Συνολικό σχέδιο για την προστασία και τη φροντίδα των ασυνόδευτων παιδιών που έχουν φτάσει στη χώρα μας μέσω των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και ζουν υπό άθλιες συνθήκες ενεργοποιεί η κυβέρνηση.
Η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι η μεταφορά 2.500 ασυνόδευτων ανηλίκων που βρίσκονται σε καταυλισμούς όπως η Μόρια και 1.300 που αγωνίζονται να επιβιώσουν εκτός οργανωμένων κέντρων σε δομές μακροχρόνιας φιλοξενίας, οι οποίες θα ειδικεύονται στην πολύπλευρη παροχή της φροντίδας που απαιτούν τα παιδιά. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, κάποια από τα παιδιά αυτά θα μεταφερθούν στην Κρήτη.
Παράλληλα, το κράτος δρομολογεί ένα πλέγμα μέτρων ώστε να θωρακιστούν τα δικαιώματα των παιδιών και να τιμωρηθούν παραδειγματικά τα κυκλώματα που τα εκμεταλλεύονται, εκθέτοντάς τα, μεταξύ άλλων, σε καταναγκαστική εργασία και σεξουαλική κακοποίηση.
Κάθε νέα δομή θα φιλοξενεί μικρό αριθμό ανηλίκων και θα καλύπτει τις ανάγκες των παιδιών για στέγη, τροφή, εκπαίδευση, πρόσβαση σε φαρμακοϊατρική περίθαλψη, ψυχολογική στήριξη και στοργή. Θα προσφέρει επίσης τις απαραίτητες νομικές υπηρεσίες στα ασυνόδευτα παιδιά που έχουν συγγενείς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και θέλουν να επανενωθούν με την οικογένειά τους.
Ήδη λειτουργούν περίπου 60 τέτοιου τύπου δομές στη χώρα μας και φιλοξενούν περίπου 1.200 παιδιά, κυρίως με πρωτοβουλία μη κυβερνητικών οργανώσεων ή του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης. Το σχέδιο θα υλοποιηθεί με ταχείς ρυθμούς. Σε πρώτη φάση, καθώς θα δημιουργούνται οι νέες μονάδες και θα εκπαιδεύεται προσωπικό, θα τεθούν σε ισχύ μεταβατικές ρυθμίσεις.
Θα προσδιοριστεί νομοθετικά ο χαρακτηρισμός «ασυνόδευτο ανήλικο», ώστε τα παιδιά να έχουν status αιτούντος άσυλο και κατοχυρωμένα δικαιώματα. Θα διασφαλιστεί η ελεύθερη πρόσβασή τους στην Υγεία και την Εκπαίδευση. Η ποινική αντιμετώπιση των αδικημάτων που σχετίζονται με τη βία σε βάρος ασυνόδευτων παιδιών ή την εκμετάλλευσή τους θα γίνει ιδιαίτερα αυστηρή, ενώ η εξάρθρωση των κυκλωμάτων εκμεταλλευτών θα αποτελέσει προτεραιότητα για τις διωκτικές Αρχές.
Το σχέδιο θα χρηματοδοτηθεί εν πολλοίς από το ταμείο AMIF της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο ήδη στηρίζει πολλές από τις υπάρχουσες δομές μακροχρόνιας φιλοξενίας, αλλά και από ιδιωτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα, μερικά από τα οποία ήδη στηρίζουν κάποιες υφιστάμενες δομές. Θα επιδιωχθεί επίσης η μέγιστη δυνατή συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και άλλες διεθνείς οργανώσεις.
O πρωθυπουργός θα επιβλέπει το πρόγραμμα
Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα θα εκτελεστεί υπό την επίβλεψη του πρωθυπουργού, ώστε να συντονίζονται ταχύτατα όλες οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες. Κομβικό ρόλο θα διαδραματίσει η εθνική συντονίστρια Ειρήνη Αγαπηδάκη, σε συνεργασία με τον υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιο για το συντονισμό του κυβερνητικού έργου, Άκη Σκέρτσο.
Η κυβέρνηση βασίζεται στην ενεργή στήριξη της κοινωνίας των πολιτών καθώς και προσωπικοτήτων που δραστηριοποιούνται σε αυτή, με πρώτο εθελοντή τον Απόστολο Δοξιάδη, επιφανή υπέρμαχο του κράτους δικαίου.
Η Ειρήνη Αγαπηδάκη δήλωσε: «Ευχαριστώ τον πρωθυπουργό για την τιμή που μου έκανε να με εμπιστευτεί σε ένα τόσο δύσκολο και ευαίσθητο ζήτημα. Έχω βαθιά επίγνωση των δυσκολιών και των προκλήσεων, αλλά έχω και εμπιστοσύνη στους Έλληνες πολίτες ότι αυτή η προσπάθεια θα βρει μία θέση στην καρδιά τους».
Τέλος ο Απόστολος Δοξιάδης είπε ότι «είναι καθοριστικό ότι τονίστηκε η σημασία της Κοινωνίας των Πολιτών, γιατί ως τώρα είχαμε μάθει, στην Ελλάδα, να βλέπουμε το κράτος από τη μία και τους πολίτες απέναντι, ουσιαστικά
Η Κοινωνία των Πολιτών ακριβώς γεφυρώνει αυτό το χάσμα, άλλοτε απαιτώντας κι άλλοτε συνεργαζόμενη δημιουργικά με το κράτος, όχι με φωνασκίες αλλά με συνεργασίες. Στο σχέδιο του πρωθυπουργού, το «Κανένα παιδί μόνο», νομίζω μπορεί να φανεί πολύ καθοριστικά η μεγάλη σημασία που μπορεί να παίξει.
Όσο κι αν δεν είναι αυτονόητο, με την ολοκλήρωση του προγράμματος «Κανένα παιδί μόνο» η Ελλάδα θα δώσει ένα μάθημα πολιτισμού στην Ευρώπη, γιατί πιστεύω ότι καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν έχει συνολικά αντιμετωπίσει το πρόβλημα των ασυνόδευτων με τον τρόπο που θα γίνει».
Η Ειρήνη Αγαπηδάκη είναι λέκτορας Δημόσιας Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου. Είναι ψυχολόγος, έχει λάβει μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στο γνωστικό αντικείμενο της «Προαγωγής και Αγωγής Υγείας» από την Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου έλαβε και το διδακτορικό της δίπλωμα.
Έχει συμμετάσχει ως ερευνητική συνεργάτιδα σε πολλά εθνικά, ευρωπαϊκά και διεθνή ερευνητικά προγράμματα στα αντικείμενα της πολιτικής δημόσιας υγείας, της προαγωγής ψυχικής υγείας και πρόληψης ψυχικών διαταραχών, καθώς και της πρόληψης των χρόνιων νοσημάτων. Έχει δημοσιεύσει εργασίες της σε επιστημονικά περιοδικά με κριτές και έχει παρουσιάσει αποτελέσματα ερευνητικών εργασιών σε περισσότερα από 50 εθνικά, ευρωπαϊκά και διεθνή επιστημονικά συνέδρια και ημερίδες.