Ανακάλυψε σε μικρή ηλικία τον πλούτο του ήχου που προκύπτει από τα ακροδάχτυλά μας και σήμερα είναι μια αναγνωρισμένη πιανίστρια με εμφανίσεις στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και άλλα σημεία του πλανήτη. Η πιανίστρια Αλεξία Μουζά μιλά στην «Π» για τη σχέση των Ελλήνων με την κλασική μουσική, τα πρώτα της βήματα στο πιάνο και τις επαφές που διατηρεί με την Κρήτη.
Για την κλασική μουσική τονίζει πως «δεν χρειάζεται η λογική κατανόηση, δεν χρειάζεται η ανάλυση. Πρέπει απλά να ακούς και να αφήσεις μυαλό κι αισθήσεις να σε πάνε όπου θέλουν».
Η συνέντευξη που παραχώρησε στην «Π» έχει ως εξής:
Τα πρώτα βήματα
Τα πρώτα σας μουσικά βήματα έγιναν στο πλευρό της μητέρα σας. Θεωρείτε πως ήταν μονόδρομος να ασχοληθείτε με το πιάνο;
«Tο πιάνο υπήρχε από πάντα στο σπίτι μας -δεν θα μπορούσα να το φανταστώ χωρίς αυτό. Δεν με πίεσε κανείς να το διαλέξω (η αδερφή μου, ας πούμε, διάλεξε το τσέλο). Μου άρεσε πολύ ο ήχος του, μία με νανούριζε, μία με γέμιζε με ενέργεια. Σαν παιδί μου άρεσε πολύ η ιδέα του να βγάλεις ήχο από ένα όργανο τόσο μεγάλο. Επίσης σου προσφέρει μια μεγάλη γκάμα χρωμάτων και τεράστιο ρεπερτόριο για να διαλέξεις. Ήταν μεγάλο πλεονέκτημα το ότι η μητέρα μου είναι πιανίστρια και ιδίως το ότι μπόρεσε να με καθοδηγήσει σωστά. Τα παιδιά είναι πολύ εύπλαστα και χρειάζεται πολλή προσοχή για τον τρόπο που θα τα βοηθήσουν οι γονείς να εξελιχθούν.
Έλεγα “θέλω να γίνω πιανίστρια” μα δεν ήξερα τι υπήρχε πίσω από αυτό. Στην ηλικία των οχτώ χρονών μου δόθηκε ένας καινούριος τρόπος να εμβαθύνω στη μουσική. Ο καθηγητής μου, Leonid Margarius, μου ξαναδίδαξε τα βασικά, ζητώντας μου πρωτόγνωρα μουσικά στοιχεία στην ερμηνεία. Μου έδειξε τον πλούτο του ήχου που προκύπτει απλά και μόνο από τα ακροδάχτυλά μας και μου άνοιξε νέους κόσμους. ‘Άρχισα να έχω απαιτήσεις από αυτό που έκανα. Στην αρχή όλα ήταν σαν παιχνίδι, κάτι που μου άρεσε. Μετά συνέβαινε συχνά να βαριέμαι να μελετώ, να θέλω να κάνω κάτι άλλο. Όμως, το αποτέλεσμα της μελέτης με έκανε να θέλω να βρω κι άλλους τρόπους και να αφιερώνω πιο πολύ χρόνο για να βελτιώσω το κομμάτι».
Ποιά είναι τα ακούσματά σας στην παιδική σας ηλικία; Σήμερα, στον ελεύθερο σας χρόνο τι μουσική σάς αρέσει να ακούτε;
«Στην παιδική μου ηλικία άκουγα πολύ κλασική μουσική. Ήταν η μουσική που ακουγόταν κυρίως στο σπίτι. Μετά, σιγά-σιγά άρχισα να ακούω κι άλλα είδη μουσικής. Σήμερα, το αγαπημένο μου είδος χωρίς δεύτερη σκέψη είναι τα μπλουζ! Και μετά, ρέγκε, σάλσα, ρεμπέτικα, φάνκυ. Μου αρέσει η διαφορετική μουσική, νιώθω πως μαθαίνω, πως παίρνω κάτι από τα διαφορετικά ακούσματα».
