ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς από τις Βρυξέλλες

Το συλλαλητήριο δεν θα έχει επιπτώσεις στη διαπραγμάτευση για το ζήτημα του ονοματολογικού και του αλυτρωτισμού της πΓΔΜ, δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς από τις Βρυξέλλες, λίγο μετά τη λήξη του Συμβουλίου υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ.

«Η προσέλευση στο συλλαλητήριο ήταν μια έκφραση της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος της χώρας, ήταν έκφραση της αγωνίας πολλών Ελλήνων που καμιά φορά λανθασμένα ταυτίζουν τη διαπραγμάτευση για το όνομα με την τύχη της ελληνικής Μακεδονίας και ήταν ένα συλλαλητήριο που αναπτύσσει περαιτέρω τις μορφές δημόσιου διαλόγου -άλλοτε με καλό τρόπο, άλλοτε όχι. Δεν νομίζω όμως ότι έχει επίπτωση πάνω στη διαπραγμάτευση για το ζήτημα του ονοματολογικού και του αλυτρωτισμού της γείτονος χώρας.

Όσον αφορά τον αλυτρωτισμό, είναι ολοφάνερο ότι υποστηρικτικά δρα κάθε έκφραση που καταδικάζει τον αλυτρωτισμό. Όσον αφορά το ονοματολογικό, αυτό θα το λύσουμε με βάση τις μελλοντικές προοπτικές σταθερότητας και ασφάλειας της περιοχής, τον ρόλο της ελληνικής διπλωματίας και την ανάγκη η χώρα μας να παίξει έναν πρωτεύοντα ρόλο στην περιοχή. Και όπως λέω πάντα, αντιλαμβάνομαι αυτούς που είναι φυλακισμένοι στην ιστορία, αλλά η ιστορία θα πρέπει να είναι σχολείο», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών.

Συνεχίζοντας, ο Ν. Κοτζιάς ανέφερε ότι το ονοματολογικό θα λυθεί με βάση τις μελλοντικές προοπτικές σταθερότητας και ασφάλειας της περιοχής, τον ρόλο της ελληνικής διπλωματίας και την ανάγκη η Ελλάδα να παίξει έναν πρωτεύοντα ρόλο στην περιοχή. Σημείωσε ότι «είμαστε κοντά σε ορισμένα θέματα λύσεων», ωστόσο πρέπει να υπάρξει ακόμα επεξεργασία. Σύμφωνα με το Ν. Κοτζιά, στις 24 Ιανουαρίου που θα συναντηθεί ο Έλληνας πρωθυπουργός για πρώτη φορά με τον νέο πρωθυπουργό της πΓΔΜ, Ζόραν Ζάεφ, στο Νταβός της Ελβετίας, θα γίνουν συζητήσεις και θα δείξουν προς τα πού κινούμαστε.

Ερωτηθείς αν στο σημερινό Συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ υπήρξε ενδιαφέρον από ομολόγους του σε σχέση με τις εξελίξεις στο ονοματολογικό, ο Ν. Κοτζιάς απάντησε ότι οι εταίροι της Ελλάδας πάντα ενδιαφέρονται για το πού βρίσκεται η διαδικασία διαπραγμάτευσης τόσο με την πΓΔΜ όσο και με την Αλβανία και πως όταν ερωτάται ενημερώνει στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.

«Εμάς δεν μας πιέζει κανείς. Ούτε επιτρέπουμε να μας πιέσει ο οποιοσδήποτε. Η ελληνική διπλωματία αξιοποιεί την πίεση που έχει η άλλη πλευρά για να ανοίξει την ευρωπαϊκή της πορεία. Αυτό εμάς δεν μας πιέζει», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών.

Ερωτηθείς αν στο ονοματολογικό θα παίξει κάποιο ρόλο η βουλγαρική προεδρία της ΕΕ, ο Ν. Κοτζιάς απάντησε ότι η Βουλγαρία δεν είναι μέρος της διαπραγμάτευσης, σημειώνοντας ότι η διαπραγμάτευση διευκολύνθηκε όταν οι Ευρωπαίοι κατάλαβαν ότι δεν πρέπει να «ανακατεύονται». Όσον αφορά το ΝΑΤΟ, ο Ν. Κοτζιάς υπενθύμισε ότι δεν θα αφήσει να ενταχθεί η πΓΔΜ αν δεν ικανοποιήσει τους όρους που απαιτεί η Συμμαχία και αν δεν λύσει τα εκκρεμή ζητήματα.

Ερωτηθείς αν ισχύει ότι η διεύρυνση στο ΝΑΤΟ χρειάζεται την ομοφωνία των κρατών-μελών, ο Ν. Κοτζιάς απάντησε θετικά. Υπενθύμισε, πάντως, ότι το 2008 στο Βουκουρέστι δεν είχε τεθεί θέμα «βέτο», καθώς σύμφωνα με τα πρακτικά, η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών (14 στο δείπνο και 17 στη συζήτηση) είχαν ταχθεί υπέρ των ελληνικών θέσεων. «Όταν υπάρχει συντριπτική πλειοψηφία με το μέρος σου δεν υπάρχει κανένα θέμα βέτο», ανέφερε ο Ν. Κοτζιάς.

Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις με την Αλβανία, ο Ν. Κοτζιάς εξέφρασε την ικανοποίησή του, λέγοντας ότι έχει γίνει μεγάλο βήμα, καθώς Ελλάδα και Αλβανία συμφώνησαν σε σημεία όπου υπήρξαν διαφωνίες ή εκκρεμότητες τα τελευταία 70 χρόνια, κάτι το οποίο αναμένεται να πιστοποιηθεί και κατά τη συνάντηση που θα έχει ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον πρωθυπουργό της Αλβανίας, Έντι Ράμα στο Νταβός. Όπως ανέφερε ο Ν. Κοτζιάς, η αλβανική κυβέρνηση είχε το θάρρος να ψηφίσει δύο εκτελεστικούς νόμους (βάσει της συμφωνίας του 2009) και να ξεκινήσουν οι διαδικασίες αναζήτησης και εκταφής Ελλήνων αξιωματικών.

Εξάλλου, ο Ν. Κοτζιάς ανέφερε ότι στο χθεσινό Συμβούλιο συζητήθηκε το θέμα της Λιβύης, όπου ο ίδιος υπογράμμισε την ανάγκη ειρηνευτικής διαδικασίας, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πλευρές και παράλληλα ενημέρωσε τους ομολόγους του ότι το πρώτο εξάμηνο του 2018 ανοίγει ελληνική πρεσβεία που θα φιλοξενήσει και άλλα κράτη, όπως την Κύπρο.  Σχετικά με τη συζήτηση για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, παρουσία του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς, ο Ν. Κοτζιάς ανέφερε ότι το ζητούμενο είναι πώς θα μπορέσει η Ευρώπη να παίξει τον ρόλο του έντιμου διαμεσολαβητή ανάμεσα στα μέρη και να βοηθήσει ώστε τρίτες χώρες να συμμετάσχουν σε μια ειρηνευτική διαδικασία και να παίξουν βοηθητικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις.

Τέλος, όσον αφορά την επέμβαση της Τουρκίας στη Συρία, ο Ν. Κοτζιάς εξέφρασε την ανάγκη όλα να γίνονται με βάση το διεθνές δίκαιο.

Η Φώφη Γεννηματά

“Θέλουμε λύση” λέει η Φώφη

Η Φώφη Γεννηματά με εκτενή παρέμβασή της  σχολίασε τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στο ζήτημα της διαπραγμάτευσης για το όνομα της ΠΓΔΜ και την τακτική της κυβέρνησης μετά το συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη, υποστηρίζοντας ότι απουσιάζει πλήρως η υπευθυνότητα. Ταυτόχρονα επανέλαβε με έμφαση τη θέση του Κινήματος Αλλαγής: «Θέλουμε λύση με σύνθετη ονομασία για όλες τις χρήσεις και απαραιτήτως με τις αναπόσπαστες από αυτήν συμπληρωματικές εγγυήσεις για αποτροπή ενεργειών αλυτρωτισμού, προπαγάνδας και καταστρατήγησης του πνεύματος και της ουσίας των όσων θα συμφωνηθούν».

Όπως αναφέρει η κ. Γεννηματά, το Κίνημα Αλλαγής σέβεται «τις γνήσιες ευαισθησίες του ελληνικού λαού» και συμμερίζεται «την αγωνία των πολιτών για μια έντιμη λύση που θα προστατεύει τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας και θα οδηγεί σε πλήρως ομαλές σχέσεις με τα Σκόπια και σταθερότητα στα Βαλκάνια».

Η κ. Γεννηματά αποδοκίμασε τις «έξαλλες φωνές που έρχονται από ένα σκοτεινό παρελθόν» και επισήμανε πως «η μη λύση παρατείνει το τέλμα και το αδιέξοδο και ενέχει τον κίνδυνο να εξυπηρετεί τελικά μόνο τα Σκόπια. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής κανενός ότι η γειτονική χώρα έχει αναγνωρισθεί από 140 χώρες περίπου με το συνταγματικό της όνομα (“Δημοκρατία της Μακεδονίας”). Τα διεθνή μέσα επικοινωνίας την αποκαλούν νέτα-σκέτα Μακεδονία. Η γειτονική χώρα μονοπωλεί δηλαδή το όνομα “Μακεδονία”. Αυτό θέλουμε; Όχι βέβαια. Γι’ αυτό θα πρέπει να το αποτρέψουμε αλλά με αποτελεσματική λύση που θα ακυρώνει αυτές τις παραχαράξεις, γεωγραφικές, ιστορικές, πολιτιστικές».

Η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής αναφέρει ακόμη ότι «η παράταξή μας έκανε επανειλημμένες προσπάθειες στο παρελθόν για την επίλυση του ζητήματος, αλλά η αδιαλλαξία της άλλης πλευράς – των Σκοπίων – απέτρεψε τη λύση», σημειώνοντας ότι το 1995 με την Ενδιάμεση Συμφωνία, ομαλοποιήθηκαν οι σχέσεις με τη γειτονική χώρα και το 2001 η κυβέρνηση Σημίτη επεδίωξε λύση με σύνθετη ονομασία γεωγραφικού προσδιορισμού – όλες όμως οι προσπάθειες ναυάγησαν λόγω της εθνικιστικής αδιαλλαξίας των Σκοπίων.

Η Φώφη Γεννηματά επέκρινε έντονα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ και προσωπικά τον πρωθυπουργό για τους χειρισμούς του. «Χειρίζεται το θέμα με ασυγχώρητη επιπολαιότητα, ερασιτεχνισμό και διγλωσσία. Απουσιάζει η υπευθυνότητα. Άλλα λέει ο Τσίπρας και άλλα ο Καμμένος, ο οποίος πρωταγωνιστεί σε αντιφατικά ασυνάρτητες τοποθετήσεις. Η κυβέρνηση καταφεύγει στην “εν κρυπτώ διπλωματία” και προφανώς συνάπτει μυστικές συμφωνίες, όπως μαρτυρούν και οι πρόσφατες δηλώσεις του Μ. Νίμιτς.

Σπέρνουν τις θύελλες της σύγχυσης και του φανατισμού και απειλούν με αδιέξοδο τη διαδικασία και με εθνική ήττα τη χώρα», τόνισε η κ. Γεννηματά. Παράλληλα, η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής έβαλε στο στόχαστρο και τη ΝΔ, λέγοντας ότι «δεν έχει ούτε καθαρή και σταθερή θέση πάνω στο θέμα ούτε υπεύθυνη και ψύχραιμη στάση. Αποφεύγει πεισματικά να διευκρινίσει εάν υπάρχει και ισχύει εθνική γραμμή. Οι τοποθετήσεις του Βουκουρεστίου φαίνεται να αμφισβητούνται. Η Ν.Δ. φαίνεται ότι σύρεται στις αντιδράσεις της από τα πλέον ακραία εθνικιστικά στοιχεία, ενώ επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τις εθνικές αγωνίες και ευαισθησίες, όπως κάνει ακόμη και με το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης».

Η κ. Γεννηματά κατέληξε υπογραμμίζοντας ότι «το χρονίζον θέμα της ονομασίας της γειτονικής μας χώρας, της ΠΓΔΜ, θα πρέπει να λυθεί με τρόπο που να διασφαλίζει πλήρως τα ελληνικά συμφέροντα, να σέβεται τις ευαισθησίες μας και να εγγυάται απόλυτα ομαλές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες στο μέλλον».