Η κοινή φλεγμονώδης πάθηση της ιγμορίτιδας συνδέεται με 40% αυξημένο κίνδυνο μεταγενέστερης διάγνωσης ρευματικής πάθησης, όπως διαπιστώνει έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό ανοικτής πρόσβασης «RMD Open».
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από το Rochester Epidemiology Project, ένα σύστημα διασύνδεσης ιατρικών αρχείων για πάνω από 500.000 άτομα που κατοικούσαν στην Κομητεία Όλμστεντ στη Μινεσότα, την περίοδο 1966-2014. Το δείγμα της μελέτης περιλάμβανε 1.729 ενήλικες, οι οποίοι είχαν πρόσφατα διαγνωστεί με συστηματική αυτοάνοση ρευματική νόσο, όπως ρευματοειδή αρθρίτιδα, αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο και σύνδρομο Sjogren. Καθένας από αυτούς τους ασθενείς αντιστοιχίστηκε με τρία άτομα χωρίς ρευματική νόσο, με βάση την ηλικία κατά τη διάγνωση και το φύλο.
Οι περιπτώσεις ιγμορίτιδας χωρίστηκαν σε χρονικές περιόδους 1-5 ετών, 5-10 ετών και 10 ή περισσότερα έτη πριν από τη διάγνωση της ρευματικής νόσου. Ελήφθησαν, επίσης, υπόψη παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν, όπως ηλικία, βάρος και κατάσταση καπνίσματος κατά τη διάγνωση της ρευματικής νόσου, φύλο, φυλή και εθνικότητα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το ιστορικό ιγμορίτιδας συσχετίστηκε με 40% αυξημένο κίνδυνο για οποιαδήποτε νέα διάγνωση ρευματικής πάθησης, με τη συσχέτιση να είναι ισχυρότερη για τα συστηματικά αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα, όπως το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο (επτά φορές αυξημένος κίνδυνος) και το σύνδρομο Sjogren (υπερδιπλάσιος κίνδυνος).
Επιπλέον, η οξεία ιγμορίτιδα συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης οροαρνητικής ρευματοειδούς αρθρίτιδας (που έχει συμπτώματα αλλά όχι ανιχνεύσιμα αντισώματα) κατά 18%.
Η συσχέτιση μεταξύ ιγμορίτιδας και νεοδιαγνωσθείσας ρευματικής πάθησης ήταν ισχυρότερη κατά τα 5-10 έτη που προηγήθηκαν της έναρξης των συμπτωμάτων, όπου ο κίνδυνος ήταν 70% υψηλότερος συνολικά, τρεις φορές υψηλότερος για το σύνδρομο Sjogren και διπλάσιος για τη ρευματική πολυμυαλγία. Όσο πιο συχνά ήταν τα επεισόδια ιγμορίτιδας, τόσο μεγαλύτερες ήταν οι πιθανότητες νέας διάγνωσης ρευματικής πάθησης.
Ωστόσο, οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι πρόκειται για μελέτη παρατήρησης και επομένως δεν μπορούν να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα σχετικά με τους αιτιολογικούς παράγοντες.