Έχετε πραγματοποιήσει εμφανίσεις σε σημαντικούς χώρους στο εξωτερικό. Έχετε αισθανθεί ότι η Ελλάδα υστερεί ή δεν έχει να ζηλέψει κάτι από ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή τις ΗΠΑ;
«Δεν νομίζω ότι η Ελλάδα υστερεί. Αίθουσες υπάρχουν. Βέβαια, σε μία μεγάλη δυτικοευρωπαϊκή πόλη, που είναι κέντρο κλασικής μουσικής κουλτούρας, υπάρχουν αναλογικά περισσότερες αίθουσες. Νομίζω ότι αυτό που θα είχε να ζηλέψει η Ελλάδα είναι οι ιστορικές αίθουσες που υπάρχουν σε μεγάλες και μικρότερες πόλεις της Ευρώπης, εκεί όπου εξελίχθηκε και ωρίμασε η κλασική μουσική».
Ο Έλληνας και η μουσική
Γενικότερα, ποια είναι η σχέση των Ελλήνων με την κλασική μουσική;
«Νομίζω πως η κλασική μουσική δεν έχει έντονη παρουσία στην συνολική ελληνική μουσική πραγματικότητα.
Τα ακούσματά μας έρχονται κατά κύριο λόγο από την Ανατολή. Ας σκεφτούμε τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά, τα δημοτικά τραγούδια.
Τα ακούσματα της κλασικής μουσικής, χωρίς τα χαρακτηριστικά μικρά διαστήματα στη μελωδία – μικρότερα από το ημιτόνιο- φαίνεται πως είναι κάπως ξένα στο αυτί μας.
Κάτι αντίστοιχο βρήκα και στη Βενεζουέλα, όπου υπάρχει πολύ καλή κλασική μουσική παιδεία με το El Sistema, όπου συμμετέχουν τόσοι πολλοί νέοι.
Όμως, αν ακούσουν το δικό τους χορευτικό ρυθμό, τη salsa (σάλσα), το joropo (χορόπο), το σώμα συντονίζεται φυσικά και οικεία στον τοπικό ρυθμό.
Πολλοί σκέφτονται ότι όταν θα πάνε να ακούσουν μία συναυλία κλασικής μουσικής πρέπει οπωσδήποτε να καταλαβαίνουν με το μυαλό αυτό που θα ακούσουν. Όμως έτσι δημιουργείται μία απόσταση μεταξύ ακροατή, μουσικού έργου και ερμηνευτή, εμποδίζοντας τον πρώτο να συμμετέχει σε αυτό. Για να νιώσεις τη μουσική δεν χρειάζεται να γνωρίζεις λεπτομέρειες για το κομμάτι που ακούς.
Δεν χρειάζεται η λογική κατανόηση, δεν χρειάζεται η ανάλυση. Πρέπει απλώς να ακούς και να αφήσεις μυαλό κι αισθήσεις να σε πάνε όπου θέλουν. Η κλασική μουσική είναι μια παγκόσμια μουσική, χωρίς λόγια, καθαρή μουσική, με αυτήν μπορείς να εκφράσεις ποικιλία από αισθήματα και να αφήνεις τη φαντασία σου να κάνει όλη τη δουλειά. Τα παιδιά το καταλαβαίνουν αυτό και τους αρέσει.
Τους βγαίνει αυτόματα να κουνιούνται με τον ρυθμό, να εκπλήσσονται, να χορεύουν με κομμάτια κλασικής μουσικής. Κι αυτό γιατί δεν έχουν ακόμα μπει στη διαδικασία της λογικής των ενηλίκων, γιατί απλώς αφήνονται χωρίς να το αναλύουν, δεν λένε “τι θα έπρεπε να καταλάβω από αυτό το κομμάτι;”».
Ποια από τις συνεργασίες σας ξεχωρίζετε;
«Αν είναι να αναφερθώ σε μία συνεργασία που ξεχώρισα, αυτή είναι όταν έπαιξα με τη συμφωνική ορχήστρα Σιμόν Μπολίβαρ της Βενεζουέλας. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόση ενέργεια, τόση ζωντάνια, χαρακτήρα και χιούμορ από μια ολόκληρη ορχήστρα. Κι αυτή ήταν μια εμπειρία που με γέμισε σε πολλά επίπεδα. Ήταν λες και ήμασταν ένα τεράστιο σύνολο μουσικής δωματίου. Όλοι κοιταζόμασταν, ακουγόμασταν μεταξύ μας και απλά ήταν όλα μία φράση, ένα σύνολο».
Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να υπηρετεί κανείς την κλασική μουσική; Απαιτούνται πολλές θυσίες και κόποι για να καταφέρει κανείς να ξεχωρίσει;
«Για να ξεχωρίσεις στον χώρο της κλασικής μουσικής θέλει μελέτη, θέλει χρόνο, θέλει συγκέντρωση κι επιμονή. Πρέπει να ξέρεις να οργανώνεις τον χρόνο σου, να γνωρίζεις τί μπορείς να καταφέρεις και τι όχι, να βάζεις συνεχώς προκλήσεις στον εαυτό σου. Φυσικά, στο να διακριθείς παίζει ρόλο και η τύχη. Υπάρχουν καταπληκτικοί μουσικοί που δεν πέτυχαν πολλά.
Υπάρχουν άλλοι που έτυχε να βρεθούν στον σωστό τόπο και χρόνο με τους κατάλληλους ανθρώπους και τους πήγε καλά. Το να ξεχωρίσεις στην κλασική μουσική δεν διαφέρει και πολύ από το να ξεχωρίσεις σε ένα απαιτητικό επάγγελμα, να πετύχεις να «πουλήσεις το προϊόν σου» με ένα σωστό μάρκετινγκ σε ένα περιβάλλον ανταγωνιστικό. Ένα πράγμα είναι η προσωπική εργασία για την τελειοποίηση του κομματιού, η ωρίμαση και η εμβάθυνση στην ερμηνεία και άλλο πράγμα είναι το μάρκετινγκ».
Ποια είναι τα όνειρά σας για το μέλλον;
«Δεν κάνω ιδιαίτερα όνειρα για το μέλλον. Σκέφτομαι περισσότερο το τώρα και το μέλλον θα έρθει όπως είναι να έρθει. Θέλω να παίζω πιάνο, να κάνω μουσική, να μαθαίνω. Η διαδικασία αυτή δεν σταματά ποτέ κι αυτό είναι που μου δίνει ευχαρίστηση στην εργασία μου».
“Η Κρήτη παραμένει το σπίτι μου…”
Ποια είναι η σχέση που διατηρείτε με την Κρήτη;
«Η Κρήτη είναι το σπίτι μου. Παρόλο που έχω φύγει εδώ και 17 χρόνια, στην Κρήτη θα έρθω για να “γεμίσω τις μπαταρίες”, εδώ θα κατέβω να χαλαρώσω, εδώ θα ετοιμαστώ για συναυλίες και διαγωνισμούς. Τέλος, εδώ θα έρθω έτσι απλά, χωρίς λόγο.
Τρελαίνομαι με τη φύση, τη θάλασσα, το φαγητό, τα πανηγύρια και το να χορεύεις χωρίς σταματημό. Και οι μυρωδιές φασκόμηλου και ρίγανης που μένουν πάνω σου.
Η φύση στην Κρήτη είναι πολύ δυνατή. Ενθουσιάζομαι με τα πολλά χρώματά της που αλλάζουν ανάλογα με την εποχή. Αλλιώς είναι τον Γενάρη και αλλιώς στα τέλη Ιούλη. Είναι μοναδικό το να μπορείς να ανακαλύπτεις συνεχώς καινούρια μέρη, σε θάλασσα και σε βουνό.
Όσον αφορά το πιάνο, από τότε που ήμουν μικρό κορίτσι μέχρι τώρα, έχω δώσει πολλές συναυλίες στο Ηράκλειο. Έχω μία πολύ στενή σχέση με το κοινό εδώ.
Τα τελευταία χρόνια έρχομαι συχνά και δίνω master class στο Σύγχρονο Ωδείο. Φέτος, μάλιστα, ξεκινήσαμε με το Σύγχρονο Ωδείο ένα ετήσιο σεμινάριο σε μορφή εργαστηρίου που περιλαμβάνει τρία τριήμερα στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς.
Με ενθουσιάζει η εκπαιδευτική διαδικασία και το να παρακολουθώ από κοντά τη μουσική εξέλιξη και ωρίμαση των μαθητών μου στο πιάνο και χαίρομαι πολύ με αυτό».