το νέο βιβλίου της κ. Νίκης Τρουλλινού με τίτλο «Ουρανός από στάχτη»

Είναι η Ευρώπη σήμερα το οικοδόμημα που οραματιστήκαμε τις περασμένες δεκαετίες; Αυτό αναρωτιέται ο αναγνώστης του νέου βιβλίου της κ. Νίκης Τρουλλινού με τίτλο «Ουρανός από στάχτη» που εκτυλίσσεται τον Απρίλιο του 2010 όταν το ισλανδικό ηφαίστειο γεμίζει στάχτες τους ουρανούς της Ευρώπης.

Ο Τηλέμαχος, τεχνοκράτης των Βρυξελλών, και η Θάλεια -μεταξύ Κρήτης και Εξαρχείων- πληκτρολογούν μυστικά και ψέματα, διαβάζουν το ημερολόγιο της γιαγιάς και ιχνηλατούν την Ευρώπη που ονειρεύτηκαν. Ποια Ευρώπη και ποια Ελλάδα;

«Η λογοτεχνία δεν έχει ντε και καλά απαντήσεις. Η λογοτεχνία έρχεται να μας βάλει σε σκέψεις, ρίχνει τον σπόρο για τις αλλαγές μέσα μας. Αν και όταν υπάρξουν. Ούτε αυτό το ξέρουμε», αναφέρει η κ. Τρουλλινού στην «Π».

Η συνέντευξή της έχει ως εξής:

Τον Απρίλιο του 2010 η ηρωίδα του βιβλίου αισθάνεται προδομένη από την Ευρώπη. Η Ε.Ε. δεν ήταν όπως την οραματίστηκαν κάποιοι. Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, πώς θα αισθανόταν η ίδια;  

«Η ηρωίδα του βιβλίου ρωτάει τον συνομιλητή της  {…} πού πήγε η Ευρώπη που ονειρευτήκαμε. Αυτό παραμένει και σήμερα το ερώτημα μόνο που τα πράγματα είναι μάλλον χειρότερα.  Γιατί στο μεταξύ ζήσαμε τα γεγονότα του 2010, του 2015, τα δάνεια και τα μνημόνια, που μας στοίχισαν από πτωχεύσεις και αυτοκτονίες συνανθρώπων μας έως μια εκρηκτική ανεργία, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας  κλπ…

Ωστόσο, καλό είναι να πω πως, όσο κι αν οι ήρωες συζητούν αυτά τα θέματα, το βιβλίο προσπαθεί να εστιάσει στις ζωές, στις ψυχές των ανθρώπων. Σε εκείνο το βαθύτερο: ‘’και τώρα τι γίνεται; Πώς στέκομαι σαν άνθρωπος απέναντι σε όλο αυτό; Πώς διαχειρίζομαι (η ίδια η ηρωίδα) όλο αυτό το βάρος”.

Είναι τα ερωτήματα που με ενδιαφέρουν. Η λογοτεχνία δεν έχει ντε και καλά απαντήσεις. Η λογοτεχνία έρχεται να μας βάλει σε σκέψεις, ρίχνει τον σπόρο για τις αλλαγές μέσα μας. Αν και όταν υπάρξουν. Ούτε αυτό το ξέρουμε».

Η Θάλεια είναι μία φιλόλογος που νοιάζεται για τα παιδιά, το μέλλον, τις απόψεις τους. Αν είχαμε περισσότερους εκπαιδευτικούς σαν εκείνη, πώς θα ήταν σήμερα η χώρα μας;

«Έχουμε εκπαιδευτικούς σαν τη Θάλεια. Έχουμε ανθρώπους στα σχολεία, γυναίκες και άνδρες που νοιάζονται. Που το παλεύουν. Είμαι σίγουρη γιατί το έχω δει: γίνονται ωραία πράγματα σε πολλά σχολεία. Και ευγνωμονώ τους εκπαιδευτικούς που με καλούν στην τάξη τους, παίρνω κάτι από την ελπίδα που μπορεί να βρει κανείς μέσα στις σχολικές τάξεις.

Χρειαζόμασταν περισσότερους; Ναι, σίγουρα. Όχι μόνο περισσότερους, αλλά, ει δυνατόν, όλους. Αλλά κοιτάξτε και ποια είναι και η στάση της πολιτείας, διαχρονικά απέναντι τους. Πόσο στηρίζεται ο εκπαιδευτικός;  Και δεν εννοώ κυρίως το οικονομικό. Τρέχουν αλλαγές στο δημόσιο σχολείο αυτή τη στιγμή, που προσωπικά με φέρνουν σε απόγνωση.

Ρωτήθηκαν οι εκπαιδευτικοί; Και τι ρόλο τους επιφυλάσσει το νέο καθεστώς στα σχολεία; Να παρακολουθούν τα παιδιά και να μοιράζουν διαγωγή ‘’κοσμία’’; Από την άλλη, έχει και η ελληνική οικογένεια τις ευθύνες της.

Αντί να τρέχουμε τα παιδιά στα ιδιαίτερα, παρακολουθούμε την σχολική ζωή τους; Στηρίζουμε τον εκπαιδευτικό που θέλει να κάνει τη διαφορά; Αυτοί οι περίφημοι – και αξιόλογοι κάποτε- σύλλογοι γονέων τι έγιναν; Ενδιαφέρονται μόνο για το ποιος θα κρατάει τη σημαία στην παρέλαση; Αφήστε το, δεν τελειώνει η κουβέντα…».

Πόσο εύκολο είναι για έναν άνθρωπο σαν το Τηλέμαχο, που εργάζεται σε ευρωπαϊκά όργανα, να προδώσει τις δικές του αρχές, να τον καταπιεί το λεγόμενο σύστημα;

«Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι υπάρχουν πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι γύρω μας που δεν νιώθουν να προδίδουν τίποτα και κανέναν: ο αμοραλισμός δεν είναι ίδιον γνώρισμα μόνο των τεχνοκρατών. Τον συναντάμε παντού και όλο και πιο συχνά.

Ουκ ολίγες φορές μαθαίνουμε στα παιδιά μας αυτό το στιλ ζωής που είναι αποκλειστικά και μόνο το ‘’εγώ’’ και όχι το ‘’εμείς’’. Άλλωστε ο Τηλέμαχος ‘’έχει προγραμματιστεί’’ να γίνει χαρτογιακάς, η φιλοδοξία κατέχει σπουδαία θέση στο θυμικό και όχι μόνο πολλών. Από εκεί και μετά, κοιτάξτε, τα προνόμια που δίνει το σύστημα για να διατηρείται στη θέση του δεν είναι και λίγα.

Κοινό μυστικό είναι ότι όχι μόνο στις Βρυξέλλες αλλά και σε κάθε κέντρο εξουσίας ο εκμαυλισμός ακούει σε λέξεις όπως μισθός, οφέλη, δώρα, διαπλοκή, εξαγορά συνειδήσεων, ίντριγκα, και πάει λέγοντας. Στην Ευρώπη και στα όργανά της πια είναι σίγουρο αυτό που λένε οι ήρωες μου.

Όλα ετοιμάζονται στη βάση πολιτικών επιλογών και απλώς προωθούνται με τον κατάλληλο μανδύα κάθε φορά. Το θέμα είναι ότι ο  προβληματισμός για την Ευρώπη, για τις δομές της, για τη λειτουργία της δεν γίνεται να καθυστερεί άλλο».

«Επομένως και οι ουτοπίες μας χρειάζονται αλλά και, κυρίως, το να ξέρουμε πού πάμε, γιατί γίνεται αυτό και όχι το άλλο, ποια η ανάγκη μιας σωστής παιδείας που θα φτιάχνει πολίτες  και όχι φερέφωνα ούτε ανθρωπάκια»  αναφέρει στην «Π» η κ. Νίκη Τρουλλινού

 Είναι αυτός ο μεγαλύτερος φόβος για τη σημερινή και εκάστοτε νεολαία; Ότι έρχεται η στιγμή που κοιτάζουν πίσω και νιώθουν ότι τα όνειρά τους ήταν υπερβολικά ρομαντικά; Ότι οραματίζονταν απλώς μία ουτοπία;

«Είμαστε νέοι και συστατικό στοιχείο της ηλικίας μας είναι να θέλουμε να τα ανατρέψουμε όλα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από αυτό, φτάνει να μπορούμε να στηρίζουμε αργά και σταθερά τις απόψεις μας και τα όνειρά μας. Να σας το πω με παράδειγμα (καθόλου τυχαίο);

Δεν είναι καθόλου ρομαντικό να μην επιτρέπουν οι μαθητές τον ρατσισμό να μπαίνει στα σχολεία. Κάθε άλλο μάλιστα. Είναι ανάγκη της ίδιας της πραγματικότητας η ισότητα των παιδιών πέρα από θρησκεία, φύλο, φυλή, χρώμα. Ξέρετε, δεν είναι καινούργια αυτά – συνέπειες  της Γαλλικής Επανάστασης είναι.

Και χρειάστηκαν αιώνες Ιστορίας για να κερδηθούν. Και δεν επιτρέπεται να πάμε πίσω. Το πίσω δεν είναι μόνο συντήρηση, που πέφτουμε συνεχώς πάνω της τα τελευταία χρόνια, αλλά η απόλυτη οπισθοδρόμηση σε σκοτεινές εποχές. Δέστε τι γίνεται στην Αμερική.

Τον πνίγει τον μαύρο ο λευκός αστυνομικός σαν κοτόπουλο στο κοτέτσι της γιαγιάς μας. Μπορεί να μείνει αναπάντητο αυτό; Όχι, κατηγορηματικά, γιατί αύριο θα χτυπήσει και τη δική μας πόρτα. Δεν θα είναι για το χρώμα, αλλά όλο και κάτι θα βρεθεί…

Η γενιά μου πήγαινε στο γραφείο των καθηγητών και έπαιρνε αποβολή γιατί ύψωσε τον τόνο της φωνής σε αυταρχικό δάσκαλο, ή γιατί η ποδιά μας δεν ήταν αρκούντως μακριά, όπως την ήθελαν οι δικτάτορες που κυβέρνησαν εφτά συναπτά έτη τη χώρα. Και η ηρωίδα μου – για να έρθουμε πάλι στο βιβλίο – τα θυμάται μια χαρά όλα αυτά.

Επομένως και οι ουτοπίες μας χρειάζονται αλλά και, κυρίως, το να ξέρουμε πού πάμε, γιατί γίνεται αυτό και όχι το άλλο, ποια η ανάγκη μιας σωστής παιδείας που θα φτιάχνει πολίτες και όχι φερέφωνα ούτε ανθρωπάκια».

 

«Από γενιά σε γενιά κερδίσαμε πολλά…»

Μπορείτε να κάνετε μία αυτοκριτική; Πόσο απέχει η σημερινή σας ζωή από εκείνη που θέλατε στην ηλικία των 17;

«Αυτοκριτική να κάνουμε αλλά να έχει ουσία, πραγματική αυτογνωσία και προοπτική, να βλέπει στο μέλλον. Κοιτάξτε, η δική μου η γενιά ήταν πολύ τυχερή. Δεν γνώρισε πόλεμο και Κατοχή,  δεν έζησε εμφύλιο πόλεμο, δεν έζησε ακραία φτώχεια. Και η Δικτατορία, πικρή ομολογουμένως εμπειρία, μας άνοιξε τα μάτια.

Μας έμαθε να εκτιμάμε την Δημοκρατία, τον Κοινοβουλευτισμό, τους αγώνες των ανθρώπων. Και ανεργία δεν γνωρίσαμε.

Από εκεί και πέρα τα πράγματα άλλαξαν, οι οικονομικές κρίσεις έχουν επιδεινώσει σε τρομερό βαθμό την θέση των ανθρώπων.

Αν θέλετε μάλιστα την ειλικρινή μου άποψη, η πτώση του ανατολικού μπλοκ ήταν ολέθρια, όχι για τους ανθρώπους εκεί, αλλά για μας στη Δύση. Δεν υπάρχει το αντίπαλο δέος που έτρεφε το Κράτος Πρόνοιας.

Ο φόβος του ‘’άλλου’’ στον Βορρά μάς εξασφάλισε πολλά χρόνια ασφάλειας και ευμάρειας. Τώρα τα συμφέροντα είναι ασύδοτα και κοινά παντού. Ελπίζω να καταλαβαίνετε ότι δεν νοσταλγώ κανενός είδους ολοκληρωτικό καθεστώς… Από την άλλη, για να μην εξαντλούμαστε σε μια στείρα άρνηση, υπάρχει πρόοδος.

Ναι, από γενιά σε γενιά κερδίσαμε πολλά και κυρίως οι κατώτερες τάξεις – απλώς ας μην τα αφήσουμε να χαθούν. Πολιτικολογήσαμε αρκετά, κυρία Μυλωνά, και σας ευχαριστώ χαλάλι αλλά μας ενδιαφέρει και η εσωτερική στάση του ανθρώπου απέναντι σε όλα αυτά. Ξέρετε, η λογοτεχνία δεν είναι πολιτική, μοιραία θα θέσει και τέτοια ερωτήματα στην προσπάθειά της  να ταρακουνήσει αλλά και να θέλξει τον αναγνώστη.

Κι εμένα με ενδιέφερε σ’ αυτό το έβδομο βιβλίο μου ακόμη κάτι: να μιλήσω για το Ηράκλειο, την πόλη που με κέρδισε, για τα χωριά της ενδοχώρας της όπως τα βλέπω και τα αγαπώ.

Χωρίς να ξεχνώ τον ομφάλιο λώρο της Αθήνας, αλλά και την ανάγκη τη δική μου – άρα και των ηρώων μου, να σκεφτούν πάνω στην Ευρώπη σήμερα».