικογένειά μου.
Οι μαντινάδες είναι ένας τρόπος έκφρασης, τα γνήσια τραγούδια του τόπου μας είναι σκέτη ποίηση, οι φωτογραφίες είναι απεικόνιση εμπειριών και μία προσπάθειά μου να ταρακουνήσω κάποιους να δουν τι χάνουν.
Το Facebook, που λες, είναι προσωπικός χώρος.
Αναρτώ, λοιπόν, ένα κομμάτι της προσωπικότητάς μου».
Αλήθεια, συνάδελφοι σου σε πειράζουν γι’ αυτό το «κόλλημα» με την Κρήτη;
«Νομίζουν πως με πειράζουν. Συχνά με αποκαλούν «βοσκό». Εκείνοι το βλέπουν πείραγμα, εγώ το θεωρώ «τίτλο τιμής». Μάλλον εκείνοι έχουν στο μυαλό τους τα όποια αρνητικά έχουν δει κατά καιρούς σ’ έναν βοσκό και εγώ μόνο τα θετικά.
Τους κάνει εντύπωση όταν χρησιμοποιώ λέξεις που αγνοούν και μου ζητούν να μιλώ «ελληνικά». Στο παρελθόν απαντούσα, ίσως λίγο εκνευρισμένος, τώρα πια όχι.
Είναι και άλλοι που λατρεύουν τις μαντινάδες και τη δυνατότητα να πεις σε τριάντα συλλαβές όσα άλλοι αποτύπωσαν σε ένα ολόκληρο βιβλίο».