Συνέντευξη στην Κατερίνα Μυλωνά
Μέσα μια «σχολική μπάντα» που έσμιξε μετά από είκοσι πέντε χρόνια γεννήθηκε η νέα δισκογραφική δουλειά του τραγουδοποιού, Γιώργου Σταυρακάκη, «Στην αυλή των Μπουφόνων», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις «Μετρονόμος».
«Ο πόνος, η θλίψη, η χαρά, ο έρωτας είναι συναισθήματα κυρίαρχα στη ζωή των ανθρώπων. Εσύ έρχεσαι να βάλεις τα δικά σου χρώματα σ’ αυτή την παλέτα ψυχής και είναι σίγουρο ότι πολλοί άλλοι άνθρωποι θα βρουν σ’ αυτό το τοπίο τον εαυτό τους», περιγράφει ο ίδιος στην «Π» τη στιγμή της δημιουργίας.
Η συνέντευξη που παραχώρησε στην «Π» έχει ως εξής:
Τα τραγούδια έχουν μία νοσταλγία. Όταν δημιουργείτε ένα κομμάτι, σκέφτεστε τι θα νιώσει εκείνος που το ακούει;
«Το τραγούδι, και οι μορφές της Τέχνης, τους δημιουργίας, έχουν σημείο αναφοράς τον εαυτό σου. Από ’κει ξεκινάνε όλα κι εκεί τερματίζουν. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Ο δικός σου κόσμος είναι κατά κάποιο τρόπο και κόσμος των άλλων. Δεν ζεις ξεκομμένος από την πραγματικότητα. Ο πόνος, η θλίψη, η χαρά, ο έρωτας είναι συναισθήματα κυρίαρχα στη ζωή των ανθρώπων. Εσύ έρχεσαι να βάλεις τα δικά σου χρώματα σ’ αυτή την παλέτα ψυχής και είναι σίγουρο ότι πολλοί άλλοι άνθρωποι θα βρουν σ’ αυτό το τοπίο τον εαυτό τους. Σαν να έχει υπάρξει μια αόρατη μεσολάβηση σ’ αυτόν τον πίνακα. Δεν μπαίνεις στη διαδικασία να σκεφτείς τον άλλον. Πρόκειται για μια κατάδυση στον βυθό του εαυτού σου. Είσαι στο απόλυτο σκοτάδι κι αμέσως μετά στο απόλυτο φως. Είναι μια αυστηρά προσωπική υπόθεση η υπόθεση δημιουργίας, μέχρι να φτάσει να γίνει κοινός τόπος».
Μιλήστε μας για την παρέα από το Ηράκλειο που έσμιξε μετά από 25 χρόνια.
«Ήταν κάτι που τα τελευταία χρόνια το «δούλευα» πάρα πολύ στο μυαλό μου. Ήθελα κάποια στιγμή να κατέβω στο Ηράκλειο και να ηχογραφήσω έναν δίσκο με παλιούς φίλους και συναδέλφους. Δεν ήταν εύκολο. Έχουμε μεγαλώσει πια. Δεν είμαστε πιτσιρικάδες. Άλλοι έχουν εγκαταλείψει τη μουσική, άλλοι έχουν κάνει οικογένεια και δεν έχουν ενδεχομένως την ίδια όρεξη και άνεση που είχαν στα είκοσι, εικοσιπέντε τους χρόνια, άλλοι δεν μένουν πια στην πόλη. Αλλά εντάξει, αυτή είναι η ζωή. Ο δίσκος παρόλα αυτά έγινε. Κι έγινε μ’ ένα πάντρεμα παλιών αλλά και καινούργιων φίλων, που με μεγάλη χαρά ήρθαν στο στούντιο να ηχογραφήσουν. Ο χρόνος ήταν πολύ λίγος και φυσικά είπα και πριν οι άνθρωποι είχαν τις δουλειές τους, τα ωδεία τους, τα μαγαζιά που εργάζονται ως μουσικοί και έπρεπε να συντονιστούμε προκειμένου να γίνουν οι ηχογραφήσεις. Τέλος καλό, όλα καλά. Θυμηθήκαμε τα παλιά, γελάσαμε, ήπιαμε τους ρακές μας… Άλλωστε, στην ουσία αυτό ήθελα. Ίσως ο δίσκος να ήταν η πρόφαση. Όπως και να ‘χει έμειναν κάποια τραγούδια και μια αξέχαστη συνάντηση. Να ευχαριστήσω και από ’δω τον Ζαχαρία Δραμουντάνη, τον Κώστα και τον Γιώργο Παντερμαράκη, τον Δημήτρη Νεονάκη, τον Μανόλη και τον Αλέξανδρο Κανακάκη, τον Δημήτρη Παγωμένο, τον Leonard Sopi, τον Γιάννη Τζωρτζάκη, τον Δημήτρη Κοντό, τον Γιάννη Παπαστεργίου και φυσικά τον Μιχάλη Μπουτσάκη από το Mad Hat Studio που έκανε τους ηχοληψίες, την μίξη και το mastering. Όλοι τους πολύ ταλαντούχοι, μα πάνω απ’ όλα φίλοι.
Έτσι κάπως γεννήθηκε « Η αυλή των μπουφόνων» μέσα από μια «σχολική μπάντα» που έσμιξε μετά από είκοσι πέντε χρόνια».
Η συνεργασία
Πώς είναι να συνεργάζεται κανείς με το γιο του; Μπορεί η δημιουργία να είναι μια οικογενειακή υπόθεση;
«Ο Σταύρος μ’ αρέσει πολύ ως τραγουδοποιός. Ίσως να μην του το έχω πει ποτέ αυτό. Έχει έναν κόμπο στον λαιμό, όπως τα μικρά παιδιά όταν προσπαθούν να δικαιολογήσουν την απουσία τους από το σπίτι. Γράφει εν κρυπτώ. Ίσως γιατί δεν αποδέχεται και ενδεχομένως να μην αποδεχτεί ποτέ το γεγονός ότι ανήκει σ’ έναν κόσμο που σου ζητά όλο και περισσότερα, μέχρι να σ’ απογυμνώσει πλήρως. Εγώ βλέπετε τον έλυσα πολύ νωρίς αυτόν τον κόμπο και συμφιλιώθηκα με την αλητεία μου. Έγινα ταυτόχρονα γκρινιάρης, αθυρόστομος και όσο μεγαλώνω, όλο και πιο δύστροπος. Ίσως να είναι και η άμυνά μου απέναντι σ’ αυτόν τον κόσμο. Μάλλον πάνω σ’ αυτές τις διαπιστώσεις βρήκε έδαφος αυτή η συνεργασία. Δεν είναι σε καμία περίπτωση οικογενειακή υπόθεση. Τον εκμεταλλεύομαι κατά κάποιο τρόπο γιατί ξέρω ότι μπορεί να μετριάσει το θυμό που βγάζουν τα τραγούδια μου, με την δική του παρουσία και συνεργασία. Γενικά δεν ήμουν ποτέ υπέρ των συνεργασιών στο χώρο της δημιουργίας. Πίστευα και πιστεύω ότι η Τέχνη είναι μια μοναχική υπόθεση με εξαίρεση κάποιες συναντήσεις που δεν τις προκαλείς, απλώς σκοντάφτεις κάποια στιγμή επάνω τους. Τώρα βάλαμε μπροστά μια καινούργια δουλειά. Έναν δίσκο στον οποίο γράφω εγώ τους στίχους, ο Σταύρος τις μουσικές και που θα τον μοιραστούμε ερμηνευτικά. Λέμε μέσα στην επόμενη χρονιά να τον έχουμε ολοκληρώσει. Θα δείξει…»
Ο τραγουδοποιός βλέπει τον κόσμο με άλλη ματιά, με περισσότερη ευαισθησία; Ερέθισμά σας μπορεί να είναι κι ένας μοναχικός άνθρωπος που περνά από δίπλα σας στο δρόμο;
«Είναι θέμα παρατηρητικότητας. Ξέρετε πόσα πράγματα, πόσες καταστάσεις εξελίσσονται γύρω μας, δίπλα μας, καμιά φορά και μέσα μας, αφήνοντάς μας αδιάφορους και ασυγκίνητους! Είναι γιατί δεν στρέφουμε το βλέμμα. Μια λοξή ματιά είναι αρκετή να ξεκινήσει μια σκέψη, να χτίσει ένα σκηνικό στο οποίο θα κατοικήσουν οι ήρωές σου. Μια λοξή ματιά είναι αρκετή να γεννήσει ένα ποίημα, ένα τραγούδι. Δεν πιστεύω στην έμπνευση όπως αυτή έχει καταγραφτεί στο χώρο της Τέχνης. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Κάποτε όταν είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα περιπλανιόμουν στην πόλη σχεδόν άφραγκος, χωρίς φίλους και κοινωνικές υποχρεώσεις, ήταν τότε που είχε κυκλοφορήσει ο πρώτος μου δίσκος, το «Ρεσάλτο». Τα μεσημέρια έτρωγα σε κάποια φτηνά οινομαγειρεία και τα βράδια κοιμόμουν σε ξενοδοχεία της κακιάς ώρας. Όλη αυτή η περιπλάνηση σε μια ξένη και αφιλόξενη πόλη στάθηκε αφορμή να γράψω μια σειρά από ποιήματα όπως τα «Φτηνά ξενοδοχεία» και τα «Οινομαγειρεία». Κι αυτό έγινε γιατί είχα την πολυτέλεια να παρατηρώ με τις ώρες ό,τι εξελισσόταν γύρω μου. Από τις συμπεριφορές των θαμώνων στα διπλανά τραπέζια μέχρι τον βηματισμό ανυποψίαστων περαστικών. Έτσι είναι. Η Τέχνη υπάρχει δίπλα μας, υπάρχει παντού. Απαιτεί όμως κι ένα οχτάωρο εργασίας. Πώς σας φαίνεται;»
Η Αθήνα, ή κάποια άλλη περιοχή εκτός Κρήτης, κατάφερε ποτέ να κατακτήσει την καρδιά σας;
«Οι πόλεις είναι πάνω απ ’όλα οι άνθρωποι. Όταν έφυγα από το Ηράκλειο άφησα πίσω μου πρωτίστως φίλους, τις αναμνήσεις και τους παιδικούς τόπους τους κουβαλάς μέσα σου όπου κι αν βρίσκεσαι, όπου κι αν πας. Οι φίλοι έρχονται ν’ αγκαλιάσουν αυτό το τοπίο και όταν λείπουν είναι ένα θέμα. Αλλά έτσι συμβαίνει στη ζωή. Κάνεις καινούργιες φιλίες, ανακαλύπτεις καινούργιες πόλεις γιατί σ’ αυτές ζουν καλοί και ενδιαφέροντες άνθρωποι. Λόγω της δουλειάς μου έχω κάνει καλούς φίλους σε διάφορες πόλεις και μέσα απ’ αυτούς βλέπω και την ομορφιά που κουβαλούν τα μέρη τους».
Πόσο σας έχει επηρεάσει ο Leonard Cohen; Υπάρχουν άλλοι δημιουργοί που σας επηρέασαν;
«Τον Cohen τον ανακάλυψα όταν ήμουν είκοσι χρονών. Είχα ήδη ξεκινήσει τις πρώτες μου απόπειρες στο τραγούδι και είχα ηχογραφήσει κάποια τραγούδια σε κασέτες. Μου άρεσε πάρα πολύ ο Cohen, όπως και πολλοί άλλοι τραγουδοποιοί, όπως ο Dylan, ο δικός μας ο Σαββόπουλος και πολλοί άλλοι από την ιταλική σχολή της τραγουδοποιίας, την οποία σχολή ανακάλυπτα σιγά σιγά. Δεν μπορώ να πω ότι επηρεάστηκα από αυτά τα ακούσματα, κατάλαβα όμως πως με όλους αυτούς τους δημιουργούς είχα κάτι κοινό. Το βάρος που έδιναν στους στίχους κάνοντας ποίηση και όχι απλώς στιχάκια για να ντύσουν τις μουσικές τους. Είχαν να πουν πολλά και σημαντικά πράγματα, ο καθένας με τον δικό του, μοναδικό τρόπο. Απλώς ταυτίστηκα μ’ αυτή τη σχολή τραγουδοποιίας γιατί είχε μια αντίληψη για το τραγούδι που ταίριαζε στον «κόσμο» μου και τις δημιουργικές μου αναζητήσεις. Έτσι κι αλλιώς η χώρα μας είναι ένα ιδιαίτερο τοπίο που συναντώνται πολλά μουσικά ρεύματα λόγω της γεωγραφίας της, αλλά και του πολιτισμού της. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ που δεν πήρε ο Leonard Cohen το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δεν στεναχωρήθηκα που το πήρε ο Dylan, αλλά νομίζω ότι αφού δόθηκε αυτό το βραβείο σε τραγουδοποιό, και δεν νομίζω να ξαναγίνει αυτή η θεσμική παρέκκλιση, αυτός που θα έπρεπε να το πάρει ήταν ο Leonard Cohen».
Ποιο θα είναι το ταξίδι της νέας σας δουλειάς «Στην αυλή των μπουφόνων»; Ποια είναι τα σχέδιά σας για το επόμενο διάστημα;
«Τα τραγούδια ταξιδεύουν ερήμην σου. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Είναι σαν τα καραβάκια που ταξιδεύουν στα πιο απίθανα μέρη και που δεν μπορείς να τα φέρεις πίσω. Ό,τι ήταν να κάνω με την «αυλή των μπουφόνων» το έκανα. Άλλωστε αυτή είναι και η αποστολή του τραγουδιού. Πασχίζεις και ιδρώνεις μέχρι να φτιάξεις κάτι για να πάει στα χείλη άλλων. Ε, βέβαια, αν εννοείτε το κομμάτι της παρουσίασης, ή αν θέλετε, και της υποστήριξης του δίσκου, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε κάποιες συναυλίες, όχι πολλές, έτσι κι αλλιώς βαριέμαι όλη αυτή την ιστορία με τα live, τις μετακινήσεις, τα καλώδια, τις πρόβες, σας είπα και πριν…. έχω γίνει δύστροπος. Ίσως τελικά να μην έκανα γι’ αυτή τη δουλειά. Τρομάζω στην ιδέα ότι μπορεί να καταντήσω ένας βαστάζος της Τέχνης μου».