Συνέντευξη στην Κατερίνας Μυλωνά
Έντονο είναι το ελληνικό και ιδιαίτερα το κρητικό στοιχείο στην περιοχή της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, όπου διδάσκει σε ελληνικό σχολείο η φιλόλογος από το Ηράκλειο, κ. Χαρά Κυριακάκη.
«Οι Γερμανοί συμπολίτες μας έχουν την καλύτερη εικόνα για εμάς. Πολλοί μάλιστα μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα» αναφέρει σε συνέντευξή της στην «Π» και προσθέτει πως «σπάνια να βρεθεί Γερμανός που να μην έχει κάνει διακοπές στα ελληνικά νησιά, ειδικά στην Κρήτη και να μην είναι γοητευμένος από το τοπίο και την ελληνική φιλοξενία και ζεστασιά».
Η κ. Κυριακάκη είναι φιλόλογος, απόφοιτη του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος με τίτλο «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση» του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Από το 2005 διδάσκει στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και από το 2016 έχει αποσπαστεί στη Γερμανία, στο Γυμνάσιο/Λύκειο Ντύσσελντορφ. Κατέχει σήμερα τη θέση της Γενικής Γραμματέως στο Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας.
Η συνέντευξή της στην «Π» έχει ως εξής:
Ερ.: Τις προηγούμενες ημέρες είχατε συνάντηση με την υφυπουργό Παιδείας. Το αποτέλεσμα ήταν θετικό;
Aπ.: «Θα πρέπει να σας πω ότι η σημερινή υφυπουργός, αρμόδια για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στο εξωτερικό, κ. Μερόπη Τζούφη και η διεύθυνση της ΔΙΠΟΔΕ, της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου, έχουν δείξει καλή διάθεση στο να ακούσουν τα προβλήματα και να δώσουν λύσεις. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε άριστο κλίμα συνεργασίας. Τέθηκαν τα αιτήματα από τους εκπροσώπους όλων των συλλόγων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Γερμανίας. Οι προηγούμενες χρονιές, από το 2011 και μετά, θα λέγαμε ότι ήταν αρκετά δύσκολες για τα ελληνικά σχολεία. Φέτος τουλάχιστον ξεκινήσαμε με τους περισσότερους καθηγητές στη θέση τους από την αρχή της χρονιάς. Αλλά έχουμε φτάσει να πανηγυρίζουμε για την επίτευξη του στοιχειώδους και του αυτονόητου;
Πρέπει να γίνουν πολλά βήματα ακόμη, έτσι ώστε τα ελληνικά σχολεία της ομογένειας να αναβαθμιστούν και να γίνουν πραγματικά κέντρα της ελληνικής Παιδείας. Αυτό χρειάζεται προγραμματισμό, συνέπεια, συνέχεια, απουσία μικροκομματικών επιδιώξεων και φυσικά συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς, και τους Έλληνες που ζουν στη Γερμανία αλλά και με τη γερμανική πλευρά».
Ερ.: Οι Έλληνες μαθητές της Γερμανίας στερούνται σε τίποτα, σε ό, τι αφορά στην εκπαίδευση, στα σχολεία; Υπάρχουν ελλείψεις σε προσωπικό ή υποδομές;
Απ.: «Στην περιοχή της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, όπου έχω αποσπαστεί εδώ και δύο χρόνια, και συγκεκριμένα υπηρετώ στο Ελληνικό Γυμνάσιο /Λύκειο Ντύσσελντορφ, λειτουργούν έξι αμιγή ελληνικά σχολεία σε διαφορετικές πόλεις, γυμνάσια και λύκεια με πάνω από 800 μαθητές/τριες. Ακολουθείται το αναλυτικό πρόγραμμα των ελληνικών σχολείων και παρέχεται η δυνατότητα στα παιδιά να εισαχθούν στο ελληνικό Πανεπιστήμιο με ξεχωριστές εξετάσεις για τους ομογενείς μαθητές/τριες που διεξάγονται το Σεπτέμβριο από το Υπουργείο Παιδείας.
Καταλαβαίνετε ότι σχολεία χωρίς εκπαιδευτικούς δε γίνεται να λειτουργήσουν. Επομένως το βασικότερο πρόβλημα των τελευταίων ετών είναι τα κενά στα σχολεία, καθώς δεν υπογράφονται έγκαιρα οι αποσπάσεις των εκπαιδευτικών. Μια πρακτική εντελώς ακατανόητη που δημιουργεί πολλά προβλήματα σε εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς και εκθέτει τη χώρα μας διεθνώς. Ξέρετε, είναι αδιανόητο για έναν Γερμανό ο καθηγητής των μαθηματικών να έρχεται το Νοέμβριο, όταν το σχολικό έτος έχει αρχίσει τρεις μήνες πιο πριν! Και για εμάς τους Έλληνες είναι αδιανόητο, αλλά δυστυχώς η πρακτική αυτή έγινε μόνιμη τα τελευταία χρόνια.
Επίσης υπάρχει μειωμένο έως ελάχιστο ενδιαφέρον από τους εκπαιδευτικούς που υπηρετούν στην Ελλάδα για απόσπαση στο εξωτερικό. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μείωση των απολαβών. Ο χρόνος των τριών ετών για μια μακρινή εγκατάσταση (και αναφέρω τα τρία έτη γιατί αυτό είναι το διάστημα κατά το οποίο χορηγείται στον εκπαιδευτικό το ειδικό επιμίσθιο) είναι πολύ μικρός. Σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος ζωής στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια αποτελεί ένα σοβαρό αντικίνητρο για να έρθει κανείς με απόσπαση εδώ.
Επομένως μια ρύθμιση από την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας για επαναφορά της πενταετίας με επιμίσθιο θα μείωνε τις καθυστερήσεις που αφορούν στην πλήρωση των κενών θέσεων στο ξεκίνημα του διδακτικού έτους και θα λειτουργούσε ως ισχυρό κίνητρο για την εκδήλωση ενδιαφέροντος απόσπασης.
Σχετικά με τις υποδομές μας τώρα, επειδή πολύς κόσμος πιστεύει ότι το γερμανικό κράτος πληρώνει αυτά τα σχολεία, να γίνει απόλυτα σαφές ότι είναι στην αποκλειστική δικαιοδοσία της ελληνικής πολιτείας. Καταλαβαίνετε ότι, όπως και στο εσωτερικό της χώρας μας, τα κονδύλια δεν επαρκούν. Τα κτίρια των σχολείων είναι βέβαια σε καλή κατάσταση, αν και λόγω της αύξησης των μαθητών έχουμε κάποιες ελλείψεις αιθουσών, όπως έχουμε ελλείψεις σε εργαστήρια και υλικοτεχνικό εξοπλισμό.
Επομένως προβλήματα υπάρχουν. Ωστόσο τόσο οι σύλλογοι διδασκόντων, όσο και οι διευθύνσεις των σχολείων, οι συντονιστές εκπαίδευσης, το διοικητικό προσωπικό, αλλά και οι σύλλογοι γονέων καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των σχολείων.
Δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε, αφού τα σχολεία αυτά έχουν μια ιδιαίτερη αποστολή. Ξέρετε οι περισσότεροι μαθητές μας γνωρίζουν την πατρίδα μας μόνο στις διακοπές, έχουν νοσταλγία και λαχτάρα να αποκτήσουν δεσμούς με την Ελλάδα και να γνωρίσουν τις ρίζες των γονιών τους. Ταυτόχρονα όμως ως εκπαιδευτικοί προετοιμάζουμε τα παιδιά και για την ελληνική και για τη γερμανική αγορά εργασίας, και το γεγονός αυτό ενισχύει την ιδιαιτερότητα του ρόλου μας».
Ερ.: Τα τελευταία χρόνια, λόγω της κρίσης, έχει αυξηθεί ο αριθμός των μαθητών σας; Έχουν, δηλαδή, αυξηθεί οι Έλληνες που μένουν στη Γερμανία;
Aπ.: «Ο αριθμός των μαθητών μας συνεχώς αυξάνεται. Χαρακτηριστικά θα σας αναφέρω ότι στο διάστημα αυτών των δύο ετών είχαμε στο Ντύσσελντορφ τουλάχιστον 80 μετεγγραφές μαθητών από Ελλάδα. Για τα παιδιά αυτών των νεομεταναστών, το ελληνικό σχολείο αποτελεί τη μόνη λύση εκπαίδευσης, αφού δε γνωρίζουν τη γλώσσα της χώρας υποδοχής. Άρα δε θα μπορούσαν διαφορετικά να ακολουθήσουν τους γονείς τους, που αναζητούν εδώ νέες επαγγελματικές ευκαιρίες. Εμείς ως εκπαιδευτικοί προσπαθούμε με κάθε τρόπο να διασφαλίσουμε ότι τα παιδιά, σ’ αυτήν τη δύσκολη ηλικία της εφηβείας, θα ενταχθούν ομαλά στο νέο τους περιβάλλον, χωρίς να αισθάνονται ότι χάνουν τους δεσμούς με την Ελλάδα».
Ερ.: Τελικά, οι Γερμανοί τι γνώμη έχουν για τη χώρα μας;
Aπ.: «Στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας ζουν πάνω από 130.000 Έλληνες. Οι περισσότεροι είναι απόγονοι των πρώτων μεταναστών που ήρθαν εδώ τη δεκαετία του 1960, ανάμεσά τους και πολλοί Κρητικοί. Η πλειοψηφία είναι όχι απλώς ενταγμένη, αλλά παίζει και πρωταγωνιστικό ρόλο στη γερμανική κοινωνία. Είναι καθηγητές στα πανεπιστήμια, γιατροί, μηχανικοί, επιχειρηματίες. Σχεδόν σε κάθε γερμανική εταιρεία, από τις κατασκευές έως τις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας εργάζονται Έλληνες. Οι Γερμανοί συμπολίτες μας έχουν την καλύτερη εικόνα για εμάς. Πολλοί μάλιστα μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα. Τα αρχαία ελληνικά εξάλλου τα διδάσκονται και στα γερμανικά σχολεία και μάλιστα με ερασμιακή προφορά.
Εξάλλου σπάνια να βρεθεί Γερμανός που να μην έχει κάνει διακοπές στα ελληνικά νησιά, ειδικά στην Κρήτη και να μην είναι γοητευμένος από το τοπίο και την ελληνική φιλοξενία και ζεστασιά. Αυτή η καλή εικόνα φάνηκε να χαλάει μετά την οικονομική κρίση, κυρίως μέσα από πρωτοσέλιδα του σκανδαλοθηρικού τύπου. Αλλά είναι λάθος, νομίζω, να χρεώνουμε την πολιτική στους απλούς ανθρώπους. Άλλωστε και στη Γερμανία οι πρόσφατες εξελίξεις φανερώνουν ότι οι περισσότεροι απλοί πολίτες, ειδικά της μεσαίας τάξης, δε συμφωνούν με τη σημερινή οικονομική πολιτική. Γιατί και ο Γερμανός πολίτης της μέσης και κατώτερης εισοδηματικής τάξης βλέπει το βιοτικό του επίπεδο να μειώνεται χρόνο με το χρόνο και περνάει όλο και πιο δύσκολα».
Ήταν μια πρόκληση για μένα
Ερ.: Γιατί πήρατε την απόφαση να διδάξετε στη Γερμανία; Θα επιστρέψετε στη χώρα μας;
Απ.: «Πάντα ήταν πρόκληση για μένα να ζήσω σε μια άλλη χώρα, όπως η Γερμανία και να γνωρίσω το εκπαιδευτικό της σύστημα. Μία φίλη και συνάδελφος είχε έρθει νωρίτερα και έτσι απλά σκέφτηκα να το τολμήσω και εγώ. Η εμπειρία που έχω αποκομίσει θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική, καθώς ήρθα σε επαφή με ένα διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αν κατορθώσουμε να μεταφέρουμε και να εφαρμόσουμε μερικά από αυτά στην πατρίδα μας, σίγουρα τα σχολεία μας θα γίνουν καλύτερα. Για παράδειγμα είναι εντυπωσιακή η σημασία που δίνουν στην επαγγελματική εκπαίδευση, την οποία θεωρούν ως βασικό συντελεστή οικονομικής ανάπτυξης ή στην ιδέα της αειφορίας, η οποία διέπει πραγματικά όλα τα αναλυτικά τους προγράμματα.
Το Ντύσσελντορφ είναι μια κοσμοπολίτικη, ζωντανή, όμορφη και φιλόξενη πόλη με φιλέλληνα Δήμαρχο! Όμως δε μπορώ να μη σας πω ότι μου λείπει το Ηράκλειο και ακόμα περισσότερο μου λείπει η οικογένειά μου.. Την επόμενη χρονιά η πρόθεσή μου είναι να επιστρέψω στην πόλη μου. Οι εκδρομές όμως στο Ντύσσελντορφ θα συνεχίσουν!».