Μιλάει στην “Π” ο διευθυντής του προγράμματος Αντ. Μαγουλάς
Ένα μεγάλο ατύχημα κρύβει μια μεγάλη ευκαιρία! Αυτό ισχύει στην περίπτωση της πετρελαιοκηλίδας στη Ν. Αττική, που στέκεται η αφορμή για να οργανωθεί ένα μεγάλο διεπιστημονικό πρόγραμμα παρακολούθησης της απόκρισης του οικοσυστήματος στη ρύπανση, όπως αναφέρει, σε συνέντευξή του στην «Π» ο διευθυντής του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών του ΕΛΚΕΘΕ, δρ. Αντώνης Μαγουλάς.
Ο κ. Μαγουλάς μιλά για τα προγράμματα που τρέχουν στο Ινστιτούτο και αναφέρει κατά πόσο η κρίση έχει επηρεάσει το έργο που γίνεται στο ΕΛΚΕΘΕ.
Η συνέντευξη
Το κείμενο της συνέντευξης έχει ως εξής:
Ποια είναι η εκτίμηση του ΕΛΚΕΘΕ για τη ζημιά που έχει υποστεί η Νότια Αττική λόγω της πετρελαιοκηλίδας;
«Το ατύχημα με τη βύθιση του δεξαμενόπλοιου «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ» προκάλεσε σοβαρά προβλήματα ρύπανσης στην ακτογραμμή της ανατολικής Σαλαμίνας και της Αττικής, κυρίως από τον Πειραιά μέχρι τη Γλυφάδα. Το μέγεθος του προβλήματος ήταν δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με την ποσότητα των πετρελαιοειδών που απελευθερώθηκαν στο περιβάλλον και αυτό διότι το ατύχημα συνέβη σε κλειστή θαλάσσια λεκάνη που χαρακτηρίζεται από μεγάλο μήκος ακτών, μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού, τουριστικές δραστηριότητες κλπ.
Η εμπειρία αλλά και τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν ότι το πρόβλημα της ρύπανσης δεν αφορά τόσο στη μάζα του νερού (ή στη στήλη του νερού, στη γλώσσα της ωκεανογραφίας), η οποία μπορεί να ανακάμπτει σχετικά γρήγορα, όσο στους ρύπους που μένουν στις αμμουδιές και τα βράχια των ακτών και κυρίως σε αυτούς που κατακάθονται στα ιζήματα και στα σκληρά υποστρώματα του πυθμένα.
Είναι εκεί ακριβώς που είναι δύσκολη και η αποτίμηση των επιπτώσεων της ρύπανσης και της παρακολούθησης της πορείας ανάκαμψης των οικοσυστημάτων. Ευτυχώς στις μέρες μας διαθέτουμε εργαλεία που δίνουν πρωτοφανείς δυνατότητες μελέτης των οργανισμών και των πληθυσμών. Χρησιμοποιώντας προσεγγίσεις γενετικής και γονιδιωματικής μπορούμε να έχουμε πληροφορίες για τις αλλαγές που συμβαίνουν στη δομή και τη λειτουργία του συνόλου των οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων και των μικροβίων.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, διότι τα μικρόβια αφενός παίζουν καθοριστικό ρόλο στις διαδικασίες με τις οποίες αποκρίνονται τα οικοσυστήματα στη ρύπανση (μερικά μικρόβια διασπούν τα πετρελαιοειδή) και αφετέρου η μελέτη τους ήταν αδύνατη πριν από μερικά χρόνια. Ήδη έχουμε ξεκινήσει μία προσπάθεια ως Ινστιτούτο και ως Κέντρο, να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία που δίνει το ατύχημα της ρύπανσης κι εδώ φαίνεται να ισχύει το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», για να οργανώσουμε ένα μεγάλο διεπιστημονικό πρόγραμμα παρακολούθησης της απόκρισης του οικοσυστήματος στη ρύπανση, χρησιμοποιώντας όλες τις διαθέσιμες σύγχρονες προσεγγίσεις και μέσα».
Το Ινστιτούτο σας συμμετέχει μεταξύ άλλων στις υποδομές EMBRC και LifeWatch. Ποια είναι η σημασία αυτού του γεγονότος;
«Πράγματι, το ΙΘΑΒΒΥΚ συμμετέχει, με συντονιστικό ρόλο σε εθνικό επίπεδο, στις πανευρωπαϊκές υποδομές (ESFRI) «EMBRC», που σκοπό έχει τη βιώσιμη αξιοποίηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων με εστίαση σε σύγχρονες μεθοδολογίες και τεχνολογίες, όπως η βιοτεχνολογία και η γονιδιωματική, και LifeWatch, που στοχεύει στη με ηλεκτρονικά μέσα καταγραφή, ανάλυση, παρουσίαση και διάθεση στο επιστημονικό αλλά και το ευρύ κοινό δεδομένων της βιοποικιλότητας.
Το Ινστιτούτο συμμετέχει επίσης, χωρίς συντονιστικό ρόλο, και στις υποδομές «ELIXIR» και «BIOIMAGING», ενώ το Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του ΕΛΚΕΘΕ έχει τον συντονισμό των υποδομών «EMSO» και «EURO-ERGO».
Έτσι το ΕΛΚΕΘΕ συμμετέχει συνολικά σε έξι υποδομές ESFRI, αριθμός που πιθανότατα είναι ο υψηλότερος μεταξύ όλων των ερευνητικών κέντρων στην Ελλάδα. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, διότι οι υποδομές ESFRI δημιουργήθηκαν με σκοπό να παρέχουν πρόσβαση στο σύνολο των Ευρωπαίων (και όχι μόνο) ερευνητών, με συντονισμένο και συνεργιστικό τρόπο, στις εθνικές υποδομές, οι οποίες άλλως παραμένουν απομονωμένες και ασύνδετες σε ένα κατατεμαχισμένο χώρο έρευνας. Πιστεύω ότι είναι πολύ πιθανό ότι το ευρωπαϊκό ερευνητικό γίγνεσθαι τις επόμενες δεκαετίες θα περνάει κυρίως μέσα από υποδομές αυτού του τύπου».
Οι θάλασσές μας
Πόσο τελικά έχουν αλλάξει οι θάλασσές μας τα τελευταία χρόνια;
«Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δεν έχουν υπάρξει μέχρι τώρα μείζονες αλλαγές ή αλλαγές καταστρεπτικές για το θαλάσσιο περιβάλλον και το οικοσύστημα. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια γενική αντίληψη για τη μείωση των ιχθυοαποθεμάτων, η οποία επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα μελετών, αλλά δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ειδικών για το μέγεθος και τη σοβαρότητα του προβλήματος.
Επίσης, πλήρης συμφωνία δεν υπάρχει και για τις αιτίες του φαινομένου, αν και συνήθως η υπεραλίευση είναι που ενοχοποιείται. ΟΙ Λεσεψιανοί μετανάστες αυξάνουν σημαντικά τη συχνότητά τους στη Μεσόγειο, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην αύξηση της θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής και συνιστούν δυνητικά σοβαρό κίνδυνο για την ισορροπία των οικοσυστημάτων. Πάντως, μέχρι τώρα δεν έχει εξαφανιστεί κανένα γηγενές είδος, ούτε και έχει υπάρξει περίπτωση δραστικής μείωσης του πληθυσμιακού μεγέθους κάποιου είδους, εξαιτίας του ανταγωνισμού από τους Λεσεψιανούς μετανάστες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το φαινόμενο της Λεσεψιανής μετανάστευσης δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους, αφού είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο η αύξηση του πληθυσμού ενός ξενικού είδους να πάρει ξαφνικά καταστρεπτικές διαστάσεις και οι συνέπειες να φτάσουν σχεδόν μέχρι και την εξάλειψη των γηγενών πληθυσμών. Κάτι τέτοιο συνέβη, για παράδειγμα, στη Μαύρη Θάλασσα τη δεκαετία του ΄80 με την εισαγωγή του ξενικού είδους Mnemiopsis leidyi (κτενοφόρο), κατά πάσα πιθανότητα με τα νερά έρματος των πλοίων. Ο οργανισμός αυτός έφτασε να έχει μια απίστευτη πυκνότητα τετρακοσίων ατόμων ανά κυβικό μέτρο νερού, με αποτέλεσμα σχεδόν να εξαφανιστεί ο γαύρος, που αποτελούσε μέχρι τότε το κυρίαρχο είδος ψαριού και το πρώτο αλιευόμενο είδος».
Η κρίση
Η κρίση πόσο έχει «χτυπήσει» το ΕΛΚΕΘΕ από πλευράς χρηματοδότησης;
«Η οικονομική κρίση πιστεύω ότι δεν έχει «χτυπήσει» τα ερευνητικά κέντρα άμεσα, ως κρίση αυτή καθεαυτή (άλλωστε η χρηματοδότηση της έρευνας στην Ελλάδα έχει τα τελευταία χρόνια αυξηθεί), αλλά έμμεσα μέσω των διακυμάνσεων στη ροή της χρηματοδότησης και της σκληρής γραφειοκρατίας που έχει επιφέρει ή τουλάχιστον έχει ενισχύσει.
Υπάρχουν μεγάλες περίοδοι έλλειψης εθνικής χρηματοδότησης με αποτέλεσμα να πλήττονται κυρίως οι συμβασιούχοι εργαζόμενοι, που καλύπτονται μισθοδοτικά από τα ερευνητικά έργα και που μένουν χωρίς συμβάσεις στις περιόδους που υπάρχει κενό χρηματοδότησης.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από την αυξημένη γραφειοκρατία στη διαχείριση των έργων εθνικής χρηματοδότησης, που συχνά καταλήγει στο να εξουθενώνει και να απογοητεύει το ερευνητικό προσωπικό. Στο ΕΛΚΕΘΕ, πάντως, δεν έχει αποχωρήσει κανείς από τους εκλεγμένους ερευνητές, είναι μόνο ένας περιορισμένος αριθμός συμβασιούχων, που, για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, αναζήτησαν αλλού το επαγγελματικό τους μέλλον.
ΣΤΟ ΙΘΑΒΒΥΚ έχουν εγκριθεί και πρόκειται να ξεκινήσουν σύντομα δύο μεγάλα εθνικά έργα, τα οποία δίνουν εξαιρετικές αναπτυξιακές δυνατότητες προς νέες, σύγχρονες ερευνητικές κατευθύνσεις, αλλά και εισάγουν στο Ινστιτούτο μια περίοδο οικονομικής ευρωστίας. Πρόκειται για το έργο «Ενοποιητικές κατευθύνσεις στη θαλάσσια βιολογία» (ΚΡΗΠΙΣ ΙΙ), το οποίο αξιολογήθηκε πρώτο μεταξύ των τριάντα προτάσεων που υποβλήθηκαν από όλα τα ερευνητικά ινστιτούτα της χώρας, και το έργο «Κέντρο για τη μελέτη και τη βιώσιμη εκμετάλλευση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων», το οποίο αποτελεί μια εθνική ερευνητική υποδομή που βασίζεται στη συμμετοχή του ΙΘΑΒΒΥΚ στην ευρωπαϊκή υποδομή ESFRI «EMBRC».
H συνολική χρηματοδότηση και από τα δύο αυτά έργα ανέρχεται περίπου στα πέντε εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία τα τρία αφορούν στο Ινστιτούτο και τα δύο σε εταίρους του στο δεύτερο έργο, από την Κρήτη (Παν/μιο Κρήτης, ΙΤΕ, Πολυτεχνείο Κρήτης, ΤΕΙ Κρήτης) και εκτός Κρήτης (Παν/μιο Αθήνας, Παν/μιο Αιγαίου).»