Έχουν καταδικαστεί για βιασμούς και αποπλάνηση ανηλίκων, αγοριών και κοριτσιών, ηλικίας από 8 ετών και πορνογραφία ανηλίκων.
Παραδέχονται την ενοχή τους ή προσπαθούν να παρουσιάσουν “μια άλλη ιστορία”;
Η “Π” μιλά με την κοινωνιολόγο-εγκληματολόγο κ. Παυλίνα Μωραΐτη και παρουσιάζει την έρευνά της, τη μοναδική που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια για το θέμα στην Ελλάδα, με την συμμετοχή 25 παιδεραστών που εκτίουν την ποινή τους στις φυλακές Τρίπολης και Γρεβενών.
Η συζήτηση με την κ. Μωραΐτη ακολουθεί:
Ερώτηση: Ποιο ήταν το θέμα της έρευνάς σας; Πότε και πού έγινε;
Απάντηση: Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εκπόνησης της διπλωματικής μου εργασίας με επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Αντώνη Μαγγανά, για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ολοκληρώθηκε το 2017. Αφορούσε τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων κατά ανηλίκων και σκοπός της έρευνας ήταν να μελετήσουμε τη σχέση μεταξύ των δραστών και των παιδιών-θυμάτων και να κατανοήσουμε τις εγκληματικές τους ενέργειες μέσα από το πώς τις παρουσιάζουν οι ίδιοι.
Αφορμή για την έρευνα αποτέλεσαν οι συνέπειες της κακοποίησης των θυμάτων, οι οποίες είναι σε τέτοιο βαθμό βλαβερές για τη σωματική και την ψυχική υγεία των παιδιών που ενδέχεται να παραμείνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους, καθώς και η ανάγκη για πρόληψη της εγκληματικότητας. Οι κρατούμενοι ήταν ενήμεροι για την έρευνα και το περιεχόμενό της και ήταν στη δική τους βούληση εάν θα συμμετέχουν.
Ερ.: Για ποια αδικήματα είχαν καταδικαστεί οι κρατούμενοι;
Απ.: Αρχικά να πούμε ότι πρόκειται για μια ποιοτική έρευνα. Επισκεφθήκαμε τις φυλακές Τρίπολης και Γρεβενών και ήρθαμε σε επαφή με 25 δράστες οι οποίοι είχαν καταδικαστεί ως επί το πλείστον για βιασμό ανηλίκων, αποπλάνηση ανηλίκων και πορνογραφία ανηλίκων. Ακούμε και διαβάζουμε συχνά τους όρους παιδόφιλος και παιδεραστής, οι οποίοι δεν αποτελούν όρους της ποινικής ορολογίας αλλά χρησιμοποιούνται ευρύτατα από τους κοινωνικούς επιστήμονες.
Ως εκ τούτου, χρειάζεται να γίνει ένας βασικός διαχωρισμός της έννοιας του παιδόφιλου και του παιδεραστή. Με βάση το DSM-V παιδόφιλος είναι το άτομο το οποίο διακρίνεται από «επαναλαμβανόμενες και επίμονες σεξουαλικές τάσεις και φαντασιώσεις που αφορούν σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά». Παιδεραστής, είναι αυτός ο οποίος έχει περάσει στην εγκληματική πράξη, έχει δηλαδή κακοποιήσει σεξουαλικά παιδιά και αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως «child molester».
Ερ.: Ποιο ήταν το κοινωνικοοικονομικό προφίλ και οι ηλικίες τους;
Aπ.: Οι ηλικίες των δραστών κυμαίνονταν από 20 έως και 90 ετών, ενώ παρατηρήσαμε μεγαλύτερη συγκέντρωση στις ηλικίες των 40 έως 60 ετών. Αναφορικά με την οικογενειακή τους κατάσταση, οι περισσότεροι ήταν άγαμοι. Φυσικά, τα στοιχεία αυτά δε σημαίνει ότι θα παρέμεναν τα ίδια σε μια πιο μεγάλης κλίμακας και δη ποσοτική έρευνα από την άποψη ότι θα υπήρχε η δυνατότητα να συμμετέχουν περισσότεροι κρατούμενοι και τότε θα μιλούσαμε με στατιστικά δεδομένα.
Εν προκειμένω, σκοπός δεν ήταν να καταγράψουμε και να αναδείξουμε τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των δραστών, αλλά να μελετήσουμε τις πράξεις τους και τη νοηματοδότηση που δίνουν οι ίδιοι σε αυτές.
Eρ.: Τι σας είπαν αναφορικά με την ηλικία των θυμάτων και το φύλο τους, αν τα θύματα βρίσκονταν στο οικογενειακό ή σε άλλο περιβάλλον και με ποιον τρόπο έγινε η προσέγγιση;
Απ.: Συνήθως οι δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων κατά ανηλίκων βρίσκονται στο οικείο περιβάλουν του παιδιού – θύματος και για τον λόγο αυτό μπορεί να το προσεγγίσουν ευκολότερα. Ενδέχεται το άτομο αυτό να έχει ηγετική θέση σε μια κοινότητα, γεγονός το οποίο δημιουργεί μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε αυτό και τους γονείς αλλά και τα παιδιά. Οι ηλικίες των θυμάτων αφορούσαν όλο το εύρος, δηλαδή έως και πριν την ενηλικίωσή τους.
Υπήρχαν περιπτώσεις που τα θύματα ήταν 8 ετών, είτε αγόρια είτε κορίτσια. Μεγαλύτερη σημασία όμως δεν έχει το φύλο ή ηλικία του παιδιού, αλλά η προστασία του έννομου αγαθού της ανηλικότητας, καθώς οι βλάβες που προκαλούνται είναι σχεδόν ανεπανόρθωτες. Οφείλουμε, λοιπόν, να επιστήσουμε την προσοχή στους γονείς οι οποίοι πρέπει να αναπτύσσουν μια σχέση με τα παιδιά τους που να βασίζεται στην επικοινωνία και την εμπιστοσύνη.
Οι γονείς επιπλέον οφείλουν να ελέγχουν τη δραστηριότητα των παιδιών τους στο διαδίκτυο, όπως ποιες πλατφόρμες επικοινωνίας χρησιμοποιούν και ποιες ιστοσελίδες επισκέπτονται.
Υπάρχουν ειδικοί στους οποίους οι γονείς μπορούν να απευθυνθούν εάν οι ίδιοι δεν κάνουν χρήση της τεχνολογίας. Στην έρευνα υπήρξαν δράστες που χρησιμοποιούσαν το διαδίκτυο αφενός για να εντοπίσουν και να ανταλλάξουν με άλλα άτομα πορνογραφικό υλικό όπως εικόνες και βίντεο με παιδιά, και αφετέρου για να προσεγγίσουν τα τελευταία με σκοπό να βρεθούν μαζί τους.
Ερ.: Πώς αποκαλύφθηκε η δράση τους;
Aπ.: Στις περισσότερες περιπτώσεις η δράση τους έγινε αντιληπτή από τους γονείς των θυμάτων, οι οποίοι στη συνέχεια προχώρησαν στην καταγγελία του περιστατικού. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μεγάλος, σκοτεινός αριθμός των σεξουαλικών εγκλημάτων και ειδικότερα όταν αφορούν σε παιδιά. Αυτό σημαίνει ότι οι καταγγελίες της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων δεν είναι αριθμητικά ανάλογες με τα περιστατικά που συμβαίνουν στην πραγματικότητα.
Η κακοποίηση ανηλίκων δεν γνωστοποιείται πάντα στις αρχές, γεγονός που συμβαίνει για διάφορους λόγους, όπως ο φόβος για τον στιγματισμό του ανηλίκου ή επειδή δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στο σύστημα δικαιοσύνης. Αναφορικά με τα άτομα που βρίσκονται στον κύκλο του παιδιού θα πρέπει να κινητοποιούνται εάν πέσει κάτι ανησυχητικό στην αντίληψή τους και όλοι ανεξαιρέτως πρέπει να έχουμε πάντα ως γνώμονα το βέλτιστο συμφέρουν του ανήλικου.
Ερ.: Ήταν πρόθυμοι να σας μιλήσουν;
Απ.: Ήταν πολύ πρόθυμοι, πολύ ευγενικοί και οι περισσότεροι πολύ ομιλητικοί. Ήθελαν να συμμετέχουν στην έρευνα και να μοιραστούν μαζί μου τη δική τους πλευρά για όσα είχαν συμβεί. Αρκετοί κρατούμενοι αρνούνταν και δεν παραδέχονταν τις κατηγορίες που τους αποδόθηκαν και έκαναν λόγο για δικαστική πλάνη ή προσπαθούσαν να ρίξουν την ευθύνη σε τρίτους ή ακόμα και στο παιδί – θύμα για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Παρόλα αυτά, είχαν καταδικαστεί για τα εγκλήματα τα οποία αρνούνταν ότι είχαν διαπράξει.
Ερ.: Πιστεύετε ότι έδιναν ειλικρινείς απαντήσεις;
Απ.: Σημασία δεν έχει τόσο να χαρακτηρίσουμε τις απαντήσεις τους ειλικρινείς ή όχι, αλλά να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζουν και ερμηνεύουν τις πράξεις τους διαμέσου των απαντήσεών τους. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν αναγνώριζαν τη βαρύτητα των πράξεών τους και τις συνέπειες που προξενούν στο παιδί –θύμα και αρνούνταν είτε τις ίδιες τις πράξεις είτε την ευθύνη που είχαν είτε τις κατηγορίες που τους αποδίδονταν.
Ερ.: Παραδέχονταν την ενοχή τους ή όχι; Αν ναι, έδιναν στον εαυτό τους ελαφρυντικά και τι είδους;
Απ.: Οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην έρευνα δεν παραδέχονταν τις εγκληματικές τους ενέργειες άρα κατ’ επέκταση ούτε την ενοχή τους. Πολύ λίγες περιπτώσεις κρατουμένων υπήρχαν που από την πρώτη στιγμή αναφέρθηκαν στις εγκληματικές τους ενέργειες χωρίς να προσπαθήσουν να παρουσιάσουν «μια άλλη ιστορία».
Ερ.: Οι ίδιοι είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά στο παρελθόν;
Aπ.: Έρευνες έχουν δείξει ότι πολλά από τα άτομα που κακοποιούν σεξουαλικά παιδιά έχουν κακοποιηθεί και οι ίδιοι στην παιδική τους ηλικία (φαύλος κύκλος θυματοποίησης). Εν προκειμένω, ελάχιστες περιπτώσεις κρατουμένων μελετήσαμε οι οποίοι να είχαν πέσει οι ίδιοι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική τους ηλικία. Φυσικά αναφέρομαι σε όσους τουλάχιστον επιθυμούσαν να μιλήσουν για ένα τέτοιο γεγονός.
Ερ.: Οι δράστες έδειξαν να έχουν μετανιώσει για τις πράξεις τους;
Απ.: Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, δηλαδή ότι οι δράστες δεν κατανοούν ότι βλάπτουν ένα παιδί ή ότι αποφεύγουν να αναλάβουν την ευθύνη της πράξης τους ή αρνούνται τις κατηγορίες, γίνεται σαφές ότι δεν έχουν μετανιώσει για όσα έπραξαν. Γι’ αυτό τοΝ λόγο είναι πολύ σημαντικό να δημιουργηθούν προγράμματα εντός και εκτός φυλακής στα οποία θα μπορούν να απευθυνθούν οι ίδιοι και να παρακολουθούνται από ειδικούς οι οποίοι θα έχουν οριστεί από το κράτος.
Ερ.: Για πόσο διάστημα μπορεί να μείνει φυλακή ένας δράστης για βιασμό ανηλίκου;
Απ.: Από τον Νοέμβριο του 2021 και τις τελευταίες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, η ποινή που προβλέπεται όταν πρόκειται για ανήλικο θύμα είναι η ισόβια κάθειρξη. Πάντοτε οφείλουμε όμως να σεβόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα και αναφορικά με τις απόψεις συμπολιτών μας που εκφράζουν ακραία τιμωρητικότητα και αναφέρονται στην επιστροφή της θανατικής ποινής, είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι χρειάζεται να παραμένουμε ψύχραιμοι ακόμα και μπροστά σε τόσο αποτρόπαια εγκλήματα.
Πολλές έρευνες έχουν αποδείξει ότι η εφαρμογή της θανατικής ποινής δεν κατάφερε να μειώσει την εγκληματικότητα.
Ερ.: Σχετικά με την επανένταξη των δραστών, υπάρχουν μέσα στη φυλακή η μετά την αποφυλάκισή τους επιστημονικά προγράμματα στα οποία μπορεί να συμμετέχουν;
Απ.: Από όσο γνωρίζω έχουν γίνει αξιόλογες προσπάθειες από τους ειδικούς για την ύπαρξη τέτοιων προγραμμάτων μέσα στη φυλακή, αλλά δυστυχώς υπάρχει μικρή συμμετοχή από τους κρατούμενους. Μετά την αποφυλάκισή τους, δεν υπάρχει κάποια οργανωμένη δομή στην οποία θα απευθύνονταν είτε υποχρεωτικά είτε εάν το επιθυμούσαν, επομένως λειτουργεί ο καθένας ανεξάρτητα και κατά βούληση.
Ερ.: Τι πιθανότητες υπάρχουν να επαναλάβουν οι δράστες τις πράξεις τους;
Απ.: Δεν μπορούμε να βασιστούμε στις πιθανότητες υποτροπής, δηλαδή στον αν ο δράστης θα διαπράξει εκ νέου το αδίκημα μετά την αποφυλάκισή του. Υπάρχουν έρευνες που αναφέρουν σημαντικά ποσοστά υποτροπής των δραστών σεξουαλικών αδικημάτων. Γι’ αυτό το λόγο, αποτελεί επιτακτική ανάγκη η σωστή μεταχείριση των ατόμων αυτών στον χώρο της αντεγκληματικής πολιτικής καθώς και είναι απαραίτητο η πολιτεία να επενδύσει στις υποδομές που αφορούν στην προστασία των ανηλίκων.
Ερ.: Προσωπικά τι σας έμεινε περισσότερο από αυτή την εμπειρία;
Aπ.: Η έρευνα είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία για τον ερευνητή, ο οποίος εκτός των άλλων αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες καθ’ όλη τη διάρκεια της διεξαγωγής της μέχρι την ολοκλήρωσή της. Με αυστηρή την τήρηση της ερευνητικής δεοντολογίας και πολλή μελέτη προσπάθησα να κρατήσω αντικειμενική στάση και ουδετερότητα. Η επαφή μου με τους κρατούμενους θα παραμείνει για μένα μια αξέχαστη εμπειρία από όλες τις απόψεις, αλλά πάντα πρέπει να θυμόμαστε τον επιστημονικό μας ρόλο και τη βαρύνουσα σημασία του